« Η απουσία δασολογίου και χωροταξικού σχεδιασμού και η εκτός σχεδίου δόμηση: Η πραγματική απειλή για τα δάση».
________________________________________________
Ι. Συνήθως αναφερόμαστε στην προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων στη χώρα μας κατ επίκληση των συνταγματικών διατάξεων των άρθρων 24 και 117§3, που πράγματι υπήρξαν πρωτοποριακές διατάξεις στο χρόνο που θεσπίσθηκαν (1975). Παραγνωρίζουμε όμως έτσι ότι οι συνταγματικές διατάξεις αποτύπωσαν, επί το αυστηρότερο είναι αλήθεια, διατάξεις της δασικής νομοθεσίας , όπως είχαν ερμηνευθεί νομολογιακά, τις οποίες περιέβαλαν με το κύρος του καταστατικού χάρτη. Συγκεκριμένα, η δασική νομοθεσία απαγόρευε ανέκαθεν τη μεταβολή του προορισμού των δασών και των δασικών εκτάσεων, ανεχόμενη μόνο δραστηριότητες που δεν οδηγούσαν σε αλλοίωση της μορφής τους, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων δημοσίου συμφέροντος.
ΙΙ. Οι παραχωρήσεις δασών και δασικών εκτάσεων, όπως και η κατάτμηση αυτών, επιτρεπόταν τότε μόνο, όταν εξυπηρετείτο η (δασολογική/δασοπονική) εκμετάλλευση. Παροχή άδειας κατατμήσεως επί σκοπώ οικοπεδοποιήσεως του δάσους αντέκειτο, όπως κρίθηκε, ευθέως στη διάταξη του δασικού νόμου. (ΣτΕ 1046/1966, 2708/1977, 1826/1979, 285/1993). Για τον ίδιο λόγο κρίθηκε ότι ήταν δικαιολογημένη η ανάκληση παραχωρητηρίων ή αδειών κατατμήσεως και μετά πάροδο μακρού χρονικού διαστήματος, αδιαφόρως και προς την πραγματική κατάσταση που έχει στο μεταξύ δημιουργηθεί, ενόψει του λόγου δημοσίου συμφέροντος που συνιστά η προστασία του δάσους (ΣτΕ 285/1993).
Όπως επίσης είχε κριθεί, υπό το προ του Συντάγματος του 1975 καθεστώς, η κτηνοτροφική αποκατάσταση με την παραχώρηση δασικών εκτάσεων, ήταν επιτρεπτή, διότι δεν οδηγούσε σε εκχέρσωση, απόπλυση του εδάφους που θα επέφερε αλλοίωση της μορφής της δασικής εκτάσεως. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων της δασικής νομοθεσίας και του νδ/τος του 1923 περί σχεδίων πόλεων, η νομολογία συνήγαγε ότι δεν είναι δυνατόν να υπαχθούν σε σχέδιο πόλεως δασικές εκτάσεις, διότι τούτο θα συνεπήγετο την εκχέρσωση και εν γένει τη μερική ή εξ ολοκλήρου καταστροφή του δάσους, απαγορευομένη από το Δασικό Κώδικα (ΣτΕ 1184/1973 Ολομ.). Με την απόφαση αυτή κρίθηκε νόμιμη η άρνηση του Υπουργού Δημοσίων Έργων να κινήσει, στα πλαίσια της επί πολεοδομικών θεμάτων αρμοδιότητάς τους, τη διαδικασία επεκτάσεως του σχεδίου πόλεως σε δασική περιοχή (πευκοτεμάχιο), στην οποία επιτρεπόταν μόνο η ρητινοσυλλογή.
Σε άλλη περίπτωση κρίθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 5§6 ΝΔ 866/1971, που επιτρέπει την κτήση δασικών εκτάσεων από οικοδομικούς συνεταιρισμούς, με μόνη προϋπόθεση τη χορήγηση βεβαίωσης από τις δασικές αρχές ότι οι εκτάσεις δεν διεκδικούνται από το δημόσιο και ότι δεν συντρέχει περίπτωση διατηρήσεως της εκτάσεως ως δασικής, είναι αντίθετη στο άρθρο 24§1 του Συντάγματος, κατά το μέρος που επιτρέπει την αλλοίωση της μορφής ιδιωτικών δασών και δασικών εκτάσεων σε απεριόριστο βαθμό, που μπορεί να επιφέρει και την ολοσχερή καταστροφή τους. Ακυρώθηκε προεδρικό διάταγμα, με το οποίο έγινε επέκταση του ρυμοτομικού σχεδίου επί εκτάσεως που έχει χαρακτηρισθεί ως δασική και φέρεται ανήκουσα στον ΑΟΟΑ (ΣτΕ 3754/1981 Ολομ., 2196/1982).
Με τη διάταξη του άρθρου 24§1 του Συντάγματος 1975 ανατέθηκε στον κοινό νομοθέτη να θεσπίσει τις αναγκαίες ρυθμίσεις για την προστασία δασών και δασικών εκτάσεων, ενώ επιβλήθηκε ευθέως ο κανόνας απαγόρευσης μεταβολής του προορισμού τους, παρασχέθηκε δε στο νομοθέτη η δυνατότητα να επιτρέψει μόνον κατ εξαίρεση την αλλοίωση της μορφής των δασών και των δασικών εκτάσεων για λόγους δημοσίας ωφέλειας, αφού εκτιμηθούν οι επιπτώσεις της αλλοιώσεως στο φυσικό περιβάλλον, η σημασία της διαφυλάξεως των εκτάσεων με δασική βλάστηση συγκριτικά με τη σημασία που έχει ο σκοπός, στον οποίο αποβλέπει η σχετική επέμβαση, καθώς και με τον τρόπο, με το οποίο ο σκοπός αυτός θα μπορούσε ενδεχομένως να επιτευχθεί χωρίς καταστροφή δασικής βλαστήσεως, και μόνον αν ο σκοπός δεν μπορεί να εκπληρωθεί με άλλον τρόπο που, έστω και δαπανηρότερος, δεν θα έθιγε την υπάρχουσα στην έκταση δασική βλάστηση (ΣτΕ 2763/2006, 2089/2004, 1986/2002, 3395/2001).
Όπως κρίθηκε (ΠΕ 502/1977), με αφορμή διάταξη του Δασικού Κώδικα του 1969 που επέτρεπε την άρση αναδασώσεων, οι σχετικές διατάξεις θεωρείται πλέον ότι ατόνησαν, πρέπει δε να εκδοθεί ο ειδικός για την προστασία των δασών νόμος, ενόψει του διαμορφωθέντος νέου προστατευτικού των δασών συνταγματικού καθεστώτος, να συγκεκριμενοποιήσει τη ρήτρα περί του δημοσίου συμφέροντος, να απαριθμήσει ειδικά τις περιπτώσεις που επιτρέπεται η κάμψη του απαγορευτικού κανόνα και να καθορίσει τα αρμόδια κρατικά όργανα που θα διαπιστώνουν την αδυναμία θεραπείας του ως άνω σκοπού με άλλο τρόπο, ώστε να αποφευχθεί, κατά το δυνατό, η καταστροφή του δάσους και των δασικών εκτάσεων. Το σχέδιο διατάγματος αφορούσε την άρση αναδασώσεως 500 στρεμμάτων δημόσιας δασικής έκτασης στη Νέα Ραιδεστό για την ανέγερση εγκαταστάσεων των υπηρεσιών της Αστυνομικής Διεύθυνσης Θεσσαλονίκης.
Ακολούθησε ο Ν. 998/1979, υπό την ισχύ του οποίου κρίθηκε σειρά ζητημάτων που ενδιαφέρουν τον προβληματισμό μας:
Κατ αρχήν κρίθηκε ότι το Σύνταγμα προστατεύοντας τα δάση και τις δασικές εκτάσεις, παραπέμπει στην επιστημονική έννοια των δασικών αυτών οικοσυστημάτων, προς την οποία υποχρεούται να συμμορφωθεί και ο νομοθέτης κατά την ειδικότερη οργάνωση της συνταγματικής προστασίας (ΣτΕ 2086/1995, ΑΕΔ 27/1999, τελικώς υιοθετήθηκε στη συνταγματική αναθεώρηση του 2001).
Σχετική και η νομολογία για τα ορεινά χορτολιβαδικά εδάφη (δηλ. τα υπεράνω των δασών), τα οποία η δασική νομοθεσία (ακόμη και ο Ν. 3208/2003) θεωρούσε ανέκαθεν ως υπαγόμενα στο καθεστώς προστασίας δασών και δασικών εκτάσεων και στα οποία εκδηλώνονται έντονες οικιστικές πιέσεις χειμερινής κατοικίας/τουρισμού (ΣτΕ 2959/2006 για το Κ. Βέρμιο).
Τα δάση και οι δασικές εκτάσεις υπάγονται, ανεξάρτητα από την ειδικότερη ονομασία τους ή τη θέση τους σε σχέση με οικιστικές περιοχές σε ιδιαίτερο προστατευτικό καθεστώς (ΣτΕ 2224/1993 Ολομ, 2778/1988 Ολομ).
Προκειμένου περί δημοσίων δασών ή δασικών εκτάσεων παρέχεται η ευχέρεια στον κοινό νομοθέτη να επιτρέπει επεμβάσεις που μεταβάλλουν ή αλλοιώνουν τον δασικό χαρακτήρα «αν προέχει για την εθνική οικονομία ή αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη της χρήση που την επιβάλει το δημόσιο συμφέρον», η συνδρομή του οποίου ελέγχεται από τον αρμόδιο δικαστή (ΣτΕ 2224/1993 Ολομ, 2778/1988 Ολομ, 3754/1981 Ολομ).
Τέτοιες επεμβάσεις προβλέπονται στα άρθρα 45 61 Ν. 998/1979. Η παραχώρηση δασικής έκτασης στον Αυτόνομο Οικοδομικό Οργανισμό Αξιωματικών (ΑΟΟΑ), κατ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 10 ΝΔ 2906/1954, για την εκπλήρωση των στεγαστικών αναγκών του, απαγορεύεται από τη διάταξη του άρθρου 49§2 Ν. 998/1979, σύμφωνη κατά τούτο με τη συνταγματική προστασία των δασών (ΣτΕ 2224/1993 Ολομ.).
Με το ίδιο σκεπτικό αντίθετες στο άρθρο 24 είναι και οι διατάξεις του άρθρου 50§§1 και 2 Ν. 998/1979, οι οποίες παρέχουν δυνατότητα σε οικοδομικούς συνεταιρισμούς οικιστικής ανάπτυξης ιδιωτικών δασικών εκτάσεων, κατόπιν αναγνώρισης αυτών ως οικιστικών περιοχών ή εντάξεώς τους σε οικιστική περιοχή, κατ εφαρμογή πολεοδομικών διατάξεων (ΣτΕ 3403/2001, βλ. και ΣτΕ 31/2002).
Απαγορεύεται η μεταβολή του προορισμού των δασών και των δασικών εκτάσεων, πλην αν συντρέχει όλως εξαιρετικός λόγος δημοσίου συμφέροντος, ήτοι ζωτική ανάγκη της εθνικής οικονομίας, προς ικανοποίηση της οποίας ως μόνο πρόσφορο μέσο παρίσταται η θυσία του απολύτως αναγκαίου προς τούτο τμήματος δάσους ή δασικής εκτάσεως (ΣτΕ 666/1994). Η ένταξη δασών και δασικών εκτάσεων εντός οικιστικής περιοχής, κατ εφαρμογή του άρθρου 49§3 Ν. 998/1979, δεν είναι δυνατή, διότι η διάταξη αυτή, κατά το μέρος που επιτρέπει υπό προϋποθέσεις τον χαρακτηρισμό ως οικιστικής περιοχής ιδιωτικού δάσους ή δασικής έκτασης και μεταβάλλει τον προορισμό τους χωρίς να συντρέχει λόγος εξ εκείνων που δικαιολογούν τη μεταβολή αυτή, είναι αντίθετη στο άρθρο 24§1 του Συντάγματος (ΣτΕ 666/1994). Ακυρώθηκε απόφαση περί εγκρίσεως γενικού πολεοδομικού σχεδίου του δήμου Κηφισιάς (ΣτΕ 666/1994).
Η ένταξη δασικών εκτάσεων σε σχέδιο πόλεως αποκλείεται (ΣτΕ 31/2002, 666/1994, 3754/1981).
Το αυτό ισχύει και για περιοχές που αποτελούν ενιαία αυτοτελή σύνολα τοπίου φυσικού και πολιτιστικού χαρακτήρα. Τούτοι διότι, τα ανωτέρω ενιαία και αυτοτελή συστήματα (σύνολα) τοπίου φυσικού και πολιτιστικού (ανθρωπογενούς) χαρακτήρα δεν μπορούν να γίνουν αντικείμενα πολεοδόμησης ούτε να ενταχθούν στον οικιστικό ιστό πόλεως μετατρεπόμενα σε χώρους αστικού πράσινου, γιατί η ένταξή των σε πολεοδομικό σχέδιο συνεπάγεται την κατάλυση της αναγκαίας για την διατήρησή των αυτοτέλειας και την αλλοίωση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και της εν γένει φυσιογνωμίας των, πράγμα που αντιτίθεται στη συνταγματική επιταγή του άρθρου 24. Ακυρώθηκε διάταγμα με το οποίο πολεοδομήθηκε περιοχή που περιλαμβάνει οικοσυστήματα ακτών, δάσους και λοιπής βλάστησης, σε συνδυασμό με το ιδιαίτερο αισθητικό κάλλος αυτών και των εκεί ευρισκομένων πολιτιστικών στοιχείων (ΣτΕ 2164/1994).
Από τις διατάξεις των άρθρων 24 παρ. 1 και 117 παρ. 4 του Συντάγματος, όπως ίσχυε πριν την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001, συνάγεται ότι η οικοπεδοποίηση και γενικότερα η χρησιμοποίηση για οικιστικούς σκοπούς ιδιωτικών η δημοσίων δασών, που συνεπάγεται εξάλειψη της δασικής μορφής τους, απαγορεύεται από το Σύνταγμα και ότι η οικιστική αξιοποίηση δεν συνιστά λόγο υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος που θα δικαιολογούσε κατ’ αρχήν τη μεταβολή του προορισμού του δάσους (ΣτΕ 2855/2003 Ολομ., 3745/2004, πρβλ 1675/99 Ολομ.). Η διάταξη του άρθρου 64§1 εδ. γ και δ και §6 εδάφιο τελευταίο του Ν. 998/1976, κατά το μέρος που παρέχει δυνατότητα οικιστικής αξιοποίησης δημοσίων και ιδιωτικών δασών από οικοδομικούς συνεταιρισμούς (οικοπεδοποίηση των εκτάσεων) και διανομή των οικοπέδων που θα προκύψουν στα μέλη τους, είναι αντίθετη στο άρθρο 24 του Συντάγματος (ΣτΕ 2855/2003, 2077/2004, βλ. και ΣτΕ 2277/2004).
Σχετική με το ζήτημα της εντάξεως δασικών εκτάσεων στο σχέδιο πόλεως είναι και η γνωστή νομολογία της Ολομέλειας του Δικαστηρίου για το χαρακτήρα του σχεδίου πόλεως ως γενικής ατομικής πράξεως, το κύρος της οποίας δεν μπορεί να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως. Έτσι, η αίτηση ακυρώσεως κατά οικοδομικής άδειας, άδειας κοπής δένδρων σε έκταση που ήταν δασική, είχε όμως ενταχθεί σε σχέδιο, καθώς και του διατάγματος επεκτάσεως του σχεδίου ρυμοτομίας του Δήμου απορρίφθηκε κατά το μέρος που αφορά το ως άνω διάταγμα, διότι κρίθηκε ότι, λόγω του χαρακτήρα του ως γενικής ατομικής πράξεως, συνδέεται με τη δημιουργία πραγματικών καταστάσεων και τη θεμελίωση εμπραγμάτων δικαιωμάτων και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν ισχύει, εάν δεν εκδοθεί αντίθετη πράξη της διοίκησης. Για την κάμψη της αρχής της αδυναμίας παρεμπίπτοντος ελέγχου των ρυμοτομικών σχεδίων απαιτείται νομοθετική πρόβλεψη, η οποία δεν μπορεί να συναχθεί από τις συνταγματικές διατάξεις προστασίας των δασών ή της δασικής νομοθεσίας (ΣτΕ 412/1993 Ολομ.). Η μειοψηφία, αντίθετα, υποστήριξε ότι το σχέδιο πόλεως, ως ατομική πράξη που έχει διαφύγει τον ακυρωτικό έλεγχο, δεν ελέγχεται παρεμπιπτόντως από της απόψεως της παραβάσεως της υφισταμένης, κακά τον χρόνο εκδόσεώς του, δασικής κλπ. νομοθεσίας, πλην όμως, εφ όσον το σχέδιο τούτο είναι δεκτικό πολλαπλών εφαρμογών με την έκδοση οικοδομικών αδειών, η επιγενομένως υπό του Συντάγματος, παρεχομένη εις τα δάση προστασία καθιστά το σχέδιο εφεξής ανεφάρμοστο ως προς εκείνα τα οικόπεδα τα οποία, κατά τον χρόνο ισχύος του Συντάγματος, φέρουν δασική βλάστηση. Επομένως, η άδεια οικοδομής επί δασικής εκτάσεως ελέγχεται ευθέως ως προς την τήρηση της συνταγματικής επιταγής. (
). Το Σύνταγμα θεσπίζει την προστασία των δασών χωρίς χρονικούς περιορισμούς και χωρίς σεβασμό πραγματικών καταστάσεων που δημιουργήθηκαν προ αυτού ως και την πλήρη απαγόρευση αλλαγής της μορφής εκμεταλλεύσεως δασικών εκτάσεων σε οικιστικές.
Τα αυτά έγιναν δεκτά και στην περίπτωση της ΖΕΠ περιοχής Ισενλή Χορτιάτη (ΣτΕ 2758/1994 Ολομ).
Αντίθετα, στην περίπτωση του καθορισμού ορίων ζωνών και όρων δομήσεως εκτάσεως του δάσους Ι.Μ. Σταυρονικήτα στην Κασσάνδρα Χαλκιδικής, το σχετικό διάταγμα θεωρήθηκε κανονιστικό, οπότε το κύρος του ελέγχεται παρεμπιπτόντως και κρίθηκε μη νόμιμο, διότι με αυτό επετράπη το πρώτον η δόμηση χωρίς να προηγηθεί η έκδοση ρυμοτομικού διατάγματος, σε περιοχή με δάσος χαλεπίου πεύκης, καθ υπέρβαση των διατάξεων του δ/τος 1923, αλλά και της δασικής νομοθεσίας που δεν επέτρεπαν την οικιστική αξιοποίηση δασών και δασικών εκτάσεων, διότι αυτό θα συνεπήγετο την εκχέρσωση και την καταστροφή του δάσους (ΣτΕ 533/2003, υπόθεση ΣΑΝΗ).
Στο ίδιο προστατευτικό καθεστώς υπάγονται και οι αναδασωτέες εκτάσεις είτε για την αναδημιουργία προϋπαρχούσης δασικής βλαστήσεως, είτε για τη δάσωση το πρώτον και δη ανεξαρτήτως αν η πράξη κηρύξεως της αναδασώσεως έχει εκδοθεί πριν ή μετά την ισχύ του Συντάγματος (ΣτΕ 2778/1988 Ολομ, 3479/1997). Ειδικότερα, όμως, σε περίπτωση καταστροφής ή αποψιλώσεως του δάσους ή της δασικής εκτάσεως από πυρκαϊά ή οποιαδήποτε άλλη αιτία, προερχομένη είτε από ανθρώπινη ενέργεια είτε από φυσικά αίτια, είναι υποχρεωτική η κήρυξη της καταστραφείσης ή αποψιλωθείσης εκτάσεως ως αναδασωτέας και αποκλείεται η διάθεση αυτής για άλλο σκοπό δημοσίου συμφέροντος που θα δικαιολογούσε κατά νόμο (έκτο κεφάλαιο Ν. 998/1979) επέμβαση στο δάσος πριν την καταστροφή του. Τέτοια επέμβαση επιτρέπεται στο άκρως απαραίτητο μέτρο μόνο μετά την πραγματοποίηση της αναδασώσεως και την ανάκτηση της δασικής μορφής της καταστραφείσης εκτάσεως, απογορεύομένης απολύτως τέτοιας επέμβασης προ της πραγματοποιήσεως του της αναδασώσεως. Η ερμηνεία αυτή, που στηρίζεται στην ειδική συνταγματική πρόνοια του άρθρου 117 παρ. 3 του Συντάγματος, εξασφαλίζει τις αποψιλούμενες εκτάσεις από τον κίνδυνο να διατίθενται για άλλο σκοπό ακριβώς λόγω της δημιουργηθείσης πραγματικής καταστάσεως. Ακυρώνεται απόφαση παραχώρησης δημόσιας δασικής έκτασης για δημιουργία σκοπευτηρίου.
Κατά την διάταξη του δευτέρου εδαφίου της §1 του άρθρου 38 Ν. 998/1979, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 117§3 του Συντάγματος υποχρέωση κηρύξεως ως αναδασωτέας καταστραφείσης δασικής εκτάσεως υφίσταται και για καταστραφέντα ή αποψιλωθέντα δάση και δασικές εκτάσεις ανεξαρτήτως του χρόνου καταστροφής ή αποψιλώσεώς τους, εφόσον μέχρι της 11ης Ιουνίου 1975 δεν είχαν χρησιμοποιηθεί για άλλο σκοπό, ώστε να καθίσταται αδύνατη η ανατροπή της καταστάσεως που έχει δημιουργηθεί από αυτή τη χρησιμοποίηση. Η διάταξη αυτή κατά το μέρος που εξαιρεί από την υποχρέωση αναδασώσεως εκτάσεις, οι οποίες είχαν παρανόμως χρησιμοποιηθεί πριν από την 11.6.1975, κατά τρόπο ώστε να καθίσταται αδύνατη η ανατροπή της δημιουργηθείσης πραγματικής καταστάσεως, έχει κριθεί (ΣτΕ 2126, 1316/2000, 2619/1982) ότι αντίκειται στην διάταξη του άρθρου 117§3 του Συντάγματος.
Αν όμως το δάσος ή οι δασικές εκτάσεις έχουν απωλέσει το δασικό τους χαρακτήρα όχι κατόπιν αυθαίρετης και παράνομης ανθρώπινης ενέργειας, αλλά για κάποια νόμιμη αιτία, τότε δεν είναι δυνατή η ανατροπή της νομίμως δημιουργηθείσης πραγματικής καταστάσεως και με αυτή την έννοια η διάταξη του άρθρου 38§1 δεν αντίκειται στην διάταξη του άρθρου 117§3 του Συντάγματος. Ως εκ τούτου εκτάσεις, οι οποίες νομίμως έχουν απωλέσει το δασικό τους χαρακτήρα πριν από την 11η Ιουνίου 1975, με βάση διοικητικές πράξεις, δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρισθούν, κατά τη διαδικασία του άρθρου 14 του ν. 998/1979, με πράξη του Δασάρχη ως δάση ή δασικές εκτάσεις (ΣτΕ 1573/2002 7μ, 2257/2002 7μ). Έγινε δεκτό ότι νομίμως χαρακτηρίσθηκε έκταση ως μη δασική, καθώς η διαπιστωθείσα ως υφιστάμενη πριν την 11-6-1975 κατάσταση της εκτάσεως δεν οφείλεται σε παράνομες πράξεις ή ενέργειες, αλλά δημιουργήθηκε επί τη βάσει διοικητικών πράξεων (αναγκαστική απαλλοτρίωση – μεταβολή εκτάσεως σε γήπεδο πριν το 1950, άδεια εγκαταστάσεως βιομηχανίας, άδεια ανέγερσης εργοστασίου, άδεια λειτουργίας εργοστασίου).
Δεν έγινε δεκτό, αντίθετα, ότι απολέσθηκε ο δασικός χαρακτήρας σε έκταση, όπου ασκείτο λατομική δραστηριότητα, η οποία έχει συγκεκριμένη χρονική διάρκεια και συνδέεται με υποχρέωση ανάπλασης του λατομικού χώρου μετά τη λήξη της δραστηριότητας αυτής, οπότε η χορήγηση αδειών επέμβασης συνεπάγεται μόνο προσωρινή δυνατότητα επέμβασης με υποχρέωση αποκατάστασης του δασικού χαρακτήρα των εκτάσεων, μετά την παύση της λειτουργίας του λατομείου. (ΣτΕ 2763/2006, κρίθηκε νόμιμη αναδάσωση για τα παλιά λατομεία της εταιρίας «Κέκρωψ» στο Ψυχικό).
ΙΙΙ. 1. Τόσο οι συνταγματικές διατάξεις, όσο και η δασική νομοθεσία διαχρονικά, όπως ερμηνεύθηκαν νομολογιακά, προστάτευαν τα δάση και τις δασικές εκτάσεις, ως οικοσυστήματα, από παράνομες μεταβολές, ιδίως δε από τις έντονες οικιστικές πιέσεις, που αποτελούν την κύρια απειλή για το περιβάλλον στη χώρα μας τα τελευταία 50 χρόνια.
2. Με την πρόταση αναθεώρησης επιδιώκεται η σύνδεση της μεταβολής του προορισμού των δασικών εκτάσεων με τον χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό και η σύνδεση της συνταγματικής προστασίας με το 1975, ως χρονικό όριο αποδείξεως του δασικού χαρακτήρα. Οι δασικές εκτάσεις ανέρχονται, σύμφωνα με εκτιμήσεις σε 40 45.000.000 στρέμματα (το 1/3 των δασών της χώρας).
3. Η σύνταξη δασολογίου, υποχρέωση που επιβαλλόταν αρχικά από τη δασική νομοθεσία, διακηρύχθηκε με τη γνωστή απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 2818/1997, 7μ.) και περιλήφθηκε στο Σύνταγμα με την αναθεώρηση του 2001, παραμένει κενό γράμμα. Θα έπρεπε, πρωτίστως, να ολοκληρωθεί η διαδικασία αυτή, ώστε να εκλείψουν και τα προβλήματα που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή της προσωρινής διαδικασίας χαρακτηρισμού του άρθρου 14 Ν. 998/1979.
Ακολούθως, να υλοποιηθεί η συνταγματική επιταγή για την ολοκλήρωση του χωροταξικού σχεδιασμού, ο οποίος βεβαίως θα λάβει υπόψη του τα δάση και τις δασικές εκτάσεις ως οικοσυστήματα και θα τα μεταχειρισθεί έτσι, μη επιτρέποντας οποιαδήποτε επέμβαση που θα οδηγούσε σε αλλοίωση της μορφής τους.
Η αδράνεια, όμως, της πολιτείας επί τόσα χρόνια (από την ψήφιση του Συντάγματος 1975) επέτρεψε τη δημιουργία προσδοκιών για νομιμοποίηση παρανόμων καταστάσεων, οι δασωθέντες αγροί αποτελούν κοινωνικό πρόβλημα, όχι γιατί ενδιαφέρεται κανείς για την ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα, αλλά γιατί, συνήθως, αποτελούν εκλεκτά οικόπεδα είτε εκτός σχεδίου βρίσκονται είτε σε επέκταση σχεδίου αποβλέπουν οι ιδιοκτήτες τους.
Εξάλλου, η εκτός σχεδίου δόμηση, που έχει μετατραπεί σε κύριο τρόπο δόμησης στον ελλαδικό χώρο (αυθαίρετα, β κατοικία), με όλα τα χαρακτηριστικά της αυθαίρετης δόμησης (απουσία σχεδιασμού και υποδομών, υπερβάσεις, κλπ) αποτελεί ισχυρό κίνητρο για τον αποχαρακτηρισμό πρωτίστως των δασικών εκτάσεων.
Η σύνδεση της προστασίας των δασικών οικοσυστημάτων με τον χωροταξικό σχεδιασμό, όπως προκύπτει ανάγλυφα από την πρόταση αναθεώρησης, αποβλέπει στον καθορισμό χρήσεων ασύμβατων με το χαρακτήρα τους, ιδίως δε στην οικιστική τους αξιοποίηση, άρα στην εξάλειψή τους και στη νομιμοποίηση αυθαιρέτων καταστάσεων που δημιουργήθηκαν πριν και μετά το Σύνταγμα του 1975. Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι η εφαρμογή των βασικών επιταγών του άρθρου 24, έστω και τόσο καθυστερημένα και πάντως όχι την καταστροφή του δάσους με την προτεινόμενη «ενίσχυση» της προστασίας του.
Κατερίνα Σακελλαροπούλου
Εγγραφείτε για να μαθένετε νέα μας