Εισήγηση στο πλαίσιο επιστημονικής ημερίδας με θέμα «Πρόγραμμα ANTINERO στα ελληνικά δάση: Νομικά και περιβαλλοντικά ζητήματα από την εφαρμογή του», που διοργάνωσε το Επιμελητήριο Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητος, τη Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2024 (ώρα 12:00-14:00), στην αίθουσα εκδηλώσεων του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (Ακαδημίας 60).
Η μεσογειακή βλάστηση του θερμότερου μεσογειακού ορόφου, αποτελείται κυρίως από δάση χαλεπίου και τραχείας πεύκης, μεικτά δάση τραχείας και κυπαρισσιού, σημαντικά δάση φοινικικής αρκεύθου, δάση κουκουναριάς στην κεντροβορειοδυτική Πελοπόννησο κυρίως, δάση αειφύλλων πλατυφύλλων ειδών αποτελούμενα από αριές, πρίνους, σχίνα, κουμαριές, αγριελιές, χαρουπιές, ράμνους κ.λπ. συναφή είδη, με μικρότερη ή μεγαλύτερη κατά περίπτωση συμμετοχή, σε δενδρώδη ή θαμνώδη συνήθως μορφή, αμιγή ή μεικτά σε μια ποικιλία εδαφικών στρωμάτων και τοπογραφικού αναγλύφου. Σ’ αυτά θα πρέπει να προστεθούν και όλες οι φρυγανικές μορφές των νησιωτικών περιοχών και των θαλασσόκεδρων, όσων ακόμη αντιστέκονται στην τουριστική πίεση. Οι διαπλάσεις αυτές προέκυψαν από την καταστροφή των αρχέγονων δασών παράλληλα με την εμφάνιση του ανθρώπου στην περιοχή της μεσογείου και με ενέργειες που σχετιζόταν με τη γεωργική καλλιέργεια, την παντός είδους ξύλευση, τις πυρκαγιές και τη βόσκηση.
Τα αρχέγονα δάση θα πρέπει να τα φανταζόμαστε τελείως διαφορετικά σε μορφές και συνθέσεις που εικόνες τους μπορεί να ανασυνθέσει η φυτοκοινωνιολογική έρευνα και η δασική οικολογία. Θα έπρεπε να φανταστεί κανείς ότι οι μεγάλες πεδιάδες της χώρας μας συνίσταντο από εκτεταμένα δρυοδάση κυρίως της βασιλικής λεγόμενης δρυός, οι λοφώδεις περιοχές από δάση αριάς και αειφύλλων πλατυφύλλων σε δενδρώδη μορφή και οι εκβολές των ποταμών από εκτεταμένα υδροχαρή δάση σκλήθρου και νερόφραξου.
Η χαλέπιος και η τραχεία πεύκη που κυριαρχούν σήμερα υπήρχαν εντός του χώρου των αειφύλλων πλατυφύλλων δασών ως μεμονωμένα δένδρα ή συδενδρίες αλλά όχι σε κυριαρχία ή σε κυριαρχία κατά περίπτωση. Οι μορφές αυτές παραμένουν ως ακριβή φυσική μνήμη (μικρά κατά βάσει φυσικά αποθέματα) σε απομονωμένες δυσπρόσιτες περιοχές, ως σχετικά αντιπροσωπευτικές συνθέσεις, εφόσον η ανθρωπογενής σφραγίδα υφίσταται και οφείλονται στην άοκνη προσπάθεια της φύσης στην επανασύνθεση της οικολογικής κλίμακας. Κάθε αντίσταση ή ανάσχεση προς αυτή την κατεύθυνση είναι κατά βάσει ανθρωπογενής.
Η κυριαρχία των δασών της χαλεπίου και τραχείας πεύκης οφείλεται στις συνεχείς πυρκαγιές του παραλιακού και ενδότερου χώρου και εμφανίζονται ως επικαθήμενες δευτερογενείς διαπλάσεις, που επικρατούν λόγω της φύσης τους (ευχέρεια σποράς, ισχυρή επικράτηση στον ανταγωνισμό, αντοχή σε ακραία ξηροθερμικά περιβάλλοντα και περιορισμένη διαθεσιμότητα ύδατος).
Οι μορφές αυτών των δασών, πλην εξαιρέσεων, ήταν εκτός διαχείρισης από τη Δασική Υπηρεσία. Από ότι προσωπικά γνωρίζω μόνον στη Ρόδο και στη Σάμο διαχειρίζονταν για ξυλοπονία τα δάση της τραχείας και του κυπαρισσιού για την κάλυψη των αναγκών της ναυπήγησης κυρίως. Θα προσθέσουμε και τα δάση χαλεπίου της βόρειας Εύβοιας για παραγωγή τεχνικής ξυλείας, λόγω της άριστης μορφής των δένδρων. Στις υπόλοιπες περιοχές η ξυλοπονία ήταν περιορισμένη ή περιστασιακή και η Δασική Υπηρεσία ασκούσε κυρίως προστατευτικό ρόλο, εφήρμοζε αναδασώσεις μετά από πυρκαγιές, πολλές φορές εκτεταμένες και ανατρεπτικές ως προς τη φυσική βλάστηση και υποβοηθούσε τεχνικά και ερευνητικά την παραγωγή ρητίνης, τους κατά τόπους συνεταιρισμούς ρητινοπαραγωγών.
Με τον όρο ανατρεπτικές, εννοούμε ότι εφαρμόστηκε πρόγραμμα αναδασώσεων με είδη ακτινωτής και θαλασσίας πεύκης, ευκαλύπτων και κυανόφυλλης ακακίας επίσης (εισαγόμενων δηλαδή ειδών) σε αρκετές περιοχές της χώρας και ευρεία χρήση της τραχείας πεύκης σε αναδασώσεις εκτός του φυσικού γεωγραφικού χώρου εξάπλωσής της. Οι θαμνώνες των αειφύλλων πλατυφύλλων ειδών αφηνόταν τελείως εκτός διαχείρισης και στην ουσία αποτελούσαν τα λεγόμενα θαμνολίβαδα, όπου ασκούνταν η εκτατική κτηνοτροφία κατά παράδοση, χωρίς κανέναν έλεγχο κατά χώρο και χρόνο. Στον νησιωτικό χώρο ασκείται ακόμα και μάλιστα αδέσποτη. Ως εξαίρεση, μπορεί να αναφερθούν οι αποψιλωτικές υλοτομίες κατά τετράγωνα στη δυτική κυρίως Ελλάδα, των σύμπυκνων θαμνώνων αριάς και των συνοδών ειδών για παραγωγή κάρβουνου και συλλογές ριζών ερείκης, όπου συντάσσονταν συνήθως πίνακες υλοτομίας.
Εκ των αναφερθέντων, αντιλαμβάνεται κανείς ότι στην ουσία οι περιοχές της παράκτιας ξηροθερμικής ζώνης στην πλειονότητά τους ήταν εκτός διαχείρισης και οι περισσότερες πρακτικές συνέτειναν στην ξυλοπονία χωρίς εξειδικευμένες διαχειριστικές μελέτες. Εκτός αυτού τα περισσότερα δασαρχεία είχαν στην εποπτεία τους παραγωγικά δάση και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον επικεντρωνόταν σ’ αυτά.
Από τη δεκαετία του 1980, άρχισαν να συζητούνται τα ζητήματα της διατήρησης της βιοποικιλότητας και η χώρα μας, ως μέλος της ΕΕ, υιοθέτησε νόμους κανονισμούς και οδηγίες που εξυπηρετούσαν τους σκοπούς αυτούς. Παράλληλα όμως, άρχισε και ο ίδιος ο μαρασμός της Δασικής Υπηρεσίας και η υποκατάσταση του διαχειριστικού της ρόλου από το Υπουργείο Περιβάλλοντος. Η Δασική Υπηρεσία κατέστη στη συνέχεια ένας γραφειοκρατικός μηχανισμός και τα επίμαχα Δασαρχεία των ευαίσθητων στις πυρκαγιές περιοχών ασχολήθηκαν κυρίως με πράξεις χαρακτηρισμού και περιόρισαν εκ των πραγμάτων τον όποιο δασικό διαχειριστικό ρόλο ασκούσαν εκεί. Κατασυκοφαντημένη ότι δρα ως τροχοπέδη στην «ανάπτυξη και στις επενδύσεις», που εδώ μεταφράζεται ως τροχοπέδη στην εκτός σχεδίου δόμηση και στις καταπατήσεις εκτάσεων του δημοσίου, της αφαιρέθηκε και η δασοπυρόσβεση, το απαραίτητο προσωπικό και οι υποδομές, με αποτέλεσμα την ουσιαστική της κατάρρευση και τη βάναυση κυριαρχία των καταπατητών, οι οποίοι συνεχίζουν να δρουν και να καθορίζουν τις τύχες της υπαίθρου.
Μετά και την αποτυχία του Δασικού Κτηματολογίου και την αδυναμία να αναρτηθεί έστω και ένας χάρτης, υποχρεώθηκε το Ελληνικό Δημόσιο να ολοκληρώσει το Εθνικό Κτηματολόγιο βεβιασμένα, παράλληλα με την δημιουργία των Δασικών Χαρτών. Απ’ ότι φαίνεται μόνο το Ελληνικό κράτος σε στενό εναγκαλισμό με τα πάσης φύσεως συμφέροντα μπορεί να δημιουργεί ανυπέρβλητα προβλήματα στην ολοκλήρωσή τους. Όλες οι παλινωδίες αναβάλλουν συνεχώς την τελική τους ανάρτηση και από ότι φαίνεται δεν πρόκειται στο προσεχές μέλλον να έχουμε κάποιο θετικό αποτέλεσμα. Οι συνεχείς εκπτώσεις που υπεισέρχονται, σίγουρα θα δημιουργήσουν μια τεράστια απογοήτευση. Οι περισσότεροι, όπως και ο υποφαινόμενος, πίστεψαν ότι με την ολοκλήρωση των Δασικών Χαρτών, θα πάψουν οι Δασικές Υπηρεσίες να είναι γραφειοκρατικοί οργανισμοί.
Εξ’ άλλου, μόλις πρόσφατα (Ιούνιος του 2024) βελτιώθηκαν οι προδιαγραφές σύνταξης διαχειριστικών μελετών του 1965 και προκηρύχθηκαν οι πρώτες 19, οι οποίες δεν γνωρίζουμε ακριβώς πότε θα παραδοθούν. Τις λεπτομέρειες των προδιαγραφών δεν γνωρίζουμε ούτε έχουν κοινοποιηθεί αλλά εδράζονται σε 17 άξονες σε σωστή κατεύθυνση στη γενικότητά τους. Ελπίζουμε ότι θα έχουν λάβει υπόψη τις προσπάθειες επιστημονικών ομάδων που είχαν συσταθεί στο παρελθόν και πρότειναν λεπτομερείς προδιαγραφές και όχι άξονες. Ας μη ξεχνούμε ότι έχει εκπονηθεί και η Στρατηγική για τα Δάση καταχωνιασμένη σε κάποια συρτάρια ή σκληρούς δίσκους. Παραμένουμε περίεργοι.
Πως συνδέονται όμως όλα αυτά με το πρόγραμμα AntiNero; Από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ είχε προβλεφθεί ένα μεγάλο ποσό για ευρείες αναδασώσεις στη χώρα, χωρίς καμία εκτίμηση της εν λόγω ανάγκης. Η προχειρότητα σχεδιασμού είναι διαβόητη άλλωστε. Εκ των υστέρων διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχαν ικανές διαθέσιμες εκτάσεις για το σκοπό αυτό, ούτε και διαθέσιμο φυτευτικό υλικό. Παράλληλα συνέβησαν και μεγάλα καταστροφικά γεγονότα με τις πυρκαγιές στο Μάτι, στην Πάρνηθα, στο Σχίνο, στον Έβρο και στη βόρεια Εύβοια. Είχε εκπονηθεί και το περίφημο πόρισμα Γκολντάμερ, το οποίο ειρήσθω εν παρόδω, το επικαλούνταν οι περισσότεροι εκ των πολιτικών αλλά κανείς δεν εφάρμοσε το παραμικρό. Δημιουργήθηκε παράλληλα και το Υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, που πέρα από το βόλεμα ημετέρων γκρινιάρηδων που δεν είχαν υπουργικό θώκο, αμειβόμενες θέσεις γραμματέων, διευθυντών, συμβούλων και τα συμπαραμαρτούντα, μας προέκυψαν κατά το ρηθέν και άλλοι «μπαρμπέρηδες στου κασίδι το κεφάλι». Το σημαντικότερο στοιχείο του πορίσματος Γκολντάμερ ήταν ότι, για τον περιορισμό των πυρκαγιών, έπρεπε να ενισχυθεί το σκέλος της πρόληψης και κατ’ επέκταση η διαχείριση των ευάλωτων δασών. Η μετάφραση για τους κυβερνώντες που αγνοούν τη σημαίνει «διαχείριση δάσους», αποδόθηκε ως καθαρισμοί δασών και αφαίρεση βιομάζας, η οποία θα μπορούσε να αποφέρει και κέρδη.
Μεταφέρθηκαν λοιπόν κονδύλια ύψους 450 εκατομμυρίων ευρώ των αναδασώσεων στους καθαρισμούς των δασών και το πρόγραμμα ονομάστηκε “AntiNero”. Αντιλαμβάνεται κανείς τη σκωπτική ονομασία της λέξης, αλλά ας το προσπεράσουμε, εφόσον το αντίθετο συμβαίνει στην πράξη. Το πρόγραμμα βασίστηκε σε κάποια μελέτη για το σύνολο της χώρας, που φαντάζομαι να έθεσε κάποια ζητήματα ορθής δασικής πρακτικής αλλά δεν γνωρίζω το περιεχόμενό της. Ανέφερε όμως κατά πληροφορίες, ότι κάθε περίπτωση δάσους παρουσιάζει εξ αντικειμένου ιδιαιτερότητες και έπρεπε πριν την επέμβαση, να προηγείται κάποια μελέτη περισσότερο εξειδικευμένη. Αυτές οι κατά περίπτωση μελέτες αντιγράφονται στην πλειονότητά τους και πολλά ευτράπελα μπορούν οι συνάδελφοι των δασαρχείων να επιβεβαιώσουν στο copy paste. Το θέμα ήταν να μοιραστούν τα χρήματα γρήγορα γιατί η απορρόφηση ακολουθούσε χαμηλούς ρυθμούς. Βρέθηκε και κάποιος τρόπος διαμοιρασμού του χρήματος με απ’ ευθείας αναθέσεις και κάτω από τα μεγάλα γραφεία αναπτύχθηκε ένας στρατός μικρών εργολάβων, που εγείρει αρκετές σκέψεις νομιμότητας της διαδικασίας.
Και ας προχωρήσουμε στην ουσία του θέματος. Η μελέτη κατά πληροφορίες προέβλεπε τρεις ζώνες καθαρισμού συνολικού πλάτους 50 μέτρων εκατέρωθεν των δασικών οδών. Η πρώτη με πλήρη αφαίρεση της βλάστησης των κρασπέδων, η δεύτερη με πλήρη αφαίρεση του υπωρόφου και κλάδεμα των δένδρων σε κάποιο ύψος και η τρίτη κλάδεμα των δένδρων και περιποίηση της υποβλάστησης. Θα ακολουθούσε στη συνέχεια φύτευση δενδροστοιχιών με πλατύφυλλα είδη, δήθεν ανθεκτικά στη φωτιά. Η αφαιρούμενη βιομάζα, θα διατίθετο προς αξιοποίηση στην εταιρεία ALFA WOOD, η οποία δεν παρέλαβε τίποτε, λόγω του μεγάλου κόστους μεταφοράς.
Η ταχύτητα εφαρμογής είναι τόσο ραγδαία, που δεν προλαβαίνεις να διαπιστώσεις τι ακριβώς έχει συμβεί και πολλοί συνάδελφοι των περιφερειακών δασικών υπηρεσιών διαμαρτύρονται ότι δεν μπορούν να ασκήσουν ουσιαστική επίβλεψη και συνεργασία με τον υπεργολάβο. Μοναδική προϋπόθεση για κάθε υπεργολάβο είναι να έχει εκτελέσει ένα τουλάχιστον δασοτεχνικό έργο. Δεν συζητούμε λοιπόν για εμπειρία αλλά ούτε για ουσιαστικό έλεγχο. Τα αποτελέσματα στις περισσότερες των περιπτώσεων απογοητευτικά. Ελάχιστες θετικές επεμβάσεις εκφράζουν τις αποκλίσεις από τον κανόνα της βίαιης και αυθαίρετης επέμβασης και φυσικά την ευαισθησία κάποιων συναδέλφων εργολάβων και εποπτών που προσέγγισαν το θέμα με περίσκεψη και επαρκή συντηρητισμό. Εν ολίγοις, θεωρώ ότι τέτοιες επεμβάσεις δεν αποτελούν συνήθη δασική πρακτική και εγείρουν ερωτήματα νομιμότητας των επεμβάσεων. Εφόσον επιπλέον, δεν υπάρχουν διαχειριστικές μελέτες ποιον στόχο εξυπηρετούν οι καθαρισμοί αυτού του τύπου;
Καταλήγοντας, οφείλω να επισημάνω ότι αυτές οι δυναμικές επεμβάσεις μπορεί να δημιουργήσουν πλείστα προβλήματα γιατί ξεφεύγουν από κάθε επιστημονικό σχεδιασμό. Τα αποκαλυμμένα εδάφη θα καθίστανται περισσότερο ξηροθερμικά και περισσότερο ευδιάβρωτα. Η αφαίρεση του υπωρόφου των αειφύλλων πλατυφύλλων είναι ματαιοπονία, εφόσον γνωρίζουμε ότι αμέσως μετά την επέμβαση θα αναβλαστήσουν, όπως και η ποώδης βλάστηση. Τα αείφυλλα πλατύφυλλα αποτελούν το διάδοχο και τελικό ίσως στάδιο της οικολογικής κλίμακας και πρέπει να κρατηθούν. Τα μεσογειακά δάση εμφανίζουν τεράστια ετερογένεια στις μορφές και τη σύνθεση. Πρέπει κάθε μέτρο να εξειδικεύεται από τα τοπικά δασαρχεία βάσει συγκεκριμένου σχεδίου και με μεγάλη περίσκεψη στις επεμβάσεις και φυσικά ισχυρή και εκ του σύνεγγυς παρακολούθηση. Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο η βλάστηση αλλά και οι άλλες μορφές ζωής που συναποτελούν τη δασοβιοκοινότητα. Τα δάση δεν είναι κήπος και τίποτε σ’ αυτά δεν αποτελεί ζιζάνιο για να αφαιρεθεί. Ας αποφύγουμε τα ολισθήματα γνωστού δημοσιογράφου που θεωρεί ότι τα παρθένα δάση δεν τα χρειαζόμαστε. Το ότι η ύπαιθρος χώρα έχει ερημώσει από τους κατοίκους της, δεν τον απασχολεί. Μας θλίβει βαθύτατα και απορώ που η Δασική Υπηρεσία δεν έβγαλε μια ανακοίνωση διαμαρτυρίας, ακόμη και το συνδικαλιστικό μας όργανο.
Τέλος, επειδή δεν υπάρχει σχεδόν καμία εμπειρία στη διαχείριση τέτοιων δασών, προτείνω να γίνει ένα διεθνές συνέδριο από όλες τις μεσογειακές χώρες, όπου θα αναπτυχθούν επιστημονικές απόψεις σύγχρονης διαχείρισης και καλές πρακτικές εφικτές στην εφαρμογή και στην ιδιομορφία που παρουσιάζει η χώρα μας και το μέτρο να αποσυρθεί προς το παρόν. Η σπουδή της εφαρμογής γεννά πλήθος άλλων ερωτηματικών εκτός της προχειρότητας. Από το να αφήνονται ερωτήματα διασπάθισης δημοσίου χρήματος είναι προτιμότερο να υπάρξει ορθολογικός σχεδιασμός.
Οκτώβριος, 2024