Αθήνα 12/12/2010
Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Σ Η
Η Πανελλήνια Ένωση Δασολόγων Δημοσίων Υπαλλήλων (Π.Ε.Δ.Δ.Υ), από το έτος 1975 και μετά, αντιτάχθηκε, με κάθε συνδικαλιστικό και πολιτικό τρόπο, σε όλες τις προσπάθειες που ξεκινούσαν από τις εκάστοτε κυβερνήσεις να ψηφιστούν νόμοι με αντιδασικό περιεχόμενο (Ν.998/79, Ν. 1734/1987, Ν. 2742/1999 για τους φορείς διαχείρισης, αναθεώρηση του άρθρου 24 του Συντάγματος το 2001, Ν. 3147/2003, Ν. 3208/2003, την αποτυχημένη απόπειρα αναθεώρησης εκ νέου των άρθρων 24 και 117 του Συντάγματος το 2004 κλπ ). Ακόμη και πρόσφατα καταθέσαμε ολοκληρωμένες προτάσεις για τη βελτίωση των διατάξεων των νόμων Ν. 3818/2010 και 3889/2010 που έφερε για ψήφιση στη Βουλή η σημερινή Κυβέρνηση και αντιταχτήκαμε σε όσες ρυθμίσεις θεωρήσαμε ότι είχαν αντιδασικό περιεχόμενο.
Αυτή η διαχρονική στάση, μας έφερε πολλές φορές σε αντιπαράθεση με τις εκάστοτε Κυβερνήσεις που επιχειρούσαν είτε με αποσπασματικό, είτε με φωτογραφικό τρόπο να ψηφίσουν διατάξεις νόμων που στην πραγματικότητα μείωναν τη δασική προστασία και είχαν καταστροφικά αποτελέσματα για τα δασικά οικοσυστήματα. Ήταν επόμενο οι διατάξεις αυτές που δεν ήταν εναρμονισμένες με τα άρθρα 24 και 117 του Συντάγματος να μην εφαρμοστούν ποτέ, λόγω των προσφυγών που ασκούνταν στο Συμβούλιο της Επικρατείας, από διάφορους φορείς.
Είναι γνωστό επίσης ότι παρά το ότι ο δασικός χώρος, θεωρείται κατά τεκμήριο δημόσια περιουσία και κοινό αγαθό, όμως αποτελεί στόχο για τα κάθε λογής συμφέροντα που αποσκοπούν στην αλλαγή χρήσης τους, είτε για την αξίωση ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, είτε για την (εντός ή εκτός εισαγωγικών), αξιοποίησή τους.
Για το λόγο αυτό και μόνο θα έπρεπε μια ευνομούμενη Πολιτεία να είχε οργανώσει με αποτελεσματικό τρόπο τις αρμόδιες για τη δασοπροστασία δημόσιες υπηρεσίες και να είχε θωρακίσει νομικά τη δημόσια περιουσία, κάτι που δυστυχώς σήμερα δεν συμβαίνει. Αντίθετα το νομικό πλαίσιο για τη δασοπροστασία, όπως έχει διαμορφωθεί διαχρονικά με σειρά νόμων ή αποσπασματικών διατάξεων, χρειάζεται πλήρη αναμόρφωση. Ακόμη και η τελευταία θεσμική παρέμβαση της κυβέρνησης (Ν. 3818/2010) δεν προχώρησε σε μια ολοκληρωμένη προσέγγιση του ορισμού του δάσους αλλά αντίθετα κατήργησε αποσπασματικά τα ποσοτικά κριτήρια για το χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως δάσος ή δασικής και δεν έθιξε τις υπόλοιπες αντιδασικές διατάξεις του Ν. 3208/2003 ή του Ν.3147/2003 για τις οποίες οι επιστημονικοί, συνδικαλιστικοί και κοινωνικοί φορείς, αλλά και το ΣτΕ έχουν εκφράσει επιφυλάξεις για τη συνταγματικότητά τους και ουσιαστικά τις έχουν καταδικάσει .
Παρά το ότι τα προαναφερόμενα είναι γνωστά σε όλους, και αποτελούν συνιστώσες του λεγόμενου ¨δασικού προβλήματος¨, η πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΚΑ, αντί να ρυθμίσει νομοθετικά το ζήτημα, συνεχίζοντας την ίδια πολιτική και με πρόχειρο τρόπο, προχώρησε σχεδόν ένα χρόνο μετά, σε έκδοση «εγκυκλίου» για τον προσδιορισμό των παραπάνω κρίσιμων ποσοτικών κριτηρίων, διαψεύδοντας τις δικές της δεσμεύσεις, ενώπιον μάλιστα της Ελληνικής Βουλής, (όταν στις 26.01.10 δήλωνε ότι εντός έξι (6) μηνών με νόμο θα κατοχύρωνε με ολοκληρωμένο και αυστηρότερο ορισμό την έννοια του δάσους). Με την εγκύκλιο αυτή, σε δύο παραγράφους είκοσι σειρών, ουσιαστικά με μια πρόχειρη συρραφή προτάσεων, επαναλαμβάνεται η διατύπωση της προϊσχύουσας (για το νόμο 998/79) εγκυκλίου του έτους 1980, αγνοώντας (;) ότι το Σύνταγμα από το έτος 2001 έχει αλλάξει και με την ερμηνευτική δήλωση που έχει συμπεριλάβει για τον ορισμό του δάσους και των δασικών εκτάσεων, έχουν διαφοροποιηθεί και τα κριτήρια που πρέπει να πληρούνται για το χαρακτηρισμό των εκτάσεων. Συνεπώς η όποια σύνδεση με προϊσχύουσες εγκυκλίους ή ο καθορισμός με απομονωμένους αριθμούς της αναγκαίας επιφάνειας του εδάφους και του κατώτατου ποσοστού δασοκάλυψης προκειμένου να έχει μια έκταση δασικό χαρακτήρα, (όπως γίνεται με την εγκύκλιο που εκδόθηκε) μάλλον περισσότερη σύγχυση θα δημιουργήσει στις Δασικές Υπηρεσίες.
Για την Ένωση μας είναι ακατανόητες οι νομικές ελλείψεις της εγκυκλίου αυτής και κυρίως το ότι δεν αναφέρεται καμιά εξουσιοδοτική διάταξη που να εξασφαλίζει τη νομιμοποιητική της βάση.
Συνεπώς είναι άμεση η ανάγκη ρύθμισης του θέματος με διάταξη νόμου η οποία θα περιλαμβάνει όλα τα υπόλοιπα επιστημονικά και τεχνικά στοιχεία για τη διάκριση των δασών και δασικών εκτάσεων και τα χαρακτηριστικά που καθορίζουν τις σχέσεις αλληλεξάρτησης και αλληλοεπίδρασης τους για τη δημιουργία δασοβιοκοινότητας, όπως ρητά ορίζει το Σύνταγμα.
Ασφαλώς επίσης δεν είναι στις προθέσεις μας και δε συνάδει με το συνδικαλιστικό μας ρόλο η διόρθωση λαθών ή η συμπλήρωση των παραλήψεων της εγκυκλίου αυτής, κάτι που είναι κύρια και άμεση αρμοδιότητα του νομικού τμήματος της Δ/νσης Προστασίας.
Οφείλουμε όμως να στιγματίσουμε συνδικαλιστικά το γεγονός ότι επιχειρείται με ατελείς, επιστημονικά και διοικητικά, διατυπώσεις, αφού πετάχτηκε στο καλάθι των αχρήστων η υπηρεσιακή εισήγηση, να καθοριστούν τα κριτήρια για το χαρακτηρισμό των εκτάσεων.
Είναι βέβαιο ότι θα οδηγηθούμε σε νέο αδιέξοδο. Η ένωσή μας θεωρεί ότι έχει προ πολλού ξεπεραστεί κάθε κρίσιμο όριο στα θέματα προστασίας των δασικών οικοσυστημάτων.
Αυτό θα το διαπιστώνουμε σαν κοινωνία είτε με αφορμή τις καταστροφικές δασικές πυρκαγιές, είτε με τη συστηματική αλλαγή χρήσης των δασών για αμφιλεγόμενους ¨αναπτυξιακούς σκοπούς¨ ακόμη και με τις αποδασώσεις που συμβάλουν στην κλιματική αλλαγή και στην απερήμωση.
Είναι άμεση πλέον η ανάγκη να αλλάξει η εφαρμοζόμενη δασική πολιτική, που ανεξαρτήτως προθέσεων οδηγεί στην αλλαγή χρήσης των δασικών οικοσυστημάτων και στη διάλυση της Δασικής Υπηρεσίας και να ενισχυθεί θεσμικά το πλαίσιο δασοπροστασίας, όχι με εγκυκλίους ή οδηγίες, στη λογική του ¨fast truck¨, αλλά με διατάξεις που θα έχουν ουσιαστική επιστημονική τεκμηρίωση και θα μπορούν να εφαρμοστούν από τους δασολόγους της πράξης.
ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Νικόλαος Μπόκαρης Γιάννης Γρίβας
Εγγραφείτε για να μαθένετε νέα μας