Αναθεώρηση του Συντάγματος: Πάλι τα ίδια
«Οι πολιτικές και ηθικές αξίες είναι «ο σιωπηλός πρόλογος» κάθε νομικής σκέψης»
Ronald Dworkin, Αμερικανός φιλόσοφος, νομικός
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η αναθεώρηση του Συντάγματος αποτελεί κορυφαία στιγμή της λειτουργίας του πολιτεύματος και κατά συνέπεια σηματοδοτεί την κοινωνική εξέλιξη της διαχείρισης της κοινωνίας. Η ευφυής χρήση του όρου «κοινωνικό συμβόλαιο» για το Σύνταγμα προσδιορίζει εύστοχα τον χαρακτήρα του Συντάγματος.
Δυστυχώς εδώ και λίγο καιρό τα διαχειριζόμενα την εξουσία πολιτικά κόμματα έχουν επιλέξει την αναθεώρηση του Συντάγματος, ως πρακτική επιβολής των βραχυπρόθεσμων κυβερνητικών επιλογών. Το αποτέλεσμα, κατά την γνώμη μου, θα είναι η ιδεολογική απαξίωση της κοινωνικής λειτουργίας του Συντάγματος μας.
Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ
Η συρρίκνωση του Δημόσιου τομέα στις κοινωνικές λειτουργίες αποτελεί την κυρίαρχη επιλογή του νεοφιλελευθερισμού και την παγκοσμιοποιημένης διαχείρισης του.
Δεν είναι τυχαία η πρόσφατη τοποθέτηση του πρωθυπουργού ότι οφείλουμε να τροποποιήσουμε το Σύνταγμα για να συμφωνεί με τις σύγχρονες διεθνείς επιταγές. Ποιες είναι αυτές οι επιταγές; Η συρρίκνωση των συνταγματικών θεσμικών ρυθμίσεων που εμποδίζουν την νεοφιλελευθεροποίηση του κοινωνικού μας συστήματος. Παρακάτω θα διαπιστώσουμε την σύμπνοια κυβερνητικών επιλογών για το άρθρο 24 και των θέσεων του ΣΕΒ για το ίδιο θέμα.
Στα πλαίσια αυτά τρία είναι κυρίως τα συνταγματικά στοιχεία στα οποία επιχειρείται η αναθεώρηση: Η ολοκληρωμένη επαγγελματοποίηση της γνώσης, η ιδιωτικοποίηση της δημόσιας γης και η συνταγματική ελευθερία κυβερνητικών χειρισμών χωρίς δικαστικό έλεγχο, με την παρέμβαση ιδιωτών στον συνταγματικό έλεγχο της Διοίκησης.
Η ολοκληρωμένη επαγγελματοποίηση της γνώσης περνάει από την πρόταση της συνταγματικής νομιμοποίησης των ιδιωτικών Πανεπιστημίων. Στα Πανεπιστήμια των προχωρημένων νεοφιλελεύθερα χωρών παρέχονται τεχνικές για την γνώση και για την επαγγελματική της χρήση, ενώ στην χώρα μας επειδή δε έχει περάσει η πολιτική του οικονομικού ανταγωνισμού λόγω του δημόσιου χαρακτήρα της Παιδείας η γνώση συντηρεί ακόμα στόχους κοινωνικής διάστασης. Αυτό πρέπει να ξεπεραστεί με την δημιουργία Ιδιωτικών Πανεπιστημίων, που, διαμορφώνοντας πλαίσια οικονομικής ανταγωνιστικότητας θα σύρουν και τα Δημόσια Πανεπιστήμια στον ένα και μόνο στόχο της υποταγής της Παιδείας στον επαγγελματισμό.
Τέλος στην Ελλάδα ο νομικός μας πολιτισμός κατοχύρωσε μια πολύ σημαντική και προοδευτική δικαιακή αρχή, του διάχυτου δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των Νόμων. Αυτό σημαίνει ότι το οποιοδήποτε Δικαστήριο, επιλαμβανόμενο μια υποθέσεως, μπορεί να ελέγξει την συνταγματικότητα του εφαρμοζομένου νόμου. Και αυτό παίρνει πιο συγκεκριμένη μορφή με τον συνταγματικό έλεγχο του ΣτΕ. Η έλλειψη κοινωνικής στρατηγικής στην διαχείριση της εξουσίας στην Ελλάδα, με τον έντονο πελατειακό της χαρακτήρα και την έξωθεν εξάρτηση απαιτεί «ευλυγισία» στην εφαρμογή του Νόμου και πέρα από τα συνταγματικά όρια. Έτσι δυστυχώς η σύγκρουση της Εκτελεστικής εξουσίας (που ελέγχει πλήρως την Νομοθετική, μέσω της κομματικής πειθαρχίας) και τη Δικαστικής είναι δεδομένη και κορυφώνεται από το θεσμικά αρμόδιο δικαστικό όργανο ελέγχου της Διοίκησης, το ΣτΕ. Στην προηγούμενη αναθεώρηση περιορίστηκε η δικαιακή αυτή αρχή, «περνώντας» συνταγματική διάταξη με την οποία η συνταγματικότητα των νομών, ελεγχόμενη από το ΣτΕ, δεν μπορεί να γίνεται από τα τμήματα του αλλά από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου, ελπίζοντας σε διαφοροποίηση των συσχετισμών, ιδιαίτερα σε υποθέσεις του 5ου τμήματος του που ελέγχει θέματα Περιβάλλοντος. Όμως απέτυχε ως επιλογή. Τώρα η Ν. Δημοκρατία προβάλει ένα άχρηστο και συντηρητικό θεσμό, το Συνταγματικό Δικαστήριο, τα μέλη του οποίου δεν θα είναι δικαστές, τουλάχιστον στο σύνολο τους, αλλά Καθηγητές Πανεπιστημίου, νομομαθείς κλπ. και άλλοι ιδιώτες, που θα διορίζονται από την Εκτελεστική Εξουσία, μέσω της Νομοθετικής (στην οποία, όπως επισημάναμε, το, κάθε φορά, κυβερνών κόμμα ελέγχει με τη κομματική πειθαρχία και την δεδηλωμένη, χωρίς να αποκλείεται και η συναινετική από τα δύο διαχειριστικά κυρίως κόμματα επιλογή των προσώπων). ’ρα το Σύνταγμα θα ερμηνεύεται «κατά πως βολεύει» και η στοιχειώδης Ασφάλεια Δικαίου για τον πολίτη, βασική αρχή της Λαϊκής Κυριαρχίας, «πάει περίπατο».
Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 24 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Η προστασία του Περιβάλλοντος και η ανάπτυξη δεν χρειάζονται συνταγματική τροποποίηση αλλά εφαρμογή του Νόμου και εκσυγχρονισμό της Νομοθεσίας για την ασφαλέστερη κατοχύρωση της προστασίας αυτής.
Σταύρος Δήμας (Επίτροπος Περιβάλλοντος της Ε.Ε. και στέλεχος της Ν.Δ.)Ιούνης ο6
Ι. Ποια είναι η υφιστάμενη σήμερα κατάσταση;
Η συνταγματική κατοχύρωση της Προστασίας του Περιβάλλοντος υπήρξε μια επιλογή του τότε Πρωθυπουργού Κων/νου Καραμανλή, που διαβλέποντας την προνομία της οικονομίας μας στο τομέα των υπηρεσιών (τουρισμός, πολιτισμός κλπ.) και γνωρίζοντας την κατασκευαστική μανία των Ελλήνων από την προδικτατορική πολιτική του σταδιοδρομία στήριξε την προστασία του χώρου αυτών των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.
Όμως η δραστηριότητα αυτή ασκείται κυρίως από λάθρα επιβιούντες επιχει-ρηματίες, που παρανομούν, καταστρέφουν το περιβάλλον (φυσικό και επιχειρηματικό) και στην συνέχεια εκμεταλλευόμενοι το πολιτικό κόστος και τις πολιτικές πελατειακές σχέσεις τους νομιμοποιούν την παρανομία.
Έτσι με τα στοιχεία αυτά στην χώρα μας προκύπτει μια εξωφρενική λειτουργία θεσμών στην Προστασία του Περιβάλλοντος.
Τα βασικά της χαρακτηριστικά είναι η προχειρότητα, η νομιμοποίηση του παράνομου και η εξυπηρέτηση μιας αδιέξοδης βραχυπρόθεσμης πολιτικής χωρίς στόχο και συνέπεια.
Έτσι η όλη κοινωνική διεργασία για την προστασία του περιβάλλοντος μεταφέρεται στο Δικαστήριο, είτε προς ερμηνεία λόγω της σκόπιμης αοριστίας του νομοθετικού κειμένου για ευκαιριακή ερμηνεία «κατά πως βολεύει» είτε για την επιβολή κυρώσεων, όπου, ως συνήθως, δεν εφαρμόζεται ο Νόμος από τεχνική αδυναμία της Διοίκησης για εφαρμογή αλλά, πολλές φορές, και από την δεδομένη και παντάπασι γνωστή παράβαση καθήκοντος των εντεταλμένων προς τούτο υπαλλήλων, γεγονός άλλωστε που έχει λάβει ευρεία δημοσιότητα, αποτελεί αντικείμενο πρόθεσης επίλυσης σε όλα τα προεκλογικά προγράμματα των κομμάτων της κυβερνητικής διαχείρισης, που όμως αδυνατούν να πραγματοποιήσουν ως κυβέρνηση μέσα από την υφιστάμενη γραφειοκρατική διαπλοκή. Κατά συνέπεια, γινόμαστε μάρτυρες συνεχών αντεγκλίσεων μεταξύ πολιτών ή Διοίκησης και του Συμβουλίου της Επι-κρατείας, που διαπιστώνοντας την συνταγματική παραβατικότητα των νομοθετικών επιλογών και των διοικητικών αποφάσεων παρεμβαίνει με την ακυρωτική του διαδικασία και δημιουργεί εξ ανάγκης ανασφάλεια σε επιλογές επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που έχουν σχέση με την Προστασία του Περιβάλλοντος.
ΙΙ. Τα δεδομένα όμως αλλάζουν
Η χρήση του Περιβάλλοντος ως οικονομικού στοιχείου εκμετάλλευσης από τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα που ως λογική εντείνεται από τα προβλεπόμενα επενδυτικά προγράμματα των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης απαιτεί δύο θεσμικές παρεμβάσεις.
Η πρώτη συνίσταται στο ξεκαθάρισμα των υφισταμένων αντιδικιών και αμφισ-βητήσεων (αυθαίρετη δόμηση, καταπάτηση δασών και δασικών εκτάσεων, οικοδομικοί συνεταιρισμοί, αποχαρακτηρισμός δασών και δασικών εκτάσεων για την πραγματοποίηση των περιβαλλοντοκτόνων μεγάλων και μικρών έργων) με κατεύθυνση την ικανοποίηση των παράνομα ενεργούντων και η δεύτερη ο περιορισμός του ελέγχου της Εκτελεστικής Εξουσίας (δηλ. της κάθε Κυβέρνησης) και των επιλογών της κυρίως από το Σ.τ.Ε. (και ειδικότερα το Ε Τμήμα του). Τέλος είναι ανάγκη προς κάλυψη των προβλεπομένων επενδυτικών διαδικασιών σε προστατευόμενες οικολογικά περιοχές να μπορεί το Κράτος να «ξεπουλάει» την δημόσια περιουσία σε ιδιώτες κάτι πολύ δύσκολο έως απαγορευμένο με το σημερινό θεσμικό πλαίσιο του «τεκμηρίου κυριότητας υπέρ του Δημοσίου». Δηλαδή σωστή «λαίλαπα».
Η ιδιωτικοποίηση και εκμετάλλευση της δημόσιας γης αποτελεί διακαή πόθο των διαπλεκόμενων επιχειρηματικών συμφερόντων στην κατασκευή και τον τουρισμό. Η βασική επιλογή είναι να συρρικνωθεί ο δημόσιος χώρος στις απολύτως απαραίτητες δασικές εκτάσεις, που θα μπορούν απλώς να αποτελούν το αισθητικά χρήσιμο περιβάλλοντα χώρο ώστε οι παρεχόμενες οικιστικές και τουριστικές δραστηριότητες να «ανεβάζουν» το κόστος παροχής τους. Υπό την έννοια αυτή μια συρρίκνωση της συνταγματικής προστασίας του άρθρου 24 είναι πάγιος στόχος.
Στις θέσεις του ΣΕΒ για την αναθεώρηση του άρθρου 24 τον Δεκέμβριο του 2006, μεταξύ των άλλων τονίζεται: «Η ανάπτυξη όμως, ως κρατικός σκοπός συνταγματικά επιβεβλημένος και προστατευμένος, μόνο με ιδιωτική πρωτοβουλία στο πλαίσιο της οικονομικής ελευθερίας μπορεί να νοηθεί και πραγματωθεί σ ένα κράτος που θέλει να είναι δικαιοκρατικό και ανοιχτό. Ανάπτυξη, όμως, χωρίς επέμβαση στο περιβάλλον δεν μπορεί να νοηθεί. Η μοιραία σύγκρουση που δημιουργείται στην πράξη μεταξύ δύο συνταγματικών ισοδυνάμων δικαιωμάτων, του περιβάλλοντος και της ανάπτυξης, επιβάλλεται δικαιοκρατικά και όχι να αίρεται με την επικράτηση της μιας διάταξης έναντι της άλλης (εν προκειμένου του άρθρου 24 εις βάρος του άρθρου 5), αλλά με την εξισορρόπησή τους, που βασίζεται στην αρχή της πρακτικής αρμονίας.
Στο περιβαλλοντολογικό δίκαιο η αρχή της πρακτικής αρμονίας σημαίνει κατάφαση προς την ανάπτυξη, αλλά συγχρόνως κατάφαση το ίδιο φιλική προς το περιβάλλον.
Δυστυχώς, η αναθεώρηση του 2001 μετέτρεψε τη «βιώσιμη ανάπτυξη», η οποία καθιερώνεται διεθνώς και παράλληλα προβλέπεται και από τη «Συνθήκη για τη θέσπιση του Συντάγματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (άρθρο Ι -3) που κυρώθηκε με το ν. 3341/2006, σε «αειφορία». Η «αειφορία», όμως, δίνει ερμηνευτικά προτεραιότητα στην προστασία του περιβάλλοντος, που δεν αφήνει περιθώρια στην ανάπτυξη και στην προσέλευση επενδυτικών κεφαλαίων, διότι τυχόν ακύρωση επενδύσεων συνεπάγεται οικονομική καταστροφή.
Επιβάλλεται λοιπόν η αρχή της «αειφορίας», που ετέθη στο δεύτερο εδάφιο της § 1 του άρθρου 24, να αντικατασταθεί με την αρχή της «βιώσιμης ανάπτυξης», η οποία καλύπτει και τους τρεις αναπτυξιακούς πυλώνες: οικολογικό, κοινωνικό και οικονομικό και αποτελεί έννοια σαφώς ευκολότερα ερμηνεύσιμη από τη διοίκηση και τα δικαστήρια. Περαιτέρω σε ό,τι αφορά τη «χωροταξική αναδιάρθρωση» της χώρας, σύμφωνα με την § 2 του άρθρου 24, αυτή υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα του κράτους.
Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει αναθεωρητική παρέμβαση προς δύο κατευθύνσεις:
β) Η ρυθμιστική αυτή υποχρέωση να μην περιορίζεται μόνο στο κράτος. Πρέπει
να διευρυνθεί έτσι ώστε, αφ ενός να συμπεριλαμβάνει και τους φορείς της αυτοδιοίκησης και αφ ετέρου να μην περιορίζεται μόνο στο αντικείμενο της πολεοδομικής διαρρύθμισης. Ο πολεοδομικός σχεδιασμός πρέπει να εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο της περιφερειακής ανάπτυξης και, επομένως, να εξυπηρετεί την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, όπως διεθνώς έχει καταδειχθεί.
ΙΙΙ. Τι τροποποιείται με την πρόταση της ΝΔ
Ο Πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής στη συνεδρίαση της 11ης Μαΐου 2006 της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Νέας Δημοκρατίας παρουσίασε τις οριστικές προτάσεις για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Ως προς την προστασία του περιβάλλοντος και τη βιώσιμη ανάπτυξη αναφέρει:
«’ρθρα 24 και 117. Προτείνεται διορθωτική παρέμβαση, στα δύο αυτά άρθρα, έτσι ώστε να ενισχυθεί αφενός η αποτελεσματική προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων και αφετέρου η βιώσιμη ανάπτυξη. Στόχος είναι η περαιτέρω προστασία εκτάσεων, οι οποίες ήταν δάση ή δασικές κατά το χρόνο που άρχισε η εφαρμογή του Συντάγματος. Οποιαδήποτε μεταβολή στη χρήση των εκτάσεων αυτών, μετά τον Ιούνιο του 1975, για οποιονδήποτε λόγο κι αν έγινε δεν λαμβάνεται υπόψη. Εκτάσεις που ήταν δάση ή δασικές, κατά τον χρόνο εφαρμογής του Συντάγματος, κηρύσσονται και παραμένουν αναδασωτέες. Σχετικός εκτελεστικός νόμος θα προβλέψει αυστηρές κυρώσεις στους παραβάτες.
Όπως ήδη προβλέπεται, οι εκτάσεις αυτές είναι δυνατόν να αλλάξουν προορισμό, εφόσον προέχει για λόγους εθνικής οικονομίας η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη χρήση, την οποία επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον. Κάνοντας την επιβαλλόμενη -και με βάση την αρχή της αναλογίας- διάκριση μεταξύ δασών και δασικών εκτάσεων, προτείνουμε, προκειμένου για δασικές εκτάσεις, τη σύνδεσή τους με το χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό της χώρας. Αυτό, άλλωστε, συνάδει απόλυτα με την αρχή της «βιώσιμης ανάπτυξης», που εισήχθη στο πλαίσιο της αναθεώρησης του 2001. Αρχή, η οποία επιβάλλει τη διαφύλαξη του φυσικού περιβάλλοντος, χωρίς όμως να αποκλείει τη λήψη μέτρων που είναι αναγκαία για την ανάπτυξη. Οι θεμιτές επεμβάσεις στο περιβάλλον δεν μπορεί να είναι τέτοιας έκτασης, που να υποθηκεύουν το μέλλον των επερχόμενων γενεών. Όλες οι περιπτώσεις μεταβολής του προορισμού των εκτάσεων αυτών θα πρέπει να γίνονται στα όρια της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας. Στόχος είναι η ανταπόκριση στην αρχή της «βιώσιμης ανάπτυξης», που επιβάλλει τόσο τη διαφύλαξη του φυσικού περιβάλλοντος για τις επόμενες γενιές όσο και την αξιοποίηση εκτάσεων, με σκοπό την ενίσχυση της ανάπτυξης προς όφελος των σημερινών και των επόμενων γενεών».
Αρχική Παρατήρηση: Η ταύτιση των θέσεων του ΣΕΒ με την πρωθυπουργική τοποθέτηση για «βιώσιμη ανάπτυξη» αντί «αειφορία». Ο πολιτικός και κοινωνικός διάλογος είναι μεγάλος γύρω από το θέμα. Κατά την γνώμη μου, ακριβώς γι αυτό γίνεται αυτή η επιλογή στην αναθεωρητική άποψη. Πιστεύω όμως ότι σε επίπεδο νομικό η διαφορά είναι κυρίως νομοσυντακτική. Όμως όπως τονίζει και ο ΣΕΒ είναι ευκολότερα ερμηνεύσιμη από τον Νομοθέτη. Και προς την κατεύθυνση αυτή στηρίζεται η χρήση του όρου από τον Πρωθυπουργό.
Συμπέρασμα
Ουσιαστικά η προτεινόμενη αναθεώρηση επανέρχεται στις δύο γνωστές «πληγές».
Η πρώτη αφορά την υποτιθέμενη διάκριση μεταξύ δασών και δασικών εκτάσεων, η οποία, κατά τους εφευρέτες και υποστηρικτές της δικαιολογεί την υπαγωγή των τελευταίων σε μειωμένο ή κατουσίαν ανύπαρκτο καθεστώς προστασίας. Δεν υπάρχουν πρώτης και δεύτερης κατηγορίας δασικές εκτάσεις. Αντίθετα και ορθά το άρθρο 24 αναγνωρίζει την μεγάλη σημασία των δασικών εκτάσεων στην οικολογική ισορροπία. Επισημαίνεται ότι οι δασικές εκτάσεις, η λεγομένη μακκία βλάστηση, αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του δασικού πλούτου της χώρας ως εκ του μεσογειακού της χαρακτήρος, έχουν δε επίσημα αναγνωριστεί ως προστατευτέο φυσικό κεφάλαιο απο την Ευρωπαική Ενωση.
Η δεύτερη αποτελεί το πρόβλημα της νομιμοποίησης της παρανομίας με τους καταπατητές και εν συνεχεία με μεθοδεύσεις ιδιοκτήτες δασοτεμαχίων με την απόδοση δυνατότητας για οικοδόμηση ή νομιμοποίησης της αυθαίρετης οικοδόμησης σ αυτά. Με εμπρησμούς, κίβδηλες χρησικτησίες και παράνομες υλοτομίες «στήθηκε» όλη αυτή η κατά-σταση. Και καλούμαστε ως έννομη τάξη να νομιμοποιήσουμε το παράνομο. Μόνο στην Ελλάδα της παραιδιοκτησιακής ρεμούλας είναι δυνατό, αφού κανένας πολιτικός δεν έχει το πολιτικό θάρρος να το λύσει.
Αντίθετα η Κυβέρνηση με κακομοιριστικά επιχειρήματα περί πτωχών μικροιδιοκτη-τών κλπ. επιδιώκει να μετατρέψει τη δημοσία κτήση και χρήση, σε ιδιωτικούς παραθερι-στικούς παραδείσους.
Οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί που κόπτονται για την αποκατάσταση της δήθεν νομιμότητας στήθηκαν στην περίοδο κυρίως της Χούντας ως αντίδοτο στην στρατιωτική δικτατορία από τυχοδιώκτες μαυραγορίτες γης, με πλαστούς, κατά το πλείστον, τίτλους κυριότητας, μέσω ανυπάρκτων χρησικτησιών σε δασικές εκτάσεις και σήμερα επιζητούν την νομιμοποίηση της παρανομίας. Η ελληνική κοινωνία δεν είναι υποχρεωμένη να υποστεί τις συνέπειες μιας τέτοιας διαδικασίας, σε βάρος του κοινωνικού αγαθού της προστασίας του Περιβάλλοντος.
Οι μόνοι φραγμοί γι αυτό τίθενται από το Σύνταγμα και την ερμηνευτική νομολογία του ΣτΕ. ήταν οι συνταγματικοί περιορισμοί ως προς τη χρήση τους, οι οποίοι επιχειρείται να αρθούν με την παρούσα αναθεώρηση.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Όταν οι κλιματικές αλλαγές αποτελούν τον μεγαλύτερο κίνδυνο σήμερα για την έμβια (και ανθρώπινη) επιβίωση,
Όταν σήμερα σε διεθνές επίπεδο αλλά και κοινοτικό οι δασικές εκτάσεις περιλαμβά-νονται στα στοιχεία για την ενίσχυση της περιβαλλοντικής ισορροπίας,
Όταν οι εμπρηστές και καταπατητές με την συνταγματική τροποποίηση δικαιώνονται
Όταν οι μεγάλες κατασκευαστικές επιχειρήσεις, που αποτελούν τον πυρήνα της διαπλοκής, επιχαίρουν για την πρόταση αναθεώρησης,
Εμείς οφείλουμε να τονίσουμε και να διεκδικήσουμε
Καμιά τροποποίηση καθ οιονδήποτε τρόπο του άρθρου 24 του Συντάγματος
Ναι στην άμεση σύνταξη του εθνικού κτηματολογίου που ακριβώς λύνει το χωροταξικό αλλά καθυστερεί από τα διαπλεκόμενα συμφέροντα , ώστε με την αναθεώρηση να περιλάβει και τις καταπατημένες δασικές εκτάσεις
Ναι στην άμεση σύνταξη δασολογίου που σε ορισμένες περιπτώσεις είναι σχεδόν έτοιμο και αποτελεί ασφαλές πρόκριμα και για την προστασία του Περιβάλλοντος αλλά και για την όποια επιχειρηματική δράση και τα όρια της.
Κ.Διάκος: Οικολόγος, Δικηγόρος, Νομικός Περιβάλλοντος
Εγγραφείτε για να μαθένετε νέα μας