Θανάσης Μπουζινέκης
Πρόεδρος του Δ.Σ. της Πανελλήνιας Κίνησης Δασολόγων
Εισήγηση με θέμα :

“Δασικοί Χάρτες – Κτηματολόγιο – Δασολόγιο”


1. Εισαγωγή – Σύντομο ιστορικό
Οι Δασικοί Χάρτες είναι το αποτελεσματικότερο εργαλείο που διαθέτουμε για την ανάδειξη, την προστασία, αλλά και τη μελλοντική διαχείριση των δασικών και χορτολιβαδικών εκτάσεων της χώρας μας.

Η πρώτη συστηματική προσπάθεια για την καταγραφή των δασών και των δασικών εκτάσεων της χώρας, έγινε με τους “Κτηματικούς Χάρτες” τους οποίους συνέτασσαν τα συνεργεία κτηματογράφησης που ιδρύθηκαν από τη Δασική Υπηρεσία στο πλαίσιο του Νόμου 248/76. Μια προσπάθεια που για διάφορους λόγους δεν τελεσφόρησε ποτέ.
Με τη μορφή που ισχύουν σήμερα, οι Δασικοί Χάρτες θεσμοθετούνται για πρώτη φορά με το Νόμο 2664/98 (ΦΕΚ275/Α/03.12.1998 – “Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις”). Μεταξύ όλων των άλλων, με τον ίδιο Νόμο ιδρύονται παράλληλα τα αρμόδια Τμήματα Δασικών Χαρτογραφήσεων (στις Διευθύνσεις Δασών των Νομών και των Περιφερειών), και καθορίζονται οι διαδικασίες σύνταξης, ελέγχου, ανάρτησης και κύρωσης των Δασικών χαρτών.
Τον Ιούλιο της επόμενης χρονιάς δημοσιεύονται οι πρώτες ολοκληρωμένες τεχνικές προδιαγραφές σύνταξής τους (ΦΕΚ 1358/Β/01.07.1999 – “Καθορισμός τεχνικών προδιαγραφών κατάρτισης δασικών χαρτών”), ενώ τον Ιούλιο του 2000 δημοσιεύεται το Προεδρικό Διάταγμα 187 για τη διάρθρωση και τις αρμοδιότητες των Τμημάτων Δασικών Χαρτογραφήσεων (ΦΕΚ 176/Α/31.07.2000).

Στην πραγματικότητα, οι Δασικοί Χάρτες ξεκίνησαν στη χώρα μας το 1999, χρηματοδοτήθηκαν από το πρόγραμμα του Εθνικού Κτηματολογίου, και μέχρι σήμερα τουλάχιστον, συντάχθηκαν αποκλειστικά και μόνον για τους ΟΤΑ που είχαν συμπεριληφθεί στα επιμέρους προγράμματα κτηματογράφησης (Α’ πιλοτικό, Β’ πιλοτικό και 1ο κύριο πρόγραμμα κτηματογράφησης).

2. Διευκρινίσεις επί τεχνικών θεμάτων
2.α Δασικός Χάρτης
Πάνω στους Δασικούς Χάρτες αποτυπώνονται τα όρια των δασικών και χορτολιβαδικών εκτάσεων (έτσι όπως αυτά εμφανίζονται, τόσο στις παλαιότερες διαθέσιμες αεροφωτογραφίες – 1938, 1945 ή 1960, όσο και στην πρόσφατη κατάσταση), τα πάρκα και τα άλση που βρίσκονται εντός των σχεδίων πόλεων, καθώς και όλες τις τελεσίδικες διοικητικές πράξεις που έχουν εκδοθεί για κάθε εξεταζόμενη περιοχή από τη Δασική Υπηρεσία (Πράξεις Χαρακτηρισμού του άρθρου 14 του Ν.998/79, κηρύξεις αναδασωτέων εκτάσεων κλπ).
Οι χάρτες αυτοί παράγονται σε ηλεκτρονική και έντυπη μορφή, και από τη στιγμή που ένας μελετητής ολοκληρώσει την πρώτη φάση της δουλειάς του, παραδίδει αυτά τα υλικά στα κατά τόπους αρμόδια Τμήματα της Δασικής Υπηρεσίας (Τμήματα Δασικών Χαρτογραφήσεων), τα οποία και ελέγχουν την ακρίβεια με την οποία αποτυπώθηκαν οι επιμέρους οριογραμμές. Έτσι ξεκινά μια διαδικασία ελέγχου, παρατηρήσεων και διορθώσεων, η οποία ολοκληρώνεται με την τελική έγκριση των οριογραμμών από τη Δασική Υπηρεσία, οπότε και μιλάμε πλέον για “θεωρημένους” Δασικούς Χάρτες.
Από εκεί και πέρα, τα κατά τόπους Τμήματα Δασικών Χαρτογραφήσεων θα πρέπει να “αναρτήσουν” αυτούς τους θεωρημένους Δασικούς Χάρτες, έτσι ώστε οι πολίτες να υποβάλλουν τις τυχόν αντιρρήσεις τους. Μετά την εκδίκαση αυτών των αντιρρήσεων από τριμελή επιτροπή, οι χάρτες διορθώνονται εκεί όπου αποφασίστηκε ότι πρέπει να αλλάξουν, και έτσι φτάνουμε στο τελικό και οριστικό προϊόν ολόκληρης της διαδικασίας, το οποίο ονομάζεται “οριστικός” ή “κυρωμένος” Δασικός Χάρτης.

2.β Δασολόγιο
Από την άλλη μεριά, το Δασολόγιο είναι ένα σύστημα καταγραφής και επεξεργασίας πληροφοριών, το οποίο ξεκινά να δομείται και έχει σαν βάση τους κυρωμένους Δασικούς Χάρτες. Στο Δασολόγιο για παράδειγμα, τα δάση και οι δασικές εκτάσεις που εμφανίζονται στους κυρωμένους Δασικούς Χάρτες χωρίζονται σε επιμέρους γεωγραφικές ενότητες (“μερίδες”), για την καθεμία από τις οποίες καταχωρούμε μια σειρά από χρήσιμα διαχειριστικά δεδομένα (π.χ. απαντώμενα δασοπονικά είδη, είδος δάσους, πυκνότητα βλάστησης, ιδιοκτησιακό καθεστώς κλπ).

3. Σχέση Δασικών Χαρτών – Κτηματολογίου – Δασολογίου
Από όσα αναφέρθηκαν προηγούμενα, η σχέση μεταξύ των Δασικών Χαρτών και του Δασολογίου θεωρούμε ότι είναι σαφής και καθαρή: Για να γίνει το Δασολόγιο μιας περιοχής, θα πρέπει πρώτα να συνταχθούν και να κυρωθούν οι Δασικοί Χάρτες της συγκεκριμένης περιοχής.
Από την άλλη μεριά, για να δοθεί μια πληρέστερη εικόνα της σχέσης των Δασικών Χαρτών και του Εθνικού Κτηματολογίου, θα πρέπει να διευκρινιστούν τρία κυρίως πράγματα:
3.α Όταν σχεδιάστηκε το έργο του Εθνικού Κτηματολογίου με τη σημερινή του μορφή (με βάση την αντίστοιχη μελέτη του ΤΕΕ που ολοκληρώθηκε το 1994), εντάχθηκε και χρηματοδοτήθηκε από το Υποπρόγραμμα “Περιβάλλον” του Β’ ΚΠΣ στη λογική ότι ήταν το καλύτερο μέσο για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, και ιδιαίτερα των περιβαλλοντικά ευαίσθητων και προστατευόμενων περιοχών. Παρόλα αυτά, σε κανένα σημείο, τόσο της πρότασης του ΤΕΕ, όσο και του εγκεκριμένου από την ΕΟΚ έργου δεν υπήρχε η οποιαδήποτε αναφορά στους Δασικούς Χάρτες. Όπως επίσης δεν υπήρχε καμία αναφορά ή υποχρέωση των αναδόχων μελετητών για τη σύνταξη Δασικών χαρτών στα δύο πρώτα πιλοτικά προγράμματα κτηματογράφησης (Α’ και Β’ πιλοτικό πρόγραμμα). Στην ουσία, το Εθνικό Κτηματολόγιο ενσωμάτωσε και χρηματοδότησε τις διαδικασίες σύνταξης των Δασικών Χαρτών μετά την ψήφιση του Ν.2664/98.
3.β Το Εθνικό Κτηματολόγιο καταγράφει και αποτυπώνει ιδιοκτησίες (“εμπράγματα δικαιώματα”). Μάλιστα, σύμφωνα με τον βασικό Νόμο της κτηματογράφησης (Ν.2308/1995), η δήλωση της ιδιοκτησίας του Ελληνικού Δημοσίου στο πλαίσιο μιας μελέτης κτηματογράφησης, δεν είναι υποχρεωτική. Οι Δασικοί Χάρτες δεν αποτυπώνουν ιδιοκτησίες, αλλά τη μορφή και τον χαρακτήρα των επιμέρους εκτάσεων. Με βάση λοιπόν το “μαχητό τεκμήριο κυριότητας υπέρ του δημοσίου”, το Ελληνικό Δημόσιο (και πιο συγκεκριμένα, η Δασική Υπηρεσία), “χρησιμοποιεί” τους Δασικούς Χάρτες για να δηλώσει την περιουσία του στο πλαίσιο μια μελέτης κτηματογράφησης. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο πρώτος ή ο αποκλειστικός λόγος σύνταξης ενός Δασικού Χάρτη είναι η δήλωση ιδιοκτησίας του Ελληνικού Δημοσίου στο πλαίσιο μιας μελέτης κτηματογράφησης.

3.γ Όπως αναφέρθηκε και προηγούμενα, οι Δασικοί Χάρτες ξεκίνησαν ουσιαστικά στη χώρα μας το 1999, και μέχρι σήμερα χρηματοδοτήθηκαν αποκλειστικά και μόνον από το πρόγραμμα του Εθνικού Κτηματολογίου. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι Δασικοί Χάρτες μπορούν να συνταχθούν μόνον στις περιοχές που κτηματογραφούνται στο πλαίσιο των μελετών κτηματογράφησης, ή ότι η χρηματοδότηση της σύνταξης αυτών των χαρτών είναι αποκλειστική ευθύνη της ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Α.Ε. ή του ΥΠΕΧΩΔΕ. Αντίθετα, η ουσιαστική ευθύνη για τη σύνταξη των Δασικών Χαρτών βαρύνει το Υπουργείο Γεωργίας.

4. Η εμπειρία από τη μέχρι σήμερα σύνταξη των Δασικών Χαρτών
Μέσα στα χρόνια που πέρασαν από το 1997 μέχρι σήμερα, έγιναν τόσα πολλά και διαφορετικά πράγματα σε σχέση με τη σύνταξη των Δασικών χαρτών που δεν θα έφταναν ούτε 15 συνέδρια για να αναφερθούν.
Στο πλαίσιο λοιπόν των χρονικών περιορισμών αλλά και του γενικότερου ενδιαφέροντος αυτού του συνεδρίου, τα δύο σημαντικότερα ίσως στοιχεία που αξίζει να αναφερθούν σαν εμπειρία από τη μέχρι τώρα σύνταξη των Δασικών Χαρτών, είναι τα εξής:
4.α Η σύνταξη των Δασικών Χαρτών μιας περιοχής που τίθεται υπό κτηματογράφηση, θα πρέπει να προηγείται της σύνταξης των μελετών κτηματογράφησης του Εθνικού Κτηματολογίου. Αυτό είναι κάτι που το φωνάζουμε εδώ και πολλά χρόνια, και η εμπειρία έχει αποδείξει ότι αν ακολουθείτο αυτή η σειρά (δηλαδή, πρώτα οι Δασικοί Χάρτες και μετά οι μελέτες κτηματογράφησης), θα είχαμε καλύτερη υπεράσπιση της περιουσίας του Δημοσίου, πολύ λιγότερα τεχνικά προβλήματα, καθώς και σημαντική μείωση του κόστους, τόσο της σύνταξης των Δασικών Χαρτών, όσο και της σύνταξης των κυρίων μελετών κτηματογράφησης.
4.β Κάτι που συνήθως παραγνωρίζεται ή υποτιμάται, είναι το γεγονός ότι η σύνταξη των Δασικών Χαρτών, εκτός από τα πολλά και προφανή οφέλη, αποτέλεσε ταυτόχρονα την αφορμή και το εφαλτήριο για μια συνολική αναβάθμιση της Δασικής Υπηρεσίας. Τα Τμήματα Δασικών Χαρτογραφήσεων, αποτέλεσαν την αφορμή για τον μεγαλύτερο κύκλο προσλήψεων νέων Δασολόγων στην Υπηρεσία που έγινε τις τελευταίες δεκαετίες, και εξοπλίσθηκαν με μέσα και υλικά (ορθοφωτοχάρτες, Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών, plotters κλπ), που όχι μόνον δεν διέθεταν πριν οι Διευθύνσεις Δασών, αλλά που είναι πολύ αμφίβολο αν ποτέ τα έπαιρναν αν δεν υπήρχαν οι ανάγκες που δημιουργήθηκαν με τους Δασικούς Χάρτες. Πρακτικά, η εικόνα της Υπηρεσίας 5 χρόνια πριν την έναρξη της σύνταξης των Δασικών Χαρτών, δεν έχει καμία απολύτως σχέση (σε μέσα και προσωπικό), με την εικόνα που διαμορφώθηκε 5 χρόνια μετά την έναρξη της σύνταξης των Δασικών Χαρτών. Και εκτός από αυτό, ο εξοπλισμός και η τεχνογνωσία που αποκτήθηκε, εκτός από τους Δασικούς Χάρτες, μπορεί να χρησιμοποιηθεί (και σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιείται), και για πολλές άλλες δραστηριότητες των Διευθύνσεων Δασών. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο πιστεύουμε ότι οι Δασικοί Χάρτες, αποτελούν εκτός όλων των άλλων και το βασικότερο εργαλείο για τη μελλοντική διαχείριση των δασών και των δασικών εκτάσεων της χώρας μας, σε συνδυασμό πάντοτε με το Δασολόγιο που θα ακολουθήσει.
5. Ολοκλήρωση Δασικών Χαρτών για το σύνολο της χώρας
Τον Φεβρουάριο του 2002, μετά από αίτημα της τότε Διοίκησης της ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Α.Ε. (εν όψει της κατάθεσης στην Ε.Ε. του νέου Επιχειρησιακού Προγράμματος του Εθνικού Κτηματολογίου), η Πανελλήνια Κίνηση Δασολόγων συνέταξε και κοινοποίησε (σε πολλούς αποδέκτες) ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για τον σχεδιασμό και την ολοκλήρωση της σύνταξης των Δασικών Χαρτών στη χώρα μας. Παρά το γεγονός ότι από τότε έχουν αλλάξει πολλά πράγματα (Κυβερνήσεις, Διοικήσεις, τιμές, τεχνικά δεδομένα κλπ), πολλά από τα στοιχεία εκείνου του κειμένου παραμένουν επίκαιρα και σωστά μέχρι και σήμερα.
Όπως και να έχει πάντως, για την από εδώ και πέρα σύνταξη και ολοκλήρωση των Δασικών χαρτών στη χώρα μας, μπορούμε να πούμε τα εξής:
5.α Σε σύνολο 132 περίπου εκατομμυρίων στρεμμάτων της χώρας, μέχρι σήμερα έχουν συνταχθεί χάρτες για 8,5 περίπου εκατ. στρέμματα (οι περιοχές που ήδη κτηματογραφήθηκαν), και με το νέο πρόγραμμα του Εθνικού Κτηματολογίου (οι 107 ΟΤΑ) αναμένεται να κτηματογραφηθούν άλλα 3 περίπου εκατ. στρέμματα. Πρακτικά δηλαδή η έκταση που μένει να καλύψουν από εδώ και πέρα οι Δασικοί Χάρτες είναι 120,5 εκατομμύρια στρέμματα.
5.β Με τις παραδοχές ότι δεν θα έχουμε δραματικές αλλαγές στις ισχύουσες τεχνικές προδιαγραφές, και ότι οι αναθέσεις των μελετών θα γίνονται για μεγάλες γεωγραφικές ενότητες (σε επίπεδο Νομού), η εμπειρία από τη μέχρι σήμερα πορεία της σύνταξης των Δασικών Χαρτών οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το υπάρχον μελετητικό δυναμικό επαρκεί για να καλύψει το υπολειπόμενο σύνολο της χώρας σε ένα διάστημα 6 – 10 ετών.
5.γ Με την παραδοχή ότι οι διοικητικές πράξεις της Δασικής Υπηρεσίας θα αποτυπωθούν ψηφιακά πάνω στους ορθοφωτοχάρτες από τα Τμήματα Δασικών Χαρτογραφήσεων, το συνολικό κόστος της σύνταξης των Δασικών Χαρτών για το υπόλοιπο της χώρας εκτιμάται στα 165 εκατ. ευρώ. Στο κόστος αυτό δεν συμπεριλαμβάνονται τα κόστη παραγωγής των φωτογραμμετρικών υποβάθρων (1945 και πρόσφατου), γιατί προβλέπεται να παραχθούν από άλλα προγράμματα.

6. Συμπεράσματα – Προτάσεις
Τα σημαντικότερα συμπεράσματα και οι σημαντικότερες προτάσεις αυτής της εισήγησης μπορούν να συνοψισθούν στα εξής:
6.1 Οι Δασικοί Χάρτες είναι το αποτελεσματικότερο εργαλείο που διαθέτουμε για την ανάδειξη, την προστασία, αλλά και τη μελλοντική διαχείριση των δασικών και χορτολιβαδικών εκτάσεων της χώρας μας. Εκτός από την περιβαλλοντική τους σημασία, είναι ταυτόχρονα και το αποτελεσματικότερο εργαλείο για την ανάδειξη και την προστασία της δημόσιας περιουσίας. Η σύνταξή τους αποτελεί Συνταγματική επιταγή, ενώ ήδη το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει θέσει δύο φορές θέμα “προστίμου” κατά του ελληνικού δημοσίου για την καθυστέρηση της ολοκλήρωσής τους.
6.2 Πέρα από τα όσα έγιναν μέχρι σήμερα, η σύνταξη των Δασικών χαρτών δεν θα πρέπει να εξαρτάται από την πορεία κατάρτισης του Εθνικού Κτηματολογίου, αλλά να αποτελέσει κυρίαρχο και κατά προτεραιότητα έργο του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Το 4ο Κ.Π.Σ. αποτελεί την καλύτερη ευκαιρία για την χρηματοδότηση αυτής της προσπάθειας.

6.3 Παράλληλα, και για να μην γίνουν και πάλι τα λάθη του παρελθόντος, θα πρέπει να προετοιμαζόμαστε από τώρα για το επόμενο και τελικό στάδιο της όλης διαδικασίας που είναι η κατάρτιση του Δασολογίου. Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει (μέσα στα χρονικά όρια του Δ’ ΚΠΣ), να γίνουν κάποιες πιλοτικές εργασίες (π.χ. σε περιοχές που έχουμε ήδη θεωρημένους Δασικούς Χάρτες), έτσι ώστε να αναδειχθούν τα οποιαδήποτε τεχνικά προβλήματα και να οριστικοποιηθούν οι αντίστοιχες τεχνικές προδιαγραφές.