Η ΠΕΔΔΥ απο κοινού με την ΕΕΔΔΥ (Δασοπόνοι)εξέδωσαν ανακοίνωση με αφφορμή την εφαρμογή του νόμου για την αυτοδίκαιη θέση σε αργία συναδέλφων που ειχαν πειθαρχικές εκκρεμότητες.
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
Το τελευταίο χρονικό διάστημα, μετά την ψήφιση του ν. 4093/2012 «έγκριση μεσοπρόθεσμου πλαισιου… κλπ» , βλέπουμε να εκδίδονται αθρόα πράξεις της διοίκησης που θέτουν αυτοδίκαια σε αργία συναδέλφους που έχουν παραπεμφθεί στο αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο για ορισμένες κατηγορίες παραπτωμάτων .
Το πόσο δίκαια μπορούμε να προσεγγίσουμε αυτό το θέμα, κάτω από τις παρούσες συνθήκες και αν μπορούμε να το αξιολογήσουμε στην πραγματική του διάσταση, με το φόβο πάντα να κατηγορηθούμε για συντεχνιασμό ή πρόθεση συγκάλυψης, είναι ένα μεγάλο ερώτημα, προς το οποίο οι Ενώσεις μας έχουν την υποχρέωση να τοποθετηθούν και να απαντήσουν.
Ασφαλώς κανένας εργαζόμενος και καμιά συνδικαλιστική οργάνωση δε ζητά την ατιμωρησία ή την κάλυψη φαινομένων που συνδέονται με πειθαρχικές παραβάσεις. Αυτή η αυτονόητη τοποθέτηση όμως, προϋποθέτει την τήρηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από τους κανόνες δικαίου και το ισχύον συνταγματικό πλαίσιο στη χώρα μας και δεν μπορεί να εφαρμόζεται οριζόντια για κάθε πειθαρχική εκκρεμότητα.
Με τα ισχύοντα σήμερα, ακόμη και η παραπομπή ενός υπαλλήλου στο πειθαρχικό συμβούλιο για ορισμένα παραπτώματα, ενεργοποιεί τη διάταξη σύμφωνα με την οποία ο υπάλληλος «τίθεται αυτοδίκαια σε αργία». Η ποινή αυτή αρχίζει από την κοινοποίηση στον υπάλληλο του παραπεμπτηρίου εγγράφου και λήγει με την έκδοση πρωτοβάθμιας πειθαρχικής απόφασης που τον απαλλάσσει ή του επιβάλλει ποινή διαφορετική από την οριστική ή προσωρινή παύση.
Ουσιαστικά με όσα προβλέπονται στο ν. 4093/2012 οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι δυνατόν να τεθούν σε αργία, χωρίς να απολογηθούν ίσως και χωρίς να έχουν καμιά ενημέρωση και βέβαια μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης τους από το πειθαρχικό (μερικοί μήνες στην καλύτερη περίπτωση) θα υφίστανται συνέπειες, ενδεχομένως δυσανάλογες με τα αδικήματα για τα οποία κατηγορούνται.
Η παραπάνω πειθαρχική διαδικασία είναι βέβαιο ότι πάσχει ηθικά, νομικά και διοικητικά καθώς οι δημόσιοι υπάλληλοι θα τίθενται στο βαρύτατο μέτρο της αυτοδίκαιης αργίας (με όλες τις ηθικές και οικονομικές συνέπειες που προκαλεί) χωρίς την απολογία τους ή την προγενέστερη ακρόασή τους, γεγονός που αντίκειται ευθέως στο άρθρο 20, παρ. 2 του Συντάγματος της Ελλάδας, που ορίζει ότι «το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου ισχύει και για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο που λαμβάνεται σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του».
Πόσο δίκαιο είναι με μια «πειθαρχική διαδικασία» να καταργούμε το τεκμήριο της αθωότητας και να αρνούμαστε σαν κοινωνία το δικαίωμα της υπεράσπισης ή να επιβάλλουμε αυστηρά διοικητικά μέτρα χωρίς την απολογία ή την προγενέστερη ακρόαση του κατηγορούμενου ;
Μπορούμε να παραβλέπουμε ότι τα παραπάνω βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, αλλά και με το άρθρο 108, παρ. 1 και 2, εδ. στ΄ του ίδιου του Υπαλληλικού Κώδικα ;
Μπορούμε με την εφαρμογή «δρακόντειων» μέτρων όπως είναι η αυτοδίκαιη αργία να καταργούμε την αρχή της αναλογικότητας. Πώς είναι δυνατόν ένας δημόσιος υπάλληλος που δεν τήρησε το ωράριο του ή δεν κατάλαβε ότι έπρεπε να αναρτήσει μια ατομική διοικητική πράξη στη «Διαύγεια» να υφίσταται τις ίδιες βαριές διοικητικές συνέπειες με εκείνον τον δημόσιο υπάλληλο που υπεξαίρεσε χρηματικά ποσά ή «επέτρεψε» την οικοπεδοποίηση της δάσους ή διέπραξε φόνο.
Οι Ενώσεις μας, εκπροσωπώντας τους εργαζόμενους σε ένα ιδιαίτερα νευραλγικό τομέα, που η προστασία του δημοσίου συμφέροντος τους φέρνει σε αντιπαράθεση με ομάδες συμφερόντων, θεωρούν ότι η εφαρμογή αυτών των μέτρων θα οδηγήσει σε πλήρες αδιέξοδο και τους ίδιους, που δε θα τολμούν με το φόβο της όποιας παραπομπής τους, να προασπίσουν το δημόσιο συμφέρον και τη διοίκηση που θα γίνει περισσότερο αναποτελεσματική.
Τα μέλη των Ενώσεων μας (Δασολόγοι και οι Δασοπόνοι), διενεργούν καθημερινά καθήκοντα και ελέγχους που σχετίζονται με την προστασία της δημόσιας περιουσίας, του φυσικού περιβάλλοντος και του δημόσιου συμφέροντος εν γένει.
Είναι βέβαιο ότι οι ελεγχόμενοι (φυσικά ή νομικά πρόσωπα) έχουν σημαντικά οικονομικά συμφέροντα, που πολλές φορές, συχνά κατά παράβαση και της κείμενης νομοθεσίας, έρχονται σε αντίθεση με την έννοια του δημοσίου συμφέροντος το οποίο έχουν υποχρέωση να προασπίσουν τα μέλη μας. Δυστυχώς δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που οι «θιγόμενοι», στρέφονται διοικητικά ή δικαστικά κατά των Δασικών Υπαλλήλων, είτε για να ακυρώσουν τελικά τις δυσμενείς για αυτούς διοικητικές πράξεις, είτε για να τύχουν ευνοϊκότερης μεταχείρισης μέσω του εκφοβισμού των υπαλλήλων, είτε ακόμη και για λόγους εκδίκησης.
Η δημιουργία «φοβισμένων» δημοσίων λειτουργών που δε θα τολμούν να προασπίσουν το δημόσιο συμφέρον απέναντι σε οργανωμένα συμφέροντα, προφανώς δεν μπορεί να είναι στις επιδιώξεις του Νομοθέτη.
Αντίστοιχα η υποχρέωση να λειτουργήσει σύγχρονα και αποτελεσματικά ο κρατικός μηχανισμός και να παταχθούν τα όποια φαινόμενα διαφθοράς, είναι μεγάλα ζητήματα, τα οποία όμως δεν μπορούν να συνυπάρξουν σε ένα ευνομούμενο κράτος, με την καταστρατήγηση συνταγματικών και ατομικών δικαιωμάτων ή με την καταρράκωση της αξιοπρέπειας των εργαζομένων .
Το καθήκον για την αποκατάσταση αυτών των στρεβλώσεων ανήκει στην Κυβέρνηση αλλά και τη Βουλή που πρέπει να αντιληφθούν τη διάσταση του προβλήματος και να οριοθετήσουν άμεσα και με σαφήνεια το εύρος εφαρμογής των διατάξεων αυτών, αποκαθιστώντας με δίκαιο τρόπο και για τους υπαλλήλους αλλά και για την ελληνική διοίκηση ένα αξιόπιστο και εφαρμόσιμο πειθαρχικό δίκαιο .
ΤΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ