Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης
Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας
Πανελλήνια Ένωση Δασολόγων Δημοσίων Υπαλλήλων
Επιστημονική Εταιρεία Διοικητικής Δικαιοσύνης
Επιστημονική Διημερίδα
«Το άρθρο 24 του Συντάγματος και το ενδεχόμενο αναθεώρησης του»
Παρασκευή 9 Μαρτίου 2007 – Θεσσαλονίκη
«Αναθεώρηση των άρθρων 24 και 117 του Συντάγματος:
Η πιο σοβαρή, αλλά όχι η μοναδική απειλή για τα δάση».
Μάρτιος 2007
Βασίλης Πετρέλης
Δασολόγος
«Αναθεώρηση των άρθρων 24 και 117 του Συντάγματος:
Η πιο σοβαρή, αλλά όχι η μοναδική απειλή για τα δάση».
Το Νοέμβριο του 2003, σε αντίστοιχη διημερίδα στη Θεσσαλονίκη με αφορμή το τότε νομοσχέδιο και κατόπιν Ν. 3208/2003 για την «προστασία» των δασικών οικοσυστημάτων, αστειευόμενος και υπερβάλλοντας όπως νόμιζα τότε, είχα πει ότι «ο επόμενος νόμος για τα δάση θα έχει ένα μόνο άρθρο το οποίο θα λέει: στην Ελλάδα δεν υπάρχουν δάση και δασικές εκτάσεις». Φαίνεται όμως ότι η πραγματικότητα ξεπερνάει κάποιες φορές τη φαντασία. Σήμερα είναι σε εξέλιξη προσπάθεια η τότε υπερβολή να υλοποιηθεί όχι μέσω οποιουδήποτε νόμου αλλά του ίδιου του καταστατικού χάρτη της χώρας, του Συντάγματος.
Ιστορικό.
Αμέσως μετά την ισχύ του Συντάγματος του 1975 στο οποίο περιλήφθηκαν πρωτοπόρες για την εποχή τους διατάξεις για την προστασία των δασικών οικοσυστημάτων (άρθρα 24 και 117), ξεκίνησαν οι προσπάθειες για την ανατροπή τους. Η πρώτη προσπάθεια έγινε με το Ν. 998/1979 με τον οποίο περίπου 15 εκατομμύρια στρέμματα χορτολιβαδικών εκτάσεων αποδεσμεύτηκαν από την προστασία της δασικής νομοθεσίας και άλλαξαν χρήση. Η επόμενη προσπάθεια έγινε με το Ν. 1734/1987, γνωστό ως νόμος για τα βοσκοτόπια, στον οποίο έγινε προσπάθεια αφαίρεσης της Συνταγματικής προστασίας από 40 περίπου εκατομμύρια στρέμματα δασικών εκτάσεων, μέσω της μετονομασίας τους σε βοσκότοπους. «Βάφτισαν» δηλαδή τη χρήση σε χαρακτήρα προκειμένου να διευκολυνθεί η μεταβολή του προορισμού τους. Η προσπάθεια αυτή απέτυχε διότι οι βασικές διατάξεις του νόμου κρίθηκαν αντισυνταγματικές από το Σ.τ.Ε. Για το λόγο αυτό η επόμενη προσπάθεια ήταν να αλλάξει το περιεχόμενο του άρθρου 24 κατά τη Συνταγματική αναθεώρηση του 2001. Συνέχεια της αναθεώρησης αυτής ήταν ο Ν. 3208/2003 για την «προστασία» των δασικών οικοσυστημάτων. Για τις συνέπειες των δύο τελευταίων προσπαθειών θα μιλήσουμε παρακάτω.
Η ουσία όλων των αλλαγών μετά το 1975 κατατείνει στη διευκόλυνση της μεταβολής του προορισμού των δασών και δασικών εκτάσεων και στην εισαγωγή τους στο χρηματιστήριο της γης.
Αναμφισβήτητα κορυφαία στιγμή σε όλες τις παραπάνω προσπάθειες αποτελεί η σε εξέλιξη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος.
Πρόταση αναθεώρησης των άρθρων 24 και 117 του Συντάγματος.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της πρότασης αναθεώρησης των άρθρων 24 και 117 ο λόγος για τον οποίο είναι επιβεβλημένη η αναθεώρηση είναι γιατί «
Παράλληλα τόσο πριν από το έτος 2001 όσο και μετά η νομολογία
είχε οδηγηθεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, σε ανελαστικές παραδοχές σε ότι αφορά τις δασικές εκτάσεις, που παραγνώριζαν πραγματικές καταστάσεις διαμορφωμένες εδώ και δεκαετίες, μη εξυπηρετώντας πάντοτε το δημόσιο συμφέρον με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και καταλήγοντας συχνά σε ανεπιεικείς λύσεις. Για τους λόγους αυτούς χρειάζεται μια διορθωτικού χαρακτήρα παρέμβαση στα άρθρα 24 και 117 παρ. 3 και 4 του Συντάγματος
».
Είναι προφανές ότι η μέχρι σήμερα πάγια νομολογία του Σ.τ.Ε το οποίο ερμηνεύοντας σωστά την έννοια του δημοσίου συμφέροντος και σεβόμενο την ανάγκη προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος έβαλε φραγμό στις κατά καιρούς προσπάθειες εμπορευματοποίησης της δασικής γης. Δεν είναι τυχαίο εξ άλλου ότι παράλληλα μέσω της αναθεωρητικής διαδικασίας γίνεται απόπειρα να αφαιρεθεί από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο η αρμοδιότητα ελέγχου της Συνταγματικότητας των νόμων (πρόταση αναθεώρησης του άρθρου 100 του Συντάγματος Συνταγματικό Δικαστήριο).
Τα βασικά σημεία της πρότασης είναι τα εξής:
1.- Από την αιτιολογική έκθεση: «
προτείνεται κατά πρώτον, η περαιτέρω προστασία εκτάσεων, εφ όσον αυτές ήταν αναμφισβήτητα δάση ή δασικές εκτάσεις κατά την 11η Ιουνίου 1975
»
Παρατηρήσεις:
– Η περαιτέρω προστασία δεν προκύπτει σε καμία από τις προτάσεις, μάλλον το αντίθετο.
– Με την πρόταση αυτή νομιμοποιούνται συνταγματικά όλες οι προ του έτους 1975 παράνομες εκχερσώσεις δασών και δασικών εκτάσεων με παράλληλη κατάργηση των δικαιωμάτων του δημοσίου στις εκτάσεις αυτές, αφού δεν θα ισχύει το μαχητό υπέρ του δημοσίου τεκμήριο κυριότητας. Σημειώνουμε ότι τα δάση, εκτός από πολύτιμα φυσικά οικοσυστήματα, αποτελούν και το βασικό κορμό της ελληνικής δημοσίας κτήσεως. Αυτό οφείλεται στον τρόπο περιελεύσεώς τους στο νέο ελληνικό κράτος με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, όχι διά καταβολής αποζημιώσεως στον Σουλτάνο, αλλά «πολεμικώς και δημευτικώς», δηλαδή όχι ως ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου αλλά ευθύς εξαρχής ως δημόσια κτήση.
– Πρέπει να τονιστεί επίσης ότι, όπως πολύ καλά γνωρίζουν και οι συντάκτες της αιτιολογικής έκθεσης, δεν υπάρχει αεροφωτογράφιση που να καλύπτει όλη τη χώρα κατά τη χρονολογία αυτή. Κατά συνέπεια τρία ενδεχόμενα μπορεί να συμβούν:
α) Να χρησιμοποιηθεί η κοντινότερη μεταγενέστερη αεροφωτογράφιση, ανάλογα με την περιοχή, γεγονός που σημαίνει ότι θα χρησιμοποιούνται διαφορετικά κάθε φορά κριτήρια για το χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως δάσους ή δασικής.
β) Να χρησιμοποιηθεί η πρώτη μετά το 1975 αεροφωτογράφιση που καλύπτει όλη τη χώρα και η οποία πραγματοποιήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1990 ή το χειρότερο
γ) Να χρησιμοποιηθούν ως κριτήριο χαρακτηρισμού μιας έκτασης ως δάσους ή δασικής και άλλα αποδεικτικά στοιχεία, όπως π.χ. μαρτυρικές καταθέσεις ή βεβαιώσεις Κοινοταρχών ή Δημάρχων, για την αντικειμενικότητα των οποίων έχουμε ήδη τραυματικές εμπειρίες από την εφαρμογή των διαδικασιών του άρθρου 67 του Ν. 998/1979 για τις αναγνωρίσεις δασωθέντων αγρών.
2.- Από την αιτιολογική έκθεση: «
Κάνοντας την επιβαλλομένη και με βάση την αρχή της αναλογίας διάκριση μεταξύ δασών και δασικών εκτάσεων προτείνουμε, προκειμένου για τις δασικές εκτάσεις, υπαγωγή κατά περιοριστικό τρόπο, στην ίδια ρύθμιση και των περιπτώσεων χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού της χώρας, ώστε σε όλες αυτές τις περιπτώσεις να θεωρείται δεδομένη η συνδρομή δημοσίου συμφέροντος και να επιτρέπεται η μεταβολή του προορισμού των δασικών εκτάσεων
»
Παρατηρήσεις:
– Παρά την ριζικά αντίθετη νομολογία και μάλλον με σκοπό να την ανατρέψει, η πρόταση εντάσσει τον χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό στους λόγους εθνικού συμφέροντος που επιτρέπουν τη μεταβολή του προορισμού των δασικών εκτάσεων εισάγοντας παράλληλα σαφή συνταγματική διάκριση των εκτάσεων αυτών από τα δάση.
– Στη δασική οικολογία δεν υφίσταται η έννοια της δασικής έκτασης διότι τα δάση, οι δασικές, καθώς και οι γυμνές εντός αυτών εκτάσεις θεωρούνται ενιαία οικοσυστήματα που έχουν την ίδια ανάγκη προστασίας και υπόκεινται στους ίδιους κανόνες διαχείρισης. Στη δασική νομοθεσία (από το Νόμο ΑΧΝ/1888 έως το Ν.Δ. 86/1969 Περί Δασικού Κώδικος) δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ δασών και δασικών εκτάσεων. Για πρώτη φορά στο Ν. 998/79 περί προστασίας δασών εισάγεται ο αυθαίρετος νομικός όρος «δασικές εκτάσεις» προκειμένου να στηρίξει κυρίως τις επιτρεπτές επεμβάσεις του ΣΤ΄ Κεφαλαίου του νόμου αυτού. Κατά την αναθεώρηση του άρθρου 24 του Συντάγματος κατά το 2001, συμπεριλήφθηκε ερμηνευτική δήλωση με τους ορισμούς του δάσους και της δασικής έκτασης. Παρά τη γενική εντύπωση ότι ήταν θετικό και υπέρ της προστασίας των δασών το γεγονός ότι συμπεριλήφθηκε η ερμηνευτική αυτή δήλωση, κατά την άποψη μου είχε δύο πολύ αρνητικά σημεία:
α) Με την προσθήκη της φράσης «
πάνω στην αναγκαία επιφάνεια
» στον ορισμό που είχε υιοθετήσει το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, για πρώτη φορά και μάλιστα στο Σύνταγμα, περιλήφθηκαν ποσοτικά κριτήρια στον ορισμό του δάσους και της δασικής έκτασης. Αυτό άνοιξε το δρόμο για να ψηφιστεί επίσης για πρώτη φορά νόμος για τα δάση (Ν. 3208/2003), στον οποίο τα κριτήρια για το χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως δάσους ή δασικής είναι κυρίως ποσοτικά.
β) Για πρώτη φορά επίσης στο Σύνταγμα έγινε σαφής διάκριση μεταξύ των εννοιών του δάσους και της δασικής έκτασης.
3.- Από την αιτιολογική έκθεση: «
Επισημαίνεται ότι οι προτεινόμενες αυτές ρυθμίσεις συνάδουν και με την αρχή της αειφορίας ή της βιώσιμης ανάπτυξης (ο δεύτερος μάλιστα όρος χρησιμοποιείται διεθνώς και πρέπει να προκριθεί έναντι του πρώτου)
Η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης επιβάλλει μεν τη διαφύλαξη του φυσικού περιβάλλοντος και για τις ερχόμενες γενεές, χωρίς όμως και να αποκλείει την αξιοποίηση του, δηλαδή τη λήψη εκείνων των μέτρων που είναι σε κάθε περίπτωση αναγκαία για την περαιτέρω ανάπτυξη, ιδίως οικονομική, της παρούσας γενεάς. Δηλαδή όχι μόνο δεν απαγορεύεται η αξιοποίηση του περιβάλλοντος αλλά αντιθέτως, εν όψει της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης και των άρθρων 5 παράγραφος1, 17 και 106 παράγραφος 1 του Συντάγματος αυτή επιβάλλεται
Προς αυτή, λοιπόν, την κατεύθυνση προτείνεται να αναθεωρηθούν τα άρθρα 24 παράγραφος 1 εδάφιο ε΄ και 2, η ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 24 και το άρθρο 117 παράγραφοι 3 και 4 του Συντάγματος».
Παρατηρήσεις:
Για το σημείο αυτό των προτάσεων δεν χρειάζεται κάποια ιδιαίτερη ανάλυση. Οι συντάκτες της αιτιολογικής έκθεσης αναλύουν σαφώς την άποψη τους για την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης. Εξάλειψη κάθε μέτρου προστασίας των δασικών οικοσυστημάτων και του φυσικού περιβάλλοντος, στο όνομα της πρόσκαιρης οικονομικής ανάπτυξης και μάλιστα με κυρίαρχο μοχλό τα ιδιωτικά συμφέροντα.
Σήμερα μετά τις τελευταίες εξελίξεις (αποχώρηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης από την αναθεωρητική διαδικασία), στις οποίες συνέβαλε και η αποφασιστική στάση του φιλοδασικού κινήματος (περιβαλλοντικές οργανώσεις, Ενώσεις Δικαστών του Σ.τ.Ε και της Διοικητικής Δικαιοσύνης γενικότερα, έγκριτοι νομικοί επιστήμονες, Ενώσεις Δασολόγων, ΓΕΩΤΕΕ., ΤΕΕ., ΓΕΣΕΕ., ΑΔΕΔΥ, ΟΛΜΕ, πολιτικά Κόμματα πλην του Κυβερνητικού, αλλά και πολλοί ευαισθητοποιημένοι πολίτες), φαίνεται να απομακρύνεται η άμεση απειλή της αναθεώρησης. Βέβαια η εμπειρία διδάσκει ότι δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο δυσάρεστων εκπλήξεων όσο το θέμα παραμένει ανοιχτό και τα συμφέροντα πιέζουν.
Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να είμαστε ήσυχοι και να αισιοδοξούμε;
Μάλλον πρέπει να ανησυχούμε περισσότερο, γιατί ενώ έχουμε την εντύπωση ότι αποκρούσαμε την απειλή, δυστυχώς, κατά τη γνώμη μου, αυτή είναι ήδη εντός των τειχών και έχει ονοματεπώνυμο. Λέγεται Συνταγματική αναθεώρηση του 2001 και Ν. 3208/2003.
Συνταγματική αναθεώρηση του 2001 και Ν. 3208/2003.
Υπάρχει μια διάχυτη εντύπωση στο φιλοδασικό κίνημα ότι παρά τις προσπάθειες που έγιναν το 2001 από τους κρατούντες, τελικά απετράπησαν τα χειρότερα και μάλιστα θεωρείται θετικό το γεγονός ότι στο αναθεωρημένο άρθρο 24 συμπεριλήφθηκε η ερμηνευτική δήλωση με τον ορισμό του δάσους και της δασικής έκτασης.
Κατά τη γνώμη μου δεν έχουν ακριβώς έτσι τα πράγματα.
Όπως ανέφερα και παραπάνω κατά την άποψη μου είχε δύο πολύ αρνητικά σημεία:
α) Με την προσθήκη της φράσης «
πάνω στην αναγκαία επιφάνεια
» στον ορισμό που είχε υιοθετήσει το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, για πρώτη φορά και μάλιστα στο Σύνταγμα, περιλήφθηκαν ποσοτικά κριτήρια στον ορισμό του δάσους και της δασικής έκτασης. Αυτό άνοιξε το δρόμο για να ψηφιστεί επίσης για πρώτη φορά νόμος για τα δάση (Ν. 3208/2003), στον οποίο τα κριτήρια για το χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως δάσους ή δασικής είναι κυρίως ποσοτικά.
β) Για πρώτη φορά επίσης στο Σύνταγμα έγινε σαφής διάκριση μεταξύ των εννοιών του δάσους και της δασικής έκτασης.
Στ άρθρο 1 του εκτελεστικού νόμου εκείνης της αναθεώρησης (Ν. 3208/2003) τα κριτήρια για το χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως δάσους ή δασικής είναι κυρίως ποσοτικά.
Συγκεκριμένα:
α) Το ποσοστό εδαφοκάλυψης, για το χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως δάσους ή δασικής, από 15% που είχε οριστεί ενδεικτικά στην ερμηνευτική εγκύκλιο του Ν. 998/1979, ορίστηκε στο 25%. Αυτό σημαίνει ότι αδιευκρίνιστο ακόμα ποσοστό, αλλά οπωσδήποτε μεγάλο, εκτάσεων που μέχρι τότε θεωρούνταν δασικές, αποδεσμεύονται πλέον από τη συνταγματική προστασία, με πρόσθετη συνέπεια να μην ισχύει γι αυτές ούτε το μαχητό υπέρ του Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας.
β) Τα ίδια ισχύουν και με την απαλοιφή των «άβατων κλιτύων των ορέων» που δεν φέρουν δασική βλάστηση από τις εκτάσεις που θεωρούνται δασικές, όπως ίσχυε σε όλη τη δασική νομοθεσία από συστάσεως του Ελληνικού κράτους.
γ) Μικρότερα ποσοστά εκτάσεων όχι όμως υποδεέστερα από οικολογική άποψη αποδεσμεύονται με τα υπόλοιπα ποσοτικά κριτήρια που βάζει ο νόμος.
Με δεδομένο ότι με το νόμο δασικές εκτάσεις θεωρούνται πλέον όσες έχουν εδαφοκάλυψη από 25% – 30% (οι πάνω από 30% θεωρούνται δάση όπως και πριν), είναι κατανοητό ότι σε κάθε περίπτωση έχουμε μια δραματική μείωση των εκτάσεων που θεωρούνται δασικές σε σχέση με το παρελθόν.
Για να κατανοηθεί το μέγεθος του προβλήματος πρέπει να τονιστεί ότι η εκτίμηση ότι με την προτεινόμενη πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος 30 ή 40 ή και 50 εκατομμύρια στρέμματα δασικών εκτάσεων θα αποδεσμευτούν από τη Συνταγματική προστασία, γίνεται όχι σε σύγκριση με τον ισχύοντα Ν. 3208/2003, αλλά με τον προϊσχύσαντα 998/1979. Δυστυχώς στην πλειονότητα τους αυτές οι εκτάσεις είναι εν δυνάμει ήδη εκτός συνταγματικής προστασίας και μαχητού υπέρ του Δημοσίου τεκμηρίου κυριότητας με το ισχύοντα νόμο.
Είναι πολλές ακόμη οι αρνητικές για τα δάση και τις δασικές εκτάσεις διατάξεις του νόμου αυτού. Από τη μέχρι σήμερα εμπειρία εφαρμογής του προκύπτει ότι σχεδόν στο σύνολο τους οι διατάξεις του κρύβουν αρνητικές εκπλήξεις. Κατά τη γνώμη μου είναι ο πιο μελετημένος αντιδασικός νόμος που έχει ισχύσει μέχρι σήμερα.
Για λόγους συντομίας θα αναφερθώ μόνο στις διατάξεις που αφορούν τις αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί με τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, σε εφαρμογή του Ν. 248/1976 για το Δασικό Κτηματολόγιο (άρθρο 10 παρ. 1 εδαφ Ιθ΄ και 21 παρ. 10). Τα Ειρηνοδικεία και τα Πολυμελή Πρωτοδικεία που εκδίκασαν τις αντιρρήσεις των ιδιωτών κατά του περιεχομένου των Δασικών Κτηματικών Χαρτών, στην πλειοψηφία τους έκριναν ευνοϊκά προς τους ιδιώτες και για να ξεπεράσουν το εμπόδιο του υπέρ του Δημοσίου τεκμηρίου κυριότητας, είτε στο σκεπτικό είτε στο διατακτικό των αποφάσεων τους ανέτρεπαν τον χαρακτηρισμό των εκτάσεων ως δασικών. Με πολλές αποφάσεις το Σ.τ.Ε. εγκαίρως είχε αποφανθεί ότι τα παραπάνω δικαστήρια αναρμοδίως έκριναν το χαρακτηρισμό των εκτάσεων ως δασικών διότι το θέμα αυτό υπόκειται στην κρίση του ακυρωτικού δικαστή. Με βάση τις παραπάνω αποφάσεις, οι δασικές υπηρεσίες σε περιπτώσεις που οι δικαστικές αποφάσεις ανέτρεπαν το χαρακτηρισμό των δασικών κτηματικών χαρτών, προέβαιναν σε χαρακτηρισμό των εκτάσεων σύμφωνα με τις διαδικασίες του άρθρου 14 του Ν. 998/1979. Όπως είναι φυσικό στις περισσότερες περιπτώσεις συνέβαινε το αυτονόητο: τα δάση χαρακτηρίζονταν δάση. Οι παραπάνω αναφερόμενες διατάξεις του Ν.3208/2003, ανατρέποντας τη νομολογία, καθιστούν απρόσβλητους από κάθε όργανο προβλεπόμενο στη δασική νομοθεσία τους «αποχαρακτηρισμούς» που πραγματοποιήθηκαν μέσω των δικαστικών αποφάσεων με το Ν. 248/1976 για το δασικό κτηματολόγιο. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα των συνεπειών των παραπάνω διατάξεων είναι η περίπτωση του Χορτιάτη Θεσσαλονίκης, για τον οποίο έχουν εκδοθεί δύο αμετάκλητες αποφάσεις σε εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 248/1976 για συνολική έκταση 23.500 στρεμμάτων, με τις οποίες κρίνεται ότι τα δάση καστανιάς και πεύκης που υπάρχουν εκεί είναι μη δασικές εκτάσεις. Φαίνεται ότι οι συντάκτες του Ν. 3208/2003 πίστευαν ότι εάν οι διατάξεις του δεν συμφωνούν με την πραγματικότητα, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα.
Είναι προφανές νομίζω ότι με το Ν. 3208/2003 μειώθηκαν κατά πολύ οι εκτάσεις που θεωρούνται δάση ή δασικές (κυρίως οι δεύτερες) και κατά συνέπεια αυτές για τις οποίες ισχύει το υπέρ του Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας.
Είναι γνωστό ότι σήμερα εκκρεμούν στο Σ.τ.Ε. αιτήσεις ακύρωσης του ΓΕΩΤΕΕ και της ΠΕΔΔΥ που ουσιαστικά αφορούν τη συνταγματικότητα ή μη του άρθρου 1 του παραπάνω νόμου το οποίο περιέχει τα κριτήρια για το χαρακτηρισμό των εκτάσεων ως δασών ή δασικών. Είναι επίσης προφανής η σπουδαιότητα της απόφασης του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Σε περίπτωση που κριθεί ότι το άρθρο 1 του νόμου δεν παραβιάζει το Σύνταγμα, πέρα από τις καταστροφικές για τα δάση και δασικές εκτάσεις αλλά και τα δικαιώματα του Δημοσίου συνέπειες που περιγράψαμε παραπάνω, τότε θα ανοίξει ο δρόμος σε μελλοντική δυσμενέστερη για τα δάση αναπροσαρμογή των ποσοτικών κριτηρίων (π.χ. η εδαφοκάλυψη από 25% για τις δασικές και 30% για τα δάση να γίνει 40% για τις δασικές και 50% για τα δάση ή ακόμη περισσότερο). Το σίγουρο είναι ότι και ένας τέτοιος ενδεχόμενος μελλοντικά νόμος θα έχει τίτλο «Προστασία των δασικών οικοσυστημάτων» και οι πολλές διατάξεις του θα φροντίζουν για την αντιμετώπιση πλήθους «κοινωνικών προβλημάτων» και την οικονομική ανάπτυξη.
Επίλογος
Όλα τα παραπάνω μας υποχρεώνουν να συνειδητοποιήσουμε όλοι το χρέος που έχουμε να αγωνιστούμε με όλες μας τις δυνάμεις για να προστατέψουμε τα δασικά οικοσυστήματα από κάθε επιβουλή που χρησιμοποιεί ως προφάσεις τα κοινωνικά προβλήματα και την οικονομική ανάπτυξη ενώ στην ουσία αποσκοπεί στην εμπορευματοποίηση της δασικής γης και την εξυπηρέτηση των ιδιωτικών συμφερόντων σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος.
Γιατί στο κάτω – κάτω το περιβάλλον δεν μας ανήκει το έχουμε δανειστεί από τα παιδιά μας.
Βασίλης Πετρέλης
Εγγραφείτε για να μαθένετε νέα μας