Δυστυχώς για μια ακόμα χρονιά οι πυρκαγιές υπαίθρου που εκδηλώθηκαν στην Αττική, (περιοχή με μεγάλη πληθυσμιακή και οικιστική συγκρότηση), αλλά και το νησί της Ρόδου  θα απασχολήσουν με αρνητικό τρόπο την ελληνική κοινωνία η οποία απαιτεί να πάρει απαντήσεις για τα αίτια των πυρκαγιών και την αναποτελεσματικότητα (εκ του αποτελέσματος) του κρατικού μηχανισμού.

Αναγνωρίζουμε όλοι (ειδικοί και μη) τις δυσκολίες αντιμετώπισης αυτών των ειδικών περιστατικών τα οποία δεν εξελίσσονται αμιγώς μέσα στα δάση αλλά επεκτείνονται σε όμορες αγροτικές περιοχές ακόμα και μέσα στον αστικό ιστό, σε οικόπεδα ή χώρους πρασίνου, καταστρέφοντας περιουσίες και θέτοντας σε κίνδυνο τις ζωές πολιτών.

Αναφερόμενοι στα αίτια για την επέκταση των πυρκαγιών  αυτών που εκδηλώθηκαν σε περιοχές μίξης κατοικιών, αγροτικών και δασικών εκτάσεων, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τις δυσκολίες διαχείρισης τους και την πίεση που ασκείται σε άμεσο χρόνο αντίδρασης, δεδομένου ότι κινδυνεύουν ανθρώπινες ζωές και περιουσίες.

Επίσης δεν μπορούμε  να παραβλέψουμε τις ακραίες καιρικές συνθήκες και ιδίως τις υψηλές θερμοκρασίες και τη μεγάλη ένταση ανέμων, που επικρατούσαν αλλά και την κατάσταση των ακαθάριστων αγροτικών εκτάσεων και των οικοπεδικών χώρων που συνέβαλαν στην μετάδοση της πυρκαγιάς μέσα στους οικισμούς και  κατέστησαν πολύ δύσκολο το έργο των δυνάμεων δασοπυρόσβεσης

Είναι βέβαιο ότι θα πρέπει να δοθούν επαρκείς εξηγήσεις σε επίπεδο προανακριτικό για τα αίτια των πυρκαγιών, αυτή την ιδιαίτερα δύσκολη καιρική συγκυρία.

Από την άλλη πλευρά αντιλαμβανόμαστε  σαν ειδικοί επιστήμονες, τις αδυναμίες του επιχειρησιακού δόγματος που εφαρμόζεται σήμερα το οποίο με τον τρόπο που καθορίζει τις προτεραιότητες πυρόσβεσης  αποδείχτηκε για μια ακόμη χρονιά ανεπαρκές.

 

Για εμάς είναι βέβαιο ότι η προτεραιότητα διαχείρισης πυρκαγιών σε   περιοχές μίξης κατοικιών με αγροτικές και δασικές εκτάσεις και η αναφορά στο αυτονόητο δόγμα προστασίας της ανθρώπινης ζωής και των περιουσιών των πολιτών αποτελεί ουσιαστικά εντολή επιχειρησιακής ιεράρχησης που θέτει τα δάση στην τελευταία βαθμίδα προτεραιότητας.

 

Μήπως όμως με τον τρόπο αυτό αφήνονται στην τύχη τους τα δάση ?

Μήπως θα έπρεπε να δούμε σαν πολιτεία το ρόλο της δασικής υπηρεσίας στη διαχείριση των πυρκαγιών στα δάση (δηλαδή στο αντικείμενο της) αλλά και τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να γίνει αυτό  ? 

Μήπως θα έπρεπε το Π.Σ να ασχολείται απερίσπαστα και σίγουρα πιο αποτελεσματικά μόνο με τις πυρκαγιές που απειλούν οικισμούς και σπίτια ?   

 

Τονίζουμε ότι ο ν. 2612/1998 κρατά δέσμια τη Δασική Υπηρεσία σε ένα υποβαθμισμένο και ανενεργό ρόλο, χωρίς ουσιαστική συμμετοχή ακόμα και στο αντικείμενο της πρόληψης των δασικών πυρκαγιών, για την οποία είναι υπεύθυνη «στα χαρτιά».

Για τους παραπάνω λόγους και επειδή οι πυρκαγιές υπαίθρου αφορούν ένα σύνολο χρήσεων γης που συνδέονται λειτουργικά η μια με την άλλη και φτάνουν από τα παραγωγικά διαχειριζόμενα δάση και τις προστατευόμενες περιοχές μέχρι τις υποβαθμισμένες δασικές ή χέρσες εκτάσεις, τις αγροτικές καλλιέργειες και τον αστικό ιστό (οικισμοί, εκτός σχεδίου δόμηση κλπ), αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα των δασικών πυρκαγιών θα πρέπει να τις «συγκρατήσουμε» επιχειρησιακά μέσα στα δάση, μακριά από τις πόλεις και τους οικισμούς και αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την εμπλοκή της δασικής υπηρεσίας, η οποία θα αναλάβει το έργο αυτό αποκλειστικά στο χώρο ευθύνης της, με δικά της μέσα και προσωπικό.