Μπόκαρης Νικόλαος
Δασολόγος -Περιβαλλοντολόγος


Ευχαριστώ για την πρόσκληση .

Εγώ από την πλευρά μου θα αναπτύξω ένα πιο ειδικό θέμα, αυτό της αντιμετώπισης των λαθρουλοτομιών.

Το θέμα της παράνομης υλοτομίας, τα αίτια για την έκταση που έχει πάρει και τα προβλήματα που δημιουργεί στη διοίκηση, αλλά και από την άλλη πλευρά οι τρόποι ή οι πολιτικές που πρέπει να εφαρμόσουμε άμεσα για να μειωθεί ή να εξαλειφθεί, είναι θέματα που έχουν ιδιαίτερη σημασία για όλους και κυρίως για τους δασολόγους που καλούμαστε στην πράξη να αντιμετωπίσουμε ένα φαινόμενο που την φετινή χρονιά πήρε ανεξέλεγκτες και ανησυχητικές διαστάσεις .
Θα συμφωνήσουμε όλοι νομίζω ότι, η οικονομική κρίση είναι η βάση του προβλήματος που συζητάμε (δηλαδή της ανάγκης θέρμανσης των κατοικιών με ότι αυτό σημαίνει) και η αιτία για τη σημερινή κατάσταση, η οποία έχει ιδίως κοινωνικά και περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά. Μια κατάσταση η οποία δεν προκαλεί μόνο επιβάρυνση των περιβαλλοντικών δεικτών στις πόλεις, με τη συγκέντρωση μικροσωματιδίων και λοιπών ρύπων, αλλά ουσιαστικά μεταθέτει το πρόβλημα της θέρμανσης των κατοικιών, στα δασικά οικοσυστήματα, ασκώντας μεγάλη πίεση σε αυτά και με προφανές αποτέλεσμα, αυτά να αποψιλώνονται, ανεξέλεγκτα και ληστρικά, από οργανωμένες, ή και μη, ομάδες συμφερόντων, ακόμα και από απλούς πολίτες. Ουσιαστικά συζητάμε για ένα πρόβλημα πολιτικής που μετατρέπεται στην πράξη σε περιβαλλοντικό με όλη τη διάσταση και τη σημασία της λέξης αυτής.
Θα ήθελα λοιπόν να αναφερθώ στις πραγματικές συνθήκες (όπως τις αντιλαμβανόμαστε εμείς) που έδωσαν αυτή τη διάσταση στο πρόβλημα των λαθροϋλοτομιών.
Είναι γνωστό ότι μεγάλο μέρος των αναγκών θέρμανσης των κατοίκων της υπαίθρου χώρας και κυρίως των ορεινών περιοχών, καλύπτεται (η μάλλον δε έπαψε ποτέ να καλύπτεται) παραδοσιακά με τη χρήση καυσόξυλων, (παράλληλα ασφαλώς με τη χρήση πετρελαίου).
Επίσης είναι γνωστό ότι κατ αντιστοιχία οι κάτοικοι των αστικών κέντρων είχαν συνδέσει μονοσήμαντα αυτές τις ανάγκες (θερμανσης) με τη χρήση του πετρελαίου και πολύ πρόσφατα (αλλα αρκετά περιορισμένα) με τη χρήση φυσικού αερίου. Η χρήση καυσοξύλων στις αστικές περιοχές (κατα τη γνώμη μου αποκλειστικά για τα τζάκια) συνδέθηκε με την άνοδο του επιπέδου διαβίωσης στα αστικά κέντρα και ιδίως στις νεότερες συνοικίες, που αναπτύχθηκαν μετα τη δεκαετία του 1990, χωρίς ποτέ τα καυσόξυλα στις περιοχές αυτές να αποτελέσουν τη βασική επιλογή για τη θέρμανση των κατοικιών τους .
Με βάση τα παραπάνω (δηλαδή στα πλαίσια της οικονομική κυρίως κατάστασης που επικρατούσε) είχε αποκατασταθεί ένα επίπεδο ισορροπίας ανάμεσα στη χρήση καυσοξύλων – συνεπώς στην πίεση για την παραγωγή και διακίνησή τους – στις αγροτικές και παραδασόβιες περιοχές , όπως και αντίστοιχη ισορροπία στη ζήτηση καυσοξύλων και την εμπορία τους στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Η ισοροπημένη προσφορά και ζήτηση καυσόξυλων καλυπτόταν τόσο από την εγχώρια αγορά (δασική παραγωγή, ξύλα ατομικών αναγκών κλπ) όσο και με φτηνές εισαγωγές καυσόξυλων και σε αυτό το επίπεδο ασκούσε και το Κράτος ένα ρυθμιστικό ρόλο. (διάθεση καυσόξυλων για ατομικές ανάγκες κλπ- επιβάρυνση προϋπολογισμού –σταδιακή μείωση από 23 σε 7 εκ € ) .
Κύριο επίσης αρακτηριστικό αυτής της σταθερής μέχρι πρότινος αγοράς των καυσίμων θέρμανσης, ήταν και η ισορροπία που είχε διαμορφωθεί (στη χρήση τους) με βάση τις τεχνολογικές προτάσεις τις υποδομές (τζάκια) καθώς και τις υπάρχουσες συσκευές θέρμανσης. Ουσιαστικά το χαμηλό (συγκριτικά) κόστος προμήθειας του πετρελαίου και η ευκολία αποθήκευση- χρήσης του, οδήγησε στην επικράτησή του (και δικαιολογημένα κατά την άποψή μου), παραμερίζοντας σε μεγάλο ποσοστό το ξύλο αλλά και τη χρήση περισσότερων φιλικών στο περιβάλλον τεχνολογιών.
Η σχέση αυτή τα τελευταία χρόνια λόγω της οικονομικής κρίσης και των δυσβάστακτων για την ελληνική κοινωνία μέτρων δημοσιονομικού χαρακτήρα έχει αλλάξει και έχει οδηγήσει τους φτωχούς πλέον κατοίκους των ορεινών περιοχών αλλά και την πλειονότητα των κατοίκων των πόλεων, ανάλογα με τη δυνατότητα και τον τρόπο όπο οργάνωσης της κατοικίας τους (δυνατότητα χρήσης τζακιού ή ξυλόσομπας), να αποκλείσουν ή να περιορίσουν τη χρήση του ακριβού πιά πετρελάιου, να στραφούν στην ηλεκτρική ενέργεια με τη χρήση συσκευών θέρμανσης και βέβαια όσοι μπορούν να χρησιμοποιήσουν ξύλα (δηλαδή αυτοί που διαθέτουν τζάκια ή ξυλόσομπες) να αναζητούν υπερδιπλάσιες ποσότητες για την κάλυψη των αναγκών τους και συνεπώς να συμβάλλουν στην κατακόρυφη αύξηση της πίεσης που δέχονται τα δασικά οικοσυστήματα.
Συνεπώς το πρόβλημα που συζητάμε είναι κατεξοχήν πολιτικό και οικονομικό και συνδέεται με την κατάσταση που έχει περιέλθει η ελληνική κοινωνία, με τα μέτρα που λαμβάνονται και έχουν οδηγήσει σε απόγνωση τον ελληνικό λαό. Όσο συνεχίζεται αυτή η κατάσταση (κα τα εμένα, οικονομικής και κοινωνικής εξαθλίωσης) και όσο δυσχεραίνεται η δυνατότητα των κατοίκων των ορεινών περιοχών και των πόλεων, να ικανοποιήσουν βασικές βιοτικές τους ανάγκες, το πρόβλημα θα επιτείνεται, δυστυχώς και αυτή τη φορά σε βάρος των δασών του φυσικού περιβάλλοντος και τελικά της εθνικής μας οικονομίας (δεδομένης της απώλειας εσόδων εξαιτίας της λαθρουλοτομίας και της παράνομης διακίνησης και εμπορίας των προιόντωνς αυτής).
Συζητάμε λοιπόν για ένα νέο και πολύ σοβαρό πρόβλημα, το οποίο δυστυχώς αφορά σε όλη την έκταση της επικράτειας. Το πρόβλημα δεν περιορίζεται από κοινωνικής πλευράς στην κατηγορία των φτωχότερων πολιτών ούτε εμφανίζεται περιστασιακά μόνο σε κάποια γεωγραφικά διαμερίσματα, αλλά επεκτείνεται σε όλη τη χώρα και αφορά και σε φαινόμενα παράνομης υλοτομίας και διακίνησης καυσόξυλων που γίνεται από οργανωμένα τοπικά ή και υπερτοπικά συμφέρονται, που γνωρίζοντας την εγγενή αδυναμία του Κράτους να προστατέψει τη δημόσια περιουσία , προσβλέποντας στο εύκολο κέρδος που εξασφαλίζει η αυξημένη ζήτηση καυσόξυλων από τα μεγάλα αστικά κέντρα, καταφεύγουν στην παράνομη δραστηριότητα, η οποία και μόνο, κατά την άποψή μου θα πρέπει να αποτελέσει την κεντρικό σημείο για την οριοθέτηση του προβλήματος και πρωτεύοντα στόχο των κατασταλτικών ενεργειών απο πλευράς του Κράτους .

Κυρίες και κύριοι
Η προσέγγιση που κάνουμε στην Π.Ε.Δ.Δ.Υ για το πρόβλημα της δασοπροστασίας συνεπώς και της λαθρουλοτομίας, στηρίζεται σε ένα βασικό για εμάς αξίωμα, που αφορά στο διοικητικό ρόλο της Δασικής Υπηρεσίας, ως υπηρεσίας που από το Σύνταγμα και τους νόμους, ασκεί τη δασοπολιτική επιτήρηση στα δάση μας.
Η παραδοχή αυτή συνδέεται (ρητορικά και ουσιαστικά) με την υπόθεση « τι ακριβώς κράτος θέλουμε, πώς αυτό θα οργανώνεται και τι αρμοδιότητες πρέπει να ασκεί» .
Συνδέοντας αυτή την παραδοχή με το θέμα της συζήτησης, μπορούμε να πούμε ότι αν και το κύριο και θεμελιώδες έργο της Δασικής Υπηρεσίας είναι η αειφορική διαχείριση των δασών, όμως στη βάση της οργάνωσης της δασοπονίας με σύγχρονο τρόπο (δηλαδή με βάση τα κοινωνικά- οικονομικά και τεχνικά της χαρακτηριστικά) βρίσκεται η υποχρέωση οργάνωσης της δασικής διοίκησης, χωρίς την οποία κανένα είδος ή σύστημα διαχείρισης και προστασίας είναι δυνατόν να εφαρμοστεί με επιτυχία.
Συνεπώς η οργάνωση της δασικής διοίκησης (δασικής Υπηρεσίας) πρέπει να προηγηθεί (ή τουλάχιστον να συμβαδίσε)ι με τις υπόλοιπες παριβαλλοντικές προτεραιότητες που θέτουμε σαν κράτος. Είτε ομιλούμε για την υλοποίηση στόχων δασικής πολιτικής στο δάσος που διαχειριζόμαστε, είτε ομιλούμε για την δασοπονία γενικότερα (που συνδέεται με το οικονομικό όφελος του Κράτους και τη λεγόμενη κοινωφέλεια) είτε ομιλούμε όπως και στη σημερινή περίπτωση για την ενεργειακή πολιτική και αναζητούμε εναλλακτικούς τρόπους να καλύψουμε βασικές ανάγκες θέρμανσης, δεν αρκεί να θεσπίσουμε κίνητρα, αλλα επιβάλλεται να λάβουμε μέτρα και να προστατέψουμε αυτό που ήδη έχουμε και πλέον κινδυνεύει.
Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και η διακομματική επιτροπή της βουλής στο πόρισμα της για τη δασοπροστασία που προτείνει το Φορέα Δασοπροστασίας (βλέπετε σχετικό πόρισμα) αλλά όπως γνωρίζετε οι περισσότεροι, έμμεινε στα χαρτιά και είναι ένα θέμα που κατά τη γνώμη μου πρέπει να το ξαναδούμε, επικαιροποιώντας και εξορθολογώντας τους άξονες πολιτικής που πρότεινε η διακομματική επιτροπή της Βουλής για τα δάση, με βάση και τα σημερινά δεδομένα.
Ένα δεύτερο σημείο που θα ήθελα να εστιάσω είναι η οριζόντια έκταση του φαινομένου των λαθροϋλοτομιών σε όλη τη χώρα, (από οργανωμένες και μη ομάδες και φυσικά πρόσωπα), δηλαδή θα ήθελα να αναφερθώ στο μέγεθος του συζητούμενου προβλήματος και την πραγματική δυσκολία αντιμετώπισης του. Στο πλαίσιο αυτό θα ήθελα να θέσω υπόψη σας ότι η χώρα σε επίπεδο εφαρμογής της πολιτικής, έχει χωριστεί σε 102 υπηρεσιακές μονάδες (τα δασαρχεία) τα οποία ασκούν τα καθήκοντα δασοπολιτικής επιτήρησης και δασοπροστασίας, που απορρέουν ευθέως απο την συνταγματική υποχρέωση της πολιετίας να προστατεύσει ή ίδια το φυσικό μας πλούτο (ο οποίος στη χώρα μας σε πολύ μεγάλο ποσοστό είναι και δημόσια περιουσία) . Ουσιαστικά αν κάνετε μια απλή αναγωγή απο τη συνολική έκταση της Χώρας (132 χιλ.τετρ.χιλιόμετρα) στην στην έκταση που εποπτεύει κάθε μονάδα θα δείτε ότι είναι πρακτικά αδύνατο να παραχθεί ουσιαστικός έλεγχος λόγω του μεγέθους της έκτασης που αντιστοιχεί σε κάθε μία (1300 τ.χλμ) και του δύσκολου γεωαναγλύφου και της ανάπτυξης των οικισμών (μίξη χρήσεων γης) .
Δηλαδή, δε συζητάμε γενικά για μια θεωρητική επιχειρησιακή άσκηση στο γραφείο αλλά για μια πραγματική μάχη με το χρόνο, την κλίμακα των μεγεθών και ασφαλώς με την έλλειψη περιβαλλοντικής παιδείας στους πολίτες. Συζητάμε, αν μου επιτρέπετε, ακόμα και για την ατομική απόγνωση που μπορεί να νοιώθει ο κάθε παραβάτης που δεν μπορεί να προσφέρει το στοιχειώδες στην οικογένειά του. Αυτά τα δεδομένα επιβάλλουν την υποχρέωση για μια περισσότερο φιλική στον πολίτη της υπαίθρου δασική πολιτική (διάθεση ξύλων σε χαμηλές τιμές – κάτι που γίνεται), την ανάγκη περισσότερο συστηματικής οργάνωσης του κρατικού μηχανισμού και την παρουσία του μέσα στο δάσος και βέβαια το άνοιγμα της συνεργασίας ανάμεσα στους εμπεκόμενους φορείς και τους ενεργούς πολίτες.
Στη βάση αυτή και πέρα απο τα μέτρα γενικώτερης πολιτικής στον τομέα της ενέργειας, τα οποία θα τα αναλύσουν οι υπόλοιποι προσκεκλημένοι σας, θα ήθελα να καταθέσω κάποιες προτάσεις που αφορούν αυστηρά τη δασοπροστασία , ως ακολούθως:
Μέτρα πρόληψης /περιορισμού:
1. Λειτουργία των Δασικών Υπηρεσιών επί 16ώρου βάσεως όλες τις μέρες της εβδομάδας (εφαρμόστηκε για πρώτη φορά το τρέχον έτος ).
2. Λήψη νομοθετικών και διοικητικών μέτρων για τη διασφάλιση της λειτουργίας των Υπηρεσιών και την ασφάλεια του προσωπικού που εμπλέκεται στην πάταξη του φαινομένου (εξαίρεση από περιορισμούς σε καύσιμα, εκτός έδρας μετακινήσεις υποστήριξη εργασιών πεδίου και προστασία απο επιθέσεις) .
3. Προώθηση ειδικών και στοχευμένων προγραμμάτων για τις λαθροϋλοτομίες με χρηματοδότηση από το Πράσινο Ταμείο (εκτός προϋπολογισμού)
4. Εξοπλισμός Δασικών Υπηρεσιών – Οργάνωση προσωπικού – Στολές για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των ελέγχων.
5. Λήψη πρόσθετων νομοθετικών μέτρων σε συνεργασία με το Υπουργείο Δικαιοσύνης και το υπουργείο Οικονομικών για τη δίωξη των σχετικών παραβάσεων, τη διαμόρφωση ποινών που να εφαρμόζονται άμεσα ώστε να περιοριστεί το φαινόμενο και να διευκολυνθούν οι οικονομικοί έλεγχοι στην ασκούμενη εμπορία (ενδεικτικά θα μπορούσε να αναφερθούν)
6. Συνεργασία με λοιπούς φορείς για την οργάνωση μικτών περιπόλων (Αστυνομία, Οικονομικές υπηρεσίες, συνοριοφύλακες κλπ) για την από κοινού άσκηση, κατά αρμοδιότητα, ελέγχων (πχ ο έλεγχος στις εμπορικές επιχειρήσεις είναι αρμοδιότητα του ΣΔΟΕ ενώ η άσκηση ελέγχων στον τόπο του αδικήματος αρμοδιότητα των δασικών Υπηρεσιών)
7. Εκπόνηση προγραμμάτων ενημέρωσης :
α. Δημιουργία χώρου στην ιστοσελίδα του ΥΠΕΚΑ με τίτλο «καταγγελίες πολιτών» στο πρότυπο που λειτουργεί ήδη το ΣΔΟΕ
β. Ενημέρωση με ανακοίνωση στον ηλεκτρονικού και έντυπου τύπου για το πρόβλημα και τη δυνατότητα άμεσων καταγγελιών στο τετραψήφιο 1591.
γ. Διαφημιστικό σποτ.
8. Συνεργασία των περιφερειακών δασικών υπηρεσιών με τους ΟΤΑ (Τοπικές Κοινότητες) και την ΕΛΑΣ για ενημέρωση των τοπικών κοινωνιών, των Δασικών Συνεταιρισμών και των εμπόρων ξυλείας και καυσόξυλων- Αξιοποίηση εθελοντισμού.
9. Λήψη διοικητικών μέτρων για τον περιορισμό του προβλήματος σε ορεινές περιοχές, με την έκδοση Δασικών Αστυνομικών Διατάξεων (στα πλαίσια του δασικού κώδικα) όπου θα επιτρέπεται η συγκομιδή και η διάθεση καυσοξύλων από επιλεγμένες συστάδες, σε κατοίκους μειονεκτικών- ορεινών περιοχών με την εποπτεία και επίβλεψη των οικείων δασικών Υπηρεσιών (διαδικασία που ήδη εφαρμόζεται στη βόρεια Ελλάδα.)
10. Τέλος θα ήθελα να κλείσω, τονίζοντας ότι μπροστά μας έχουμε ένα άμεσο πρόβλημα. ‘Όσα μέτρα και αν ληφθούν στην κατεύθυνση της καταστολής του φαινομένου των λαθροϋλοτομιών, εκτιμώ ότι θα έχουν σχετική αποτελεσματικότητα. Η πολιτεία θα επιβαρύνεται με έξοδα για τη λειτουργία του μηχανισμού πρόληψης αλλά χωρίς αντίστοιχη αποτελεσματικότητα. Νομίζω ότι πρέπει να εστιάσουμε στην αιτία που δημιούργησε και γιγάντωσε το πρόβλημα (υπό οποιαδήποτε διάσταση του) και δεν είναι άλλη από την πολιτική στα καύσιμα και η εξίσωση των τιμών πετρελαίου προς τα πάνω, η οποία και πρέπει να αναθεωρηθεί.