ΔΙΗΜΕΡΙΔΑ
¨Το μέλλον του δάσους και το δάσος του μέλλλοντος¨
Περιβάλλον και Κοινωνία


Ομιλία
ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑΣ ΕΝΩΣΗΣ ΔΑΣΟΛΟΓΩΝ
κ. Νικολάου Δ. Μπόκαρη

Ευχαριστώ θερμά όλους τους παρευρισκόμενους για τη συμμετοχή σας στις εργασίες της διημερίδας.
Ιδιαίτερα οφείλω να αναφέρω την προσφορά των μελών της οργανωτικής επιτροπής και των συναδέλφων που ακούραστα διέθεσαν το χρόνο τους για την οργάνωση και την υλοποίηση της σημερινής εκδήλωσης.
Η διημερίδα που συνδιοργανώνουμε με το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, με τη χορηγία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, αποτελεί για την Ένωση Δασολόγων ένα θεσμικού περιεχομένου συνδικαλιστικό στόχο που με την υλοποίησή του μας δίνει τη δυνατότητα να εκφράσουμε προς όλες τις κατευθύνσεις, αλλά κυρίως προς την Πολιτεία, τη διοίκηση και την ελληνική κοινωνία, τον προβληματισμό και την αγωνία μας για την κατάσταση που επικρατεί στον τομέα μας.
Ένα τομέα ιδιαίτερα νευραλγικό, λόγω της συνάφειας του αντικειμένου του με την επιζητούμενη οικολογική ισορροπία, που διαχρονικά έχει να δείξει σημαντικό περιβαλλοντικό και προστατευτικό έργο, σε ότι αφορά την προστασία των εδαφών από τη διάβρωση, τον περιορισμό των πλημμυρών, τις αναδασώσεις και τη δασοπροστασία που προκαλούν αντίστοιχα μια σειρά κοινωφελείς επιδράσεις όπως η επίδραση στην παραγωγή Ο2 και τον κύκλο του CO2, την υγιεινή, αισθητική και αναψυχική επίδραση, τη ρύθμιση της επιφανειακής απορροής και το ισοζύγιο του νερού.
Ένα τομέα που διαχρονικά στήριξε τους παραδασόβιους πληθυσμούς και συνέβαλε στην ανάπτυξη των ευαίσθητων ορεινών περιοχών, διαχειρίστηκε αειφορικά τα δασικά οικοσυστήματα ως πλουτοπαραγωγικό πόρο και ως πόρο αναψυχής και σήμερα συνδέεται άρρηκτα με τη διασφάλιση της ποιότητας ζωής των κατοίκων των μεγάλων αστικών κέντρων αλλά και την προστασία της δημόσιας περιουσίας.
Δεν είναι όμως λίγες οι φορές που, είτε ως απλοί πολίτες, είτε ως δημόσιοι λειτουργοί στην καθημερινή δασική πράξη, αισθανθήκαμε σημαντικές ελλείψεις στους παραπάνω τομείς.
Ελλείψεις που αποδόθηκαν κατ΄ οικονομία στην αδυναμία του δασοδιοικητικού συστήματος να ανταπεξέλθει στον διατομεακό ανταγωνισμό (που τα τελευταία χρόνια έχει λάβει μεγάλες διαστάσεις) και να υπομείνει τελικά το βάρος των νομοτεχνικών ιδιαιτεροτήτων που συνιστούν το λεγόμενο δασικό πρόβλημα και διαμορφώνουν αρνητικό κλίμα στις σχέσεις μας με τους πολίτες και δημιουργούν ερωτηματικά για τη δυνατότητα επίλυσης των προβλημάτων τους από τη δασική διοίκηση.
Ποια είναι όμως στην πραγματικότητα τα στοιχεία που προσδιορίζουν την έννοια, το περιεχόμενο και την κοινωνική σημασία της δασικής πολιτικής, που λόγω της σπουδαιότητάς τους διαμορφώνουν τη σχέση μας με την κοινωνία και καθορίζουν τις σύγχρονες απαιτήσεις της από τη δημόσια δασική διοίκηση, για άσκηση αποτελεσματικής δασικής πολιτικής .
Α. ΑΞΟΝΕΣ & ΣΤΟΧΟΙ ΔΑΣΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Θα ήθελα να επαναλάβω σήμερα και εγώ από το βήμα αυτό, μια περικοπή από τη διακήρυξη της τρίτης Υπουργικής Διάσκεψης για την προστασία των δασών στην Ευρώπη που δείχνει κατά τρόπο απλό, σαφή και επιγραμματικό τους στόχους και τις κατευθύνσεις της σύγχρονης δασικής πολιτικής.
¨Η κοινωνία, αναφέρει η διακήρυξη, κατανοώντας τον πολλαπλό ρόλο των δασών και αναγνωρίζοντας τη σπουδαιότητά της διατήρησης και της αειφορικής διαχείρισης των δασικών οικοσυστημάτων, θα αναλάβει την ευθύνη να στηρίξει τη σωστή ανάπτυξη του δασοπονικού τομέα, παρέχοντας ένα νομικό, θεσμικό, οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο για την άσκηση αειφορικής διαχείρισης των δασών, λαμβάνοντας τις κατάλληλες αποφάσεις για την καλύτερη δυνατή χρήση του ξύλου και των άλλων δασικών προϊόντων και υπηρεσιών και μειώνοντας τις υπάρχουσες απειλές για την υγεία και τη ζωτικότητα των δασών. Η κληροδότηση υγιών και βιοποικιλόμορφων δασών στις μελλοντικές γενιές, η θετική συνεισφορά τους στο περιβάλλον, η προστασία των εδαφών και των υδάτινων πόρων, η προστασία του πληθυσμού και των υποδομών από τους φυσικούς κινδύνους, η δημιουργία εισοδήματος και απασχόλησης, ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές και η προσφορά αναψυχής και πολιτιστικών αξιών σε όλους τους ανθρώπους, είναι χαρακτηριστικά που είναι συνδεδεμένα με τα δάση, πάνω στα οποία, επί σειρά ετών η κοινωνία έχτισε και συνεχίζει να χτίζει αξίες για το παρόν και το μέλλον¨

Κυρίες και κύριοι,
Οι βασικοί άξονες και οι στόχοι της δασικής πολιτικής, όπως έχουν διατυπωθεί σε Εθνικό επίπεδο (ΣΤ΄ σύνοδο του Συμβουλίου Αγροτικής Πολιτικής, Αθήνα 18-11-1998) δεν απέχουν, θεωρητικά τουλάχιστον, από την παραπάνω διακήρυξη και μπορεί να συνοψισθούν στα εξής:
α. Αποτελεί πρωταρχικό στόχο για τη σύγχρονη δασική πολιτική η ανάπτυξη των δασών και η μεγιστοποίηση του πολυλειτουργικού και κοινωνικού τους ρόλου. Στην έννοια της ¨αειφορικής διαχείρισης¨ συμπεριλαμβάνονται σήμερα και άλλες εκτός από την παραγωγή ξύλου, λειτουργίες των δασικών οικοσυστημάτων. Στην εδραίωση αυτής της παραδοχής συνέβαλε η αύξηση των κινδύνων που απειλούν τα δάση και η διαμορφούμενη χρόνο με το χρόνο σε διεθνές επίπεδο αντίληψη, για τη σημασία των δασών στην οικονομία, τον πολιτισμό και την ποιότητα ζωής των πολιτών.
β. Για την προσέγγιση του στόχου αυτού και την ολοκληρωμένη διαχείριση των δασικών οικοσυστημάτων, διαμορφώθηκε ένα περισσότερο σύγχρονο πλέγμα αρχών. Η αειφορική διαχείριση, η πολλαπλή χρήση των δασών, η οικονομικότητα, η παροχή ωφελειών για τις τοπικές κοινωνίες και η διατήρηση της βιοποικιλότητας στο φυσικό περιβάλλον, αποτελούν στοιχεία αυτού του πλέγματος, που συμβάλουν στην αποτελεσματικότερη προστασία των δασικών πόρων και παράλληλα διασφαλίζουν προσόδους από αυτά.
γ. Εδραιώθηκε η αντίληψη ότι είναι απαραίτητη η λήψη μέτρων που θα βελτιώσουν τις περιβαλλοντικές λειτουργίες, την κοινωνική προσφορά και το δυναμικό παραγωγής των δασικών οικοσυστημάτων και θα ενισχύσουν μέσω της προσφοράς ευκαιριών απασχόλησης, το εισόδημα του δασόβιου και παραδασόβιου πληθυσμού.
δ. Η κάλυψη των αναγκών σε δασικά προϊόντα και υπηρεσίες και η διαχείριση των δασών πρέπει να συναρτάται απο την ασφαλή ανανέωση των δασικών πόρων και να γίνεται στα πλαίσια της επιστημονικής αξιολόγησης των επιπτώσεων των εκτελούμενων δραστηριοτήτων στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον.

Τα παραπάνω στοιχεία αποδίδουν την κοινή πιστεύουμε με την Πολιτεία αντίληψη, ότι το δάσος πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν «κοινό αγαθό» με την οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική σημασία και αξία του και η δασοπονία σαν κατάλληλο και πρόσφορο εργαλείο για την ανακατανομή του εισοδήματος υπέρ των ορεινών πληθυσμών, που αποτελούν τη φτωχότερη, κατά τεκμήριο, κοινωνική τάξη.
Πόσο απέχει όμως η στοχοθέτηση αυτή από την καθημερινή πράξη και ποια είναι τα σημαντικότερα προβλήματα που δεν μας επιτρέπουν να μιλάμε σήμερα για ουσιαστική δασική ανάπτυξη, αποτελεσματική προστασία των δασών και προσφορά σημαντικών κοινωνικών ωφελειών.
Απάντηση στο ερώτημα αυτό (αν θεωρήσουμε δεδομένους τους στόχους της σύγχρονης δασικής πολιτικής) μπορεί να δοθεί με την προσέγγιση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι επιμέρους φορείς που καλούνται να ασκήσουν τη δασική πολιτική .
Ιδιαίτερα επισημαίνουμε :
• Το ρόλο της Κεντρικής Διοίκησης στη διαμόρφωση και την υλοποίηση των μέτρων δασικής πολιτικής.
• Την άρση των νομοτεχνικών δυσλειτουργιών προκειμένου να επιλύονται προβλήματα δασοπροστασίας, διαχείρισης και ανάπτυξης των δασικών οικοσυστημάτων.
• Το συστηματικό προγραμματισμό και την εκτέλεση έργων υποδομής .
• Τη διασφάλιση πόρων για τη δασοπονία και το φυσικό περιβάλλον.
• Τη σύνδεση της δασικής έρευνας με τη δασική πράξη, τη δασική εκπαίδευση και επιμόρφωση και τις δασικές εφαρμογές και τέλος,
• Την ανάδειξη και αξιοποίηση του ρόλου του ΓΕΩΤΕΕ.

H Ένωση Δασολόγων έχει θέσει στην Πολιτεία την ανάγκη θέσπισης και εφαρμογής μιας Δασικής Πολιτικής η οποία θα στηρίζεται στα σύγχρονα δεδομένα της δασολογικής επιστήμης και την κοινωνική απαίτηση για ποιοτική και αποτελεσματική δασική διοίκηση.
Δυστυχώς μέχρι σήμερα, στους παραπάνω τομείς, δεν είχαμε σαφή δείγματα των εκάστοτε κυβερνητικών προθέσεων, πολύ δε περισσότερο, τη διαμορφωμένη Κυβερνητική Βούληση.

Εκτιμούμε ότι η Πολιτεία, σύμφωνα με τη συνταγματική της υποχρέωση για την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων, θα υιοθετήσει τα κατάλληλα διοικητικά μέτρα που θα ενισχύσουν και θα βελτιώσουν τη δημόσια δασική διοίκηση.

Εν κατακλείδι μπορούμε να πούμε ότι αν και το κύριο και θεμελιώδες έργο της Δασικής Υπηρεσίας είναι η αειφορική διαχείριση των δασών, όμως στη βάση κάθε οργάνωσης της δασοπονίας βρίσκεται η οργάνωση της δασικής διοίκησης, χωρίς την οποία κανένα είδος ή σύστημα διαχείρισης είναι δυνατόν να εφαρμοστεί με επιτυχία.
Συνεπώς η οργάνωση της δασικής διοίκησης προηγείται οιασδήποτε άλλης ενέργειας, είτε ομιλούμε για την υλοποίηση στόχων δασικής πολιτικής στο δάσος που διαχειριζόμαστε, είτε ομιλούμε για την δασοπονία γενικότερα.
Ο επιζητούμενος από την Ένωσή μας σύγχρονος, επιστημονικός και κοινωνικός ρόλος των δασολόγων, ταυτίζεται ουσιαστικά με την υλοποίηση του προαναφερόμενου πλαισίου αρχών, το οποίο εκτιμούμε ότι μπορεί να αποτελέσει το αμοιβαία αποδεκτό πλαίσιο, των κοινών δασοπολιτικών σκοπών για τους οποίους θα πρέπει να εργαζόμαστε.
Β. ΔΑΣΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ -ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ -ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ
Η διάρθρωση και η αρμοδιότητες των Περιφερειακών Δασικών Υπηρεσιών καθορίζονται στο Π.Δ.1213/1981.
Οι διατάξεις αυτού του Π.Δ., σε ότι αφορά τη διάρθρωση των Περιφερειακών Δασικών Υπηρεσιών, ισχύουν και σήμερα με τη διαφορά ότι μετά την ισχύ του ν.2503/1997, οι υπηρεσίες αυτές υπήχθησαν στις Περιφέρειες του Κράτους που αντίστοιχα υπάγονται στο Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.
Σε επίπεδο Κεντρικής Υπηρεσίας με το Π.Δ. 352/1991 συστήθηκε η Γενική Γραμματεία Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος στην οποία υπήχθη η Γενική Διεύθυνση Δασών με 6 πλέον διευθύνσεις. Το έτος 1993 με το Π.Δ. 242 συστήθηκε το «Δασικό Σώμα», αλλά στην ουσία δεν έγινε τίποτα περισσότερο από το να καταταγεί όλο το υλωρικό προσωπικό σε δύο κατηγορίες, εκείνες των δασοφυλάκων Α και Β.
Τέλος με το Π.Δ 228/2002 καταργήθηκε η Γενική Γραμματεία Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος.
Εξετάζοντας τα διάφορα οργανωτικά σχήματα της τελευταίας 30ετίας, μπορούμε εύκολα να οδηγηθούμε στη γενική διαπίστωση ότι κανένα από αυτά δεν αποτέλεσε προϊόν σοβαρής μελέτης της διοικητικής οργάνωσης των δασικών υπηρεσιών. Ο καθορισμός του επιπέδου και του αριθμού των διαφόρων υπηρεσιακών μονάδων φαίνεται ότι κάθε φορά υπαγορεύονταν από συγκυρίες ή ακόμη από τις προσωπικές εκτιμήσεις των εισηγητών του οργανισμού, που οπωσδήποτε δεν ήταν ανεπηρέαστες από τις μισθολογικές και βαθμολογικές επιδιώξεις των υπαλλήλων.
(Μόνο με αυτή τη παραδοχή μπορούν να εξηγηθούν οι διάφορες απαλείψεις και επαναφορές των ιδίων υπηρεσιακών μονάδων και η αριθμητική αυξομείωση τους στα διάφορα οργανωτικά σχήματα, όπως π.χ. η σύσταση το 1959, η κατάργηση το 1966, η επαναφορά το 1977 και η εκ νέου κατάργηση το 1981 των δασοτεχνικών εποπτειών ή ο καθορισμός των δασαρχείων σε 77 το 1961, σε 180 το 1966, σε 54 το 1970 σε 85 το 1977, σε 80 το 1981, για να περιοριστούμε μόνο σ΄αυτά τα χαρακτηριστικά παραδείγματα.)

Γ. ΑΠΟΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΔΑΣΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ .
Η δασική εργασία, είτε υπό το πρίσμα της ανάπτυξης και αξιοποίησης των δασικών πόρων είτε υπό στενότερους διαχειριστικούς σκοπούς αλλά πρώτιστα και κατά κύριο λόγο σε σχέση με την προστασία των δασών και του φυσικού περιβάλλοντος, προϋποθέτει την άρτια οργάνωση διοικητικού μηχανισμού ο οποίος θα έχει τη δυνατότητα να παρεμβαίνει προληπτικά και κατασταλτικά για τον εντοπισμό και έλεγχο των κινδύνων και να λαμβάνει τα επιβαλλόμενα μέτρα για την εξασφάλιση της αρχής της αειφορίας των δασικών πόρων, σύμφωνα με τις σύγχρονες αντιλήψεις της δασοπονίας των πολλαπλών σκοπών.
Οι δασικές υπηρεσίες έχουν ιδιαίτερα σημαντική διοικητική διαδρομή και συνεισφορά στην ορεινή οικονομία .
(Ξεκινώντας από την πρώτη διάνοιξη των δασών μετά τον εμφύλιο πόλεμο και την παροχή εισοδήματος στους ορεινούς πληθυσμούς (με τα εκτελούμενα τεχνικά έργα, τις αναδασώσεις κλπ) και φθάνοντας στη σημερινή εποχή με την παροχή υπηρεσιών οικολογικού ενδιαφέροντος ή τη φιλοξενία επισκεπτών, οι υπηρεσίες αυτές είχαν (και έχουν) σημαντικό επιστημονικό, διοικητικό και κοινωνικό ρόλο να επιτελέσουν .)
Τα τελευταία χρόνια, άλλοτε με το πρόσχημα της αποκέντρωσης, άλλοτε εξαιτίας του κακού προγραμματισμού και της περιορισμένης χρηματοδότησης δασικών δραστηριοτήτων, ακόμα και εξαιτίας της δικής μας ανεπάρκειας, οι δασικές υπηρεσίες υποβαθμίστηκαν, περιθωριοποιήθηκαν και απαξιώθηκαν και δεν είναι πλέον δυνατόν να ασκήσουν αποτελεσματικά τις αρμοδιότητες τους, είτε αυτές αφορούν στη διαχείριση είτε στην ανάπτυξη και την προστασία των δασών της χώρας μας.
Σημείο αναφοράς για την πορεία αυτή αποτελεί η ένταξη των δασικών υπηρεσιών στις Περιφέρειες του Κράτους με το Ν.2503/1997, όπου και αποκόπηκαν από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (πρώην Γεωργίας) .
Σήμερα, 10 περίπου χρόνια από την ένταξη των Περιφερειακών Δασικών Υπηρεσιών στις Περιφέρειες, τα αποτελέσματα δεν είναι ευοίωνα. Η κατακερματισμένη δασική διοίκηση έχει γίνει χαλαρότερη, οι υστερήσεις στη διεκπεραίωση υποθέσεων πολιτών είναι κανόνας, οι υπηρεσίες ανέλεγκτες και αβοήθητες δεν μπορούν ανταπεξέλθουν στις σύγχρονες διοικητικές αντιλήψεις, επικρατεί η ευθυνοφοβία και η έλλειψη ενδιαφέροντος, με συνέπεια την αποδυνάμωση του δασικού παραγωγικού δυναμικού, την απώλεια πόρων λόγω δυσχερειών στον προγραμματισμό των δασικών έργων και δραστηριοτήτων και τελικά τη διαφορετική αντίληψη από Περιφέρεια σε Περιφέρεια για το ρόλο και την διάρθρωση της δασικής διοίκησης και την ασκούμενη δασική πολιτική.
Σε όλα τα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε και την εμφάνιση προβλημάτων σε θέματα όπως οι κρίσεις και οι τοποθετήσεις των προϊσταμένων των περιφερειακών υπηρεσιών, οι μετακινήσεις του προσωπικού σε επίπεδο περιφέρειας και τη δυσανάλογη συγκέντρωση προσωπικού σε ορισμένες υπηρεσίες, προκειμένου να εξυπηρετηθούν ατομικές ή άλλες σκοπιμότητες.
Το ζήτημα των μεταθέσεων και μετακινήσεων υπαλλήλων των Περιφερειών μπορεί να αναφερθεί ως δείγμα κακής διοίκησης.
Θεωρήθηκε η Περιφέρεια μία διοικητική αρχή, παρερμηνεύτηκαν οι σχετικές διατάξεις του υπαλληλικού κώδικα, με αποτέλεσμα οι μεταθέσεις υπαλλήλων σε επίπεδο περιφέρειας να βαφτίζονται μετακινήσεις, (κατά παράβαση των κειμένων διατάξεων και των αρχών της χρηστής διοίκησης) που ανάγκασε τους θιγόμενους υπαλλήλους να ζητήσουν δικαστική προστασία και τελικά να δικαιωθούν.
Η αποδοχή από την Πολιτεία της πρότασης μας να κατοχυρωθούν νομοθετικά οι έννοιες της μετάθεσης, της μετακίνησης και της Δημόσιας Αρχής και να θεσμοθετηθεί η τήρηση διαφανών διαδικασιών κατά τη διαδικασία των μεταθέσεων του προσωπικού, (σύμφωνα με την κρίση των υπηρεσιακών συμβουλίων) θα συμβάλει στην λύση του τεχνητού πιστεύουμε αυτού προβλήματος.

Δ. ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΔΑΣΟΠΟΝΙΑΣ
Από την εποχή του πολυσυζητημένου πορίσματος της διακομματικής επιτροπής της Βουλής των Ελλήνων για τα δάση και την επιζητούμενη (και προτεινόμενη στο πόρισμα) αυτόνομη χρηματοδότηση του Τομέα, με ορισμένο ποσοστό επί του προϋπολογισμού του κράτους, βρεθήκαμε στην σημερινή κατάσταση που όχι μόνο δεν τίθεται θέμα εφαρμογής του πορίσματος της διακομματικής επιτροπής αλλά ο Τομέας μας, κατακερματίζεται σε ότι αφορά την άσκηση αρμοδιοτήτων, περιθωριοποιείται ως προς την πρόβλεψη χρηματοδότησής του από τα επιχειρησιακά προγράμματα σε Κεντρικό και Περιφερειακό επίπεδο, αποδυναμώνεται λόγω της σημαντικής μείωσης του υπηρετούντος υλωρικού προσωπικού και γίνεται βορρά στα μικρά ή μεγαλύτερα συμφέροντα που εποφθαλμιούν οφέλη από τα δασικά οικοσυστήματα.
Η χρηματοδότηση των δασικών έργων και δραστηριοτήτων είναι ο μόνος τρόπος για την αποτελεσματική προστασία των δασών, την αειφορική τους διαχείριση, την ισόρροπη ανάπτυξη της ορεινής υπαίθρου χώρας και την συγκράτηση του παραδασόβιου πληθυσμού.
Στο ομόφωνο πόρισμα της Διακομματικής Επιτροπής της Βουλής για τα δάση, είχε προταθεί ως βασική αρχή η ίδρυση αυτόνομου ταμείου δασικής ανάπτυξης, το οποίο θα εξασφάλιζε την επαρκή, αέναη και απρόσκοπτη χρηματοδότηση του Τομέα των Δασών.
Αυτό εφαρμόζεται επιτυχώς στις περισσότερες προηγμένες χώρες του κόσμου, λόγω της ανάγκης για μακρόχρονο προγραμματισμό στην Δασοπονία.
Αντί αυτού, 12 χρόνια μετά το πόρισμα, με το άρθρο 8 του Ν.3208/2003 μετονομάστηκε ο φορέας 120 ¨δάση–θήρα¨ που λειτουργούσε ήδη στο Κεντρικό Ταμείο Γεωργίας Κτηνοτροφίας και Δασών, σε ¨Ειδικό Φορέα Δασών¨ προκειμένου να χρηματοδοτούνται και μέσω του Κεντρικού Ταμείου Γεωργίας Κτηνοτροφίας και Δασών οι Περιφερειακές Δασικές Υπηρεσίες για την υλοποίηση δασικών έργων και δραστηριοτήτων.
Με τον τρόπο αυτό επιχειρήθηκε, να δοθεί μια λύση στο πρόβλημα της χρηματοδότησης του τομέα από το Κεντρικό Ταμείο.
Όμως παρά το ότι έχουν περάσει δυο χρόνια από την ψήφιση του νόμου, η διάταξη αυτή παραμένει ανενεργή, με αποτέλεσμα οι εγγραφόμενες για τα δάση πιστώσεις στο Κεντρικό Ταμείο Γεωργίας Κτηνοτροφίας και Δασών, να μην αξιοποιούνται και να παραμένουν αδιάθετες (ενισχύοντας τα ταμειακά υπόλοιπα του ταμείου) .
Από την άλλη πλευρά είναι αξιοσημείωτο ότι προωθήθηκε από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, η ρύθμιση του άρθρου 20 παρ.8 του νόμου 3399/2005 (ΦΕΚ 255/Α/17-10-2005) με την οποία παρέχεται η δυνατότητα με απόφαση του Υπουργού να διατίθενται τα έσοδα από τα δάση σε διάφορους σκοπούς του γεωργικού τομέα.
Η ρύθμιση αυτή δημιουργεί εύλογους προβληματισμούς για το αν πράγματι υπάρχει πολιτική βούληση να λειτουργήσει ο Ειδικός Φορέας Δασών.
Αντίστοιχα είναι και τα προβλήματα με τη χρηματοδότηση δασικών έργων και δραστηριοτήτων από το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. Εδώ η ¨αποκέντρωση¨ προκάλεσε δυσκολίες προσαρμογής (ως ένα βαθμό εύλογες) που οφείλονται στο δυσκίνητο πλαίσιο κανόνων που επέβαλε το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών για την υλοποίηση του Κ.Π.Σ .
Στον τομέα μας αντιμετωπίσαμε δυσκολίες και σημαντικές υστερήσεις τόσο σε επίπεδο προγραμματισμού όσο και επίπεδο εξασφάλισης πόρων για τη δασική ανάπτυξη.
Η περιορισμένη διαθεσιμότητα πόρων για τη δασική ανάπτυξη οξύνθηκε από τη μη επιλεξιμότητα δράσεων στα δημόσια δάση που προκάλεσαν αποκλεισμό έργων από τη χρηματοδότηση τους μέσω των διαρθρωτικών ταμείων της Ε.Ε.
Όμως το σημαντικότερο πρόβλημα αναφορικά με τον προγραμματισμό δασικών δραστηριοτήτων στα πλαίσια του 3ου Κ.Π.Σ εντοπίζεται σε δύο σημεία:
I. Στην πολιτική απόφαση να αποκεντρωθεί στις Περιφέρειες το επιχειρησιακό πρόγραμμα του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων για τα δάση, στο σύνολό του, με αποτέλεσμα ουσιαστικά να στερηθεί ο αρμόδιος για τα δάση Υπουργός τη δυνατότητα να ασκεί δασική πολιτική .
II. Στη μείωση του συνολικού προϋπολογισμού των δασικών προγραμμάτων που αποκεντρώθηκαν στα Π.Ε.Π στο ύψος των 200 εκ ευρώ περίπου από το ύψος των 1.300 εκ που ήταν η αρχική πρόβλεψη.
Με τον τρόπο αυτό οι πιστώσεις που ενεγράφησαν τελικά στα ΠΕΠ, για την υλοποίηση των στόχων της δασικής πολιτικής δεν επαρκούσαν για την εκτέλεση βασικών έργων υποδομής, που θεωρούνται αναγκαία για την προστασία των δασών (δρόμοι, δεξαμενές νερού, καθαρισμοί επικίνδυνων για έκρηξη πυρκαϊάς περιοχών κλπ), αλλά και για τα αναγκαία αναπτυξιακά δασικά έργα (φυτώρια, αναδασώσεις, ορεινά υδρονομικά και αντιδιαβρωτικά έργα, δημιουργία έργων δασικής αναψυχής, εκτροφεία κλπ).
Αυτό ανάγκασε τη δασική διοίκηση να προσπαθεί να εξασφαλίσει εθνικούς πόρους του Π.Δ.Ε για να μπαλώσει την κατάσταση, χρηματοδοτώντας κυρίως τα απαραίτητα έργα συντήρησης του δασικού οδικού δικτύου αλλά και όσες άλλες δραστηριότητες δεν ήταν επιλέξιμες από το Γ΄ΚΠΣ, όταν πραγματοποιούνται σε δημόσια δάση και δασικές εκτάσεις.
Όλα αυτά αν ληφθεί υπόψη ότι δεν είναι δυνατό να σταματήσουν δραστηριότητες απόλυτα αναγκαίες τόσο για την προστασία όσο και για την ανάπτυξη των δασών, ( δεν είναι π.χ. δυνατό να μην συντηρήσουμε το δασικό οδικό δίκτυο που εξασφαλίζει – πέραν των άλλων – και την πρόσβαση των πυροσβεστικών οχημάτων στο δασικό χώρο ή να σταματήσουμε τα ορεινά υδρονομικά έργα κλπ), μας οδηγούν στην ανάγκη αναθεώρησης του σχεδιασμού για τα δάση κατά το 4ο ΚΠΣ ή ακόμη και την ανάγκη αντιμετώπισης του θέματος από Εθνικούς πόρους, δεδομένου του ανταποδοτικού χαρακτήρα που πρέπει να έχουν τα έσοδα από τα δάση, που με το άρθρο 35 του Ν.2873/2000 περιήλθαν στον Τακτικό Προϋπολογισμό .
Τέλος σε ότι αφορά την εγγραφόμενη κάθε χρόνο πίστωση στον Τακτικό Προϋπολογισμό Εξόδων του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων για τη δασοπροστασία, έχουμε να παρατηρήσουμε ότι αυτή έχει καθηλωθεί τα τελευταία χρόνια στο ύψος των 11,5 εκατ. Ευρώ, ενώ η απαίτηση για την εκπόνηση και εκτέλεση του προγράμματος δασοπροστασίας είναι υπερδιπλάσια. Το γεγονός αυτό μας αναγκάζει να περικόπτουμε το έργο της δασοπροστασίας να εκτελούμε τις βασικές μας υποχρεώσεις και να αναζητάμε λύσεις για τη χρηματοδότηση ανελαστικών υποχρεώσεων που αφορούν κυρίως τα εκτροφεία θηραμάτων, τα κρατικά εργοστάσια ξύλου τους εθνικούς δρυμούς κλπ .
Η αναθεώρηση του επιπέδου χρηματοδότησης της δασοπονίας από τις πηγές που προαναφέρθηκαν, η αναθεώρηση της πολιτικής απόφασης για την πλήρη αποκέντρωση στις Περιφέρειες του επιχειρησιακού προγράμματος για τα δάση είναι σημεία για τα οποία το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης έχοντας την ευθύνη για τη δασική πολιτική πρέπει να πάρει θέση.
Ιδιαίτερα επισημαίνουμε την ανάγκη να εκφραστεί η πολιτική βούληση σε σημαντικές δραστηριότητες και τομείς έργων όπως, το δασολόγιο, τα ορεινά υδρονομικά, η βελτίωση των ορεινών βοσκοτόπων, η λειτουργία των εκτροφείων θηραμάτων και των Κρατικών εργοστασίων ξύλου και η απογραφή των δασών που αποτελούν πεδία ιδιαίτερου δασοπολιτικού ενδιαφέροντος.

ΔΑΣΟΠΡΟΣΤΑΣΙΑ –ΔΑΣΟΛΟΓΙΟ .
Το αντικείμενο της δασοπροστασίας το οποίο περιγράφεται αναλυτικά από το άρθρο 36 του Ν.1845/89 όπως συμπληρώθηκε και ισχύει , καθώς και από τις διατάξεις του Δασικού Κώδικα (Ν.Δ 86/1969) και το Ν.998/79, προϋποθέτει, εκτός από τη χρηματοδότηση και την εκτέλεση των απαραίτητων έργων και εργασιών , την συστηματική σε καθημερινή βάση παρουσία δασικών υπαλλήλων εντός των δασικών οικοσυστημάτων.
Ό έλεγχος του δασικού πλούτου, είναι αναγκαίος για την απρόσκοπτη και αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων δασοπροστασίας που έχουν ανατεθεί στις Κεντρικές και Περιφερειακές Δασικές Υπηρεσίες.
Όμως για να ασκούνται οι από το νόμο αρμοδιότητές μας σε ότι αφορά το αντικείμενο της Δασοπροστασίας, πρέπει να λειτουργεί συστηματικά, ένας ενιαίος μηχανισμός, που θα έχει τη δυνατότητα να ελέγχει προληπτικά και κατασταλτικά τις δασικές παραβάσεις, να έχει στη διάθεσή του σύγχρονα υλικοτεχικά μέσα και εξοπλισμό, κωδικοποιημένο και σαφές νομικό πλαίσιο καθώς και οριοθετημένο αντικείμενο προστασίας (δάση και δασικές εκτάσεις που προστατεύονται από το Σύνταγμα) .
Στο ιδιαίτερα σημαντικό αυτό ζήτημα οφείλουμε δυστυχώς να επισημάνουμε ότι προωθήθηκαν για ψήφιση στη Βουλή και ψηφίστηκαν τελικά νόμοι,(ν.1734/87, ν.3208/2003) με εμφανώς αντισυνταγματικό περιεχόμενο, για τους οποίους η Ένωσή μας προσέφυγε δικαστικά και τελικά είτε δικαιώθηκε αφού τα αρμόδια δικαστήρια τους έκριναν αντισυνταγματικούς, είτε κατέστησαν ανενεργοί μέσω αντικρουόμενων εγκυκλίων.
Από την άλλη πλευρά δεν λήφθηκε καμιά μέριμνα για τον προγραμματισμό και τη χρηματοδότηση της σύνταξης δασικών χαρτών και του δασολογίου, παρά το γεγονός ότι από το 1998 υπάρχει καταδικαστική σε βάρος του δημοσίου απόφαση του Σ.τ.Ε. για το θέμα αυτό.
Επίσης είναι αξιοσημείωτες και μας προβληματίζουν οι δηλώσεις μεγαλόσχημων πολιτικών παραγόντων, που πρόσφατα είδαν το φως της δημοσιότητας με τις οποίες καταγράφονται νέες αρνητικές προθέσεις και ουσιαστικά προαναγγέλλεται η κατάργηση του τεκμηρίου κυριότητας του δημοσίου. Οι δηλώσεις αυτές έρχονται να συμπληρώσουν την προσπάθεια για σταδιακή μετατροπή του Εθνικού Κτηματολογίου, από εργαλείο αποκάλυψης και προστασίας της Δημόσιας περιουσίας σε μηχανισμό νομιμοποίησης αυθαίρετων καταλήψεων και βιομηχανία παραγωγής ιδιοκτησιών μέσα σ’ αυτή, οι οποίες βασίζονται σε πλαστούς και σε κάθε περίπτωση μη έγκυρους τίτλους.
Έγκαιρα, η Δασική Υπηρεσία από το 2003 επισήμανε ότι κατά τις διαδικασίες Κτηματογράφησης στα πλαίσια του Εθνικού Κτηματολογίου, γίνεται αντιστροφή του τεκμηρίου κυριότητας το οποίο αντί να λειτουργεί υπέρ του Δημοσίου, μετατρέπεται σε τεκμήριο υπέρ των ιδιωτών, ανεξάρτητα από την εγκυρότητα των επικαλούμενων τίτλων.
Αντί η Πολιτεία να φροντίσει για την προστασία των πολιτών κατά τις δικαιοπραξίες σε ακίνητα, καταγράφοντας έγκαιρα και έγκυρα τα δάση και τις δασικές εκτάσεις στις οποίες ισχύει το Τεκμήριο του Δημοσίου (Δασικοί Χάρτες, Δασολόγιο), άφησε ελεύθερους, δεκαετίες ολόκληρες, τους επιτήδειους να λεηλατούν τη Δημόσια περιουσία και να εξαπατούν τους απλούς πολίτες πουλώντας την ως δικιά τους . Σήμερα έρχεται και «ευαισθητοποιείται» από το τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα που η ίδια υπέθαλψε για να κάνει ένα βήμα παραπάνω να προχωρήσει δηλαδή και στην τυπική κατάργηση του Τεκμηρίου.
Τα παραπάνω στοιχεία προσδιορίζουν τη φύση και το χαρακτήρα των προβλημάτων στην αποτελεσματική προστασία των δασικών οικοσυστημάτων και αποτελούν στόχους που συνδέονται άμεσα με τη δασική πολιτική .
Δυστυχώς οι υστερήσεις από αυτούς τους στόχους είναι ιδιαίτερα σημαντικές .

Κυρίες και κύριοι,

Τα τελευταία χρόνια τα δάση από τη μία πλευρά παραμένουν ο φτωχός συγγενής της Ελληνικής Γεωργίας και από την άλλη του υπεραναπτυγμένου Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, όπου το περιβάλλον προσδίδει έμφαση στον τίτλο του αλλά η ουσία είναι στα δημόσια έργα.
Αποτελεί υποχρέωση για όλους εμάς που υπηρετούμε τον Τομέα, σεβόμενοι την διαχρονική προσφορά του στην Ελληνική Κοινωνία , να τον οδηγήσουμε έξω από αυτό το αδιέξοδο και να του προσδώσουμε τη διάσταση που του αρμόζει.

 

 

Ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας


Νίκος Μπόκαρης