Η ΕΝΩΣΗ ΔΑΣΟΛΟΓΩΝ ΠΡΟΣΚΛΗΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΑ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΚΑΤΑΘΕΣΕΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 24 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΕΙΝΑΙ Η ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΕΚΔΗΛΩΣΗ.
Κυρίες και κύριοι
Επιτρέψτε μου να αναφερθώ και εγώ στους στόχους και τη λογική της πρότασης αναθεώρησης των σχετικών με το περιβάλλον διατάξεων του Συντάγματος.
Θα ήθελα αρχίζοντας να αναφερθώ στους στόχους του Συντάγματος του 1975 το οποίο συμπεριέλαβε για πρώτη φορά, διατάξεις που θέσπισαν προστατευτικό καθεστώς για τα δάση και τις δασικές εκτάσεις.
Οι στόχοι του συντακτικού νομοθέτη του 1975 περιγράφονται ως εξής (και σας μεταφέρω αυτούσια διατύπωση από τα πρακτικά της βουλής):
Η διάταξη ¨έχει υπαγορευτεί από την κοινωνική ανάγκη να περισταλούν οι επιβλαβείς επιπτώσεις επί του περιβάλλοντος που προέρχονται από τη βιομηχανική πρόοδο και από την τουριστική ανάπτυξη καθώς και από την ανάγκη διατηρήσεως των μνημείων και φυσικών τοπίων¨
Είναι σαφές ότι όχι μόνο οι στόχοι αυτοί απέχουν από την πρόθεση του σημερινού νομοθέτη, αλλά κινούνται σε εκ διαμέτρου αντίθετη κατεύθυνση.
Στόχος της πρότασης της Νέας Δημοκρατίας είναι σήμερα η διάκριση μεταξύ δασών και δασικών εκτάσεων, η υπαγωγή των δασικών εκτάσεων, με βάση την αρχή της αναλογίας, κατά περιοριστικό τρόπο, στην ίδια ρύθμιση, με τις περιπτώσεις χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού της Χώρας που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 24, ώστε σε όλες αυτές τις περιπτώσεις να θεωρείται δεδομένη η συνδρομή δημόσιου συμφέροντος και να επιτρέπεται η μεταβολή του προορισμού των δασικών εκτάσεων με την ταυτόχρονη διασφάλιση όρων καλύτερης διαβίωσης.
Με βάση τα παραπάνω η Ένωση μας θεωρεί ψευδεπίγραφη την πρόταση αναθεώρησης του άρθρου 24 διότι ουσιαστικά το περιεχόμενο της αναιρεί τη μέχρι σήμερα αντίληψη για τη δασοπροστασία και πολύ περισσότερο στρέφεται κατά της πάγιας νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Οφείλω επίσης να αναφέρω ότι και η χρησιμοποιούμενη επιχειρηματολογία για την αναθεώρηση και η αναφορά στην ανάγκη επίλυσης κοινωνικών προβλημάτων και αναπότρεπτων καταστάσεων έχει επίσης σχετικό νόημα και σημασία .
Στην κατατεθείσα πρόταση, προβάλλεται ο κοινά αποδεκτός στόχος της αποτελεσματικής προστασίας του περιβάλλοντος, χωρίς να συνδέεται στην πραγματικότητα ο στόχος αυτός με δεδομένα που αναθεωρούμενα θα τον βελτιώσουν.
Επίσης συνδέεται η χρήση των δασών και των δασικών εκτάσεων (κυρίως), με τον αντίστοιχο ¨χωροταξικό σχεδιασμό¨ Όμως τα δασικά οικοσυστήματα αποτελούν με την περιβαλλοντική και οικονομική σημασία τους (ως φυσικοί ανανεώσιμοι πόροι), αυτούσια στοιχεία του χωροταξικού σχεδιασμού και δεν υπόκεινται σε κρίση η προστασία και η σημασία τους, ως ύψιστη κοινωνική προτεραιότητα.
Η Προστασία του Περιβάλλοντος, που προβάλλεται στις δηλώσεις σαν επιζητούμενο στοιχείο, είναι συνδεδεμένη με την αειφόρο ανάπτυξη των δασικών οικοσυστημάτων αλλά όχι με την εξυπηρέτηση των κάθε λογής συμφερόντων στο όνομα της ¨ανάπτυξης¨.
Μοναδικό κριτήριο για τα προαναφερόμενα αποτελεί η επιστήμη της δασικής οικολογίας και όχι η εκάστοτε πρόθεση του νομοθέτη ή το πελατειακό αξιακό σύστημα .
Για τους δασολόγους η σημασία των δασικών οικοσυστημάτων είναι ίδια είτε μιλάμε για δάση είτε για δασικές εκτάσεις. Αποτελούν και οι δύο αυτές μορφές διαδοχικά στάδια της εξελικτικής κλίμακας των ειδών και η σημερινή τους μορφή οφείλεται κυρίως σε ανθρωπογενείς επιδράσεις (πυρκαγιές, βόσκηση κλπ). Η συνεισφορά τους στο περιβαλλοντικό ισοζύγιο είναι ισοβαρής . Η συγκράτηση των εδαφών, η ρύθμιση της επιφανειακής απορροής των υδάτων και η αποφυγή πλημυρικών φαινόμενων, η συνεισφορά στον κύκλο διοξειδίου του άνθρακα και του οξυγόνου, η ποιότητα ζωής των κατοίκων είναι στοιχεία που έχουν άμεση σχέση με την υποχρέωση προστασίας τους. Έχουμε σήμερα τη βεβαιότητα ότι τα στοιχεία αυτά δεν λήφθηκαν υπόψη από τους εισηγητές της πρότασης.
Κυρίες και κύριοι
Το συνταγματικό πλαίσιο για τα δάση, όπως διαμορφώθηκε μετά την τελευταία αναθεώρηση :
Ανάγει την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος σε υποχρέωση του κράτους αλλά και δικαίωμα του πολίτη.
Υποχρεώνει το κράτος να λάβει ιδιαίτερα προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα για τη διαφύλαξή του, στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας και να καταρτίσει δασολόγιο.
Αναθέτει τον καθορισμό των μέτρων που αφορούν την προστασία τω δασών και των εν γένει δασικών εκτάσεων στη νομοθετική λειτουργία.
Απαγορεύει τη μεταβολή του προορισμού των δασών και των δασικών εκτάσεων, την οποία αντιμετωπίζει πλέον ως όλως εξαιρετικό μέτρο και μόνο εφόσον προέχει για την εθνική οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη χρήση που επιβάλλεται από το δημόσιο συμφέρον.
Καθιστά υποχρεωτική την κήρυξη ως αναδασωτέων των δασών και δασικών εκτάσεων που καταστρέφονται συνεπεία πυρκαγιάς ή άλλης αιτίας και απαγορεύεται η διάθεσή τους για άλλο προορισμό.
Επιτρέπει την αναγκαστική απαλλοτρίωση ιδιωτικών δασών και δασικών εκτάσεων μόνο υπέρ του δημοσίου διατηρούμενης αμετάβλητης της μορφής τους.
Τέλος με την ερμηνευτική δήλωση (ορισμός δάσους) επιλύεται η υφιστάμενη αμφισβήτηση για την έννοια του δάσους και της δασικής έκτασης.
Τα προαναφερόμενα, είναι δεδομένα που επιβάλλουν τη σταθερότητα των διατάξεων του Συντάγματος για το περιβάλλον και ασφαλώς προϋποθέτουν χρόνο προκειμένου να αξιολογηθεί ουσιαστικά από την Πολιτεία, η ανάγκη για θεσμική παρέμβαση σε αυτό το επίπεδο.
Με βάση τα προαναφερόμενα θεωρούμε ότι, η διατύπωση της σχετικής με τα δάση και τις εν γένει δασικές εκτάσεις, παραγράφου 1 του άρθρου 24 του αναθεωρημένου το 2001 συντάγματος, είναι πλήρης και δεν απαιτείται νέα αναθεώρησή της.
Σε ότι αφορά το δεύτερο σκέλος της πρότασης για την αναθεώρηση του Συντάγματος, δηλαδή την τροποποίηση του άρθρου 117 παρ.3 πρέπει να σημειωθούν τα εξής:
Ο Συντακτικός νομοθέτης του 1975 συμπεριέλαβε στη διατύπωση αυτής της διάταξης τους παρωχημένους χρόνους των ρημάτων ¨καταστρέφω¨ και ¨αποψιλώνω¨ δηλαδή τις λέξεις ¨καταστραφείσαι¨ και ¨αποψιλωθείσαι¨ διότι προφανώς ηθέλησε να επανεξετάσει και τυχόν παράνομες καταστροφές των δασών και δασικών εκτάσεων κατά την περίοδο της επταετίας, μη υποψιαζόμενος τις ερμηνευτικές ακρότητες που θα ακολουθούσαν.
Αυτό μπορεί να προκύψει από τα πρακτικά των σχετικών συζητήσεων αλλά και από τη διατύπωση αυτού του άρθρου 24 παρ.1 σύμφωνα με την οποία η προστασία των δασών και των εν γένει δασικών εκτάσεων κάμπτεται όταν προέχει για την εθνική οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη χρήση, που επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος.
Σε ότι αφορά τη διατυπωθείσα πρόθεση για την αναθεώρηση του άρθρου 117 και για την οικονομία της συζήτησης, πρέπει να σημειώσουμε τα εξής :
– Δεν είναι δυνατή ούτε σήμερα η απάλειψη των παρελθοντικών χρόνων, διότι ήδη από το σύνταγμα του 1975 (που χρησιμοποιείται ως χρονική αναφορά στην πρόταση αναθεώρησης) έχουν περάσει 30 και πλέον χρόνια και συνεπώς η περιγραφή καταστάσεων που μεσολάβησαν αναγκαστικά απαιτεί παρελθοντικό χρόνο.
Συνεπώς για να αποφύγουμε αυθαίρετες ενέργειες της διοίκησης αλλά και για να έχουμε την ενιαία αντιμετώπιση των πολιτών από την πολιτεία θα πρέπει κατά την αναδρομική εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης να ορίζεται, τόσο ο χρόνος μέχρι τον οποίο θα φθάνει η έρευνα όσο και το αντικειμενικό μέσο από το οποίο θα αντλούνται τα σχετικά στοιχεία.
Όμως στην προκείμενη περίπτωση σημειώνεται ότι:
– Οι προ του 1975 αεροφωτογραφίες που καλύπτουν ολόκληρη τη χώρα είναι οι λήψεις των ετών 1945 και 1960 . Μεταγενέστερες λήψεις είναι η σειρά που άρχισε το 1963 και ολοκληρώθηκε το 1977 η οποία πέραν του ότι δεν αναφέρεται στην ίδια χρονολογία, δεν περιλαμβάνει και τα διαμερίσματα της Ηπείρου, της Μακεδονίας και των Κυκλάδων.
– Η πρόταση αντιμετωπίζει το δάσος ως μια βιολογική σταθερά μη εξαρτώμενη από το χρόνο, δηλαδή παγωμένη και απογυμνωμένη από τη δυναμική του παράγοντα χρόνου.
– Η πρόταση αποχαρακτηρίζει και νομιμοποιεί στην ουσία όσες εκτάσεις είχαν παράνομα αλλάξει χρήση πριν από την παραπάνω ημερομηνία και αυτό το κάνει όχι με διάταξη της κοινής νομοθεσίας αλλά με αναθεώρηση του καταστατικού χάρτη.
Η εισαγωγή χρονικού ορίου απόδειξης του δασικού χαρακτήρα θα δημιουργήσει δυσχέρειες και θα εγείρει ζητήματα άνισης μεταχείρισης ή και ανασφάλειας δικαίου σε σχέση με το δασολόγιο .
Τέλος σε ότι αφορά τις αναδασώσεις η πρόταση τροποποίησης του άρθρου 117 παρ.3 θα προκαλέσει αλλοίωση του περιεχομένου του ισχύοντος άρθρου 117 παρ.3 διότι μετατοπίζεται το χρονικό σημείο εφαρμογής, αναγνωρίζοντας και νομιμοποιώντας πραγματικές καταστάσεις που δημιουργήθηκαν παράνομα
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ.
Τα δασικά οικοσυστήματα αποτελούν πράγματι ¨κοινό αγαθό¨ με την οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική σημασία και αξία τους. Η αντίστοιχη πολιτική για την προστασία τους όμως διακρίνεται από μία αμφιθυμία, η οποία αποτυπώνεται ανάγλυφα τόσο σε επίπεδο κοινής νομοθεσίας όσο και στο επίπεδο του Συντάγματος με αφορμή την πρόταση αναθεώρησης . Αιτία κατά την άποψή μας είναι ο χαρακτήρας του αγαθού ¨δάσος¨ ως φυσικού πόρου με πολυλειτουργικό ρόλο και ταυτόχρονα ως οικονομικού αγαθού που συνδέεται με την οικονομική αξία της γης.
Η Ένωση δασολόγων διαχρονικά έχει καταγγείλει την έλλειψη οράματος για τη δασοπροστασία, τις αποσπασματικές νομοθετικές πρωτοβουλίες στις οποίες κυριαρχούν οι τροποποιήσεις της κοινής νομοθεσίας, χωρίς καμία κωδικοποίηση και η δημιουργία ενός οικοδομήματος εξαιρετικά σύνθετου, δυσανάγνωστου και τελικά δυσχερούς στην εφαρμογή του.
Στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί η πρόταση για την αναθεώρηση του συνταγματικού πλαισίου για τη δασοπροστασία η οποία επιδιώκει τον επαναπροσδιορισμό της έννοιας του δάσους και της δασικής έκτασης, θέτοντας νέα χρονικά όρια ως προς την απόδειξη του χαρακτήρα τους και αφετέρου να στοιχειοθετήσει ως νόμιμο λόγο δημόσιου συμφέροντος για τη μεταβολή του προορισμού των δασικών εκτάσεων, τις περιπτώσεις χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού.
Οι προτάσεις αυτές μας δημιουργούν έντονο προβληματισμό και μας παραπέμπουν σε ερωτήματα σχετικά με την πρόθεση αλλοίωσης της βούλησης του συντακτικού νομοθέτη του 1975 αλλά και του 2001 , αφού έρχονται σε αντίθεση με την πάγια σχετική νομολογία.
Νικόλαος Δ. Μπόκαρης
Δασολόγος
Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Δασολόγων Δ.Υ
Εγγραφείτε για να μαθένετε νέα μας