Του Αντώνη Ραλλάτου
Η κυβέρνηση της ΝΔ αποφάσισε την εκχώρηση της διαχείρισης των δασών σε ξυλοβιομηχανίες και ομίλους. Σύμφωνα με τον υπουργό Επικρατείας, Ακη Σκέρτσο, έρχεται «ένα νέο θεσμικό πλαίσιο για τη διαχείριση των δασών» με άξονα ότι «ασφαλές δάσος είναι το παραγωγικό δάσος» και αυτό μπορεί να εξασφαλιστεί με τη σύμπραξη εταιρειών με δασικούς συνεταιρισμούς για την αποκομιδή και εκμετάλλευση της βιομάζας.
Ως γνωστόν, τα δάση αποτελούν το 65% της χερσαίας επιφάνειας της Ελλάδας, ενώ τα κρατικά έχουν έκταση 55 εκατομμύρια στρέμματα περίπου.
Μάλιστα, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Θ. Σκυλακάκης, και άλλα κυβερνητικά στελέχη επιδίδονται επίσης σε μια αποτυχημένη προσπάθεια να πείσουν ότι το πραγματικό ενδιαφέρον της κυβέρνησης για τη «νέα» αυτή διαχείριση των δασών είναι το «μάθημα» που πήρε μετά τις φετινές καταστροφικές πυρκαγιές και μπορεί με την εκχώρηση αυτή να εξασφαλίσει την προστασία τους, απομακρύνοντας την «υπερβάλλουσα καύσιμη ύλη, η οποία μάλιστα θα αξιοποιείται οικονομικά, από την εκμετάλλευση του ξύλου, την παραγωγή βιοκαυσίμου, βιοαερίου και Ενέργειας». Οτι αυτήν τη διαχείριση μπορούν να υλοποιήσουν μόνο οι επιχειρηματικοί όμιλοι.
Στο νέο πανηγύρι κερδοφορίας που ετοιμάζει η κυβέρνηση της ΝΔ, με την εκμετάλλευση των δασών, οι μονοπωλιακοί όμιλοι έχουν πάρει ήδη θέση. Προετοιμάζονται χρόνια τώρα και η ευκαιρία δόθηκε αξιοποιώντας τις τεράστιες καταστροφές του καλοκαιριού που πέρασε. Είναι χαρακτηριστικό ότι μεγάλες ξυλοβιομηχανίες της Ελλάδας όπως, για παράδειγμα, η «Alfa Wood», που υποστηρίζει ότι είναι υπέρ της «ορθολογικής διαχείρισης των δασών της χώρας μας (…) που μέσω της χρήσης των προϊόντων ξυλείας και της δασικής βιομάζας ως πρώτης ύλης για παραγωγή βιομηχανικών προϊόντων αλλά και ανανεώσιμων μορφών Ενέργειας, επιτυγχάνουμε την αειφόρο ανάπτυξη». Εννοώντας φυσικά την αειφορία των κερδών τους από την εκμετάλλευση της βιομάζας και όλων των προϊόντων ξύλου.
Στο ίδιο μήκος κύματος ο ΣΕΒ, με κατά καιρούς ομιλίες, συνέδρια αλλά και διάφορα περιοδικά και φορείς, όπως σε ημερίδα τον Γενάρη του 2023, στην οποία οι εισηγητές αναφέρθηκαν στις «ευκαιρίες και τις προκλήσεις στον κλάδο βιοενέργειας στην Ευρώπη το 2023», για τη «διαχείριση βιομάζας για την παραγωγή Ενέργειας και ενεργειακών προϊόντων», και ότι στο πλαίσιο της στρατηγικής της ΕΕ, μέσα στο δύσκολο οικονομικό περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί, υπάρχει η δυνατότητα σε Ελλάδα και ΕΕ μιας πιο ουσιαστικής ενεργειακής αξιοποίησης της βιομάζας προς ελάφρυνση του δυσβάσταχτου ενεργειακού κόστους βιομηχανιών, επιχειρήσεων εμπορίου κ.λπ.
Σε αυτές τις ανάγκες και κερδοφόρες επιδιώξεις των μονοπωλιακών ομίλων υποτάσσει η κυβέρνηση τη διαχείριση και προστασία των δασών. Φιλοδοξώντας να μην υπάρχει κανένα κομμάτι του δάσους χωρίς κερδοφόρα διαχείριση όπως την περιγράψαμε παραπάνω.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για επιδίωξη δημιουργίας μιας νέας αγοράς, αυτή της δασικής βιομάζας, που επιβάλλει η «ενεργή διαχείριση» των δασών. Υλοποιώντας τη στρατηγική της ΕΕ για τα δάση μέχρι το 2030, στο πλαίσιο της «πράσινης μετάβασης» και της αντιμετώπισης της λεγόμενης κλιματικής κρίσης, μέσω της ταχύτερης διείσδυσης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, όπως αυτή διατυπώνεται στους στόχους της «Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας (European Green Deal)» και του σχεδίου «FitFor55», για να ανεβεί η χρησιμοποίηση της βιομάζας για παραγωγή ηλεκτρικής ενεργείας σε επίπεδο ΕΕ που το 2022 αποτελούσε μόνο το 4,4% αυτής που προήλθε από ΑΠΕ. Ανοδος που προϋποθέτει την ένταση της εκμετάλλευσης των πηγών παραγωγής βιομάζας όπως τα δάση.
Είναι μια προσπάθεια για «ολοκληρωμένη εξασφάλιση» της κερδοφορίας των ξυλοβιομηχανιών και εμπόρων ξυλείας και βιομάζας. Για επιτάχυνση της συνολικής εκμετάλλευσης των δασών με τη μαζική και κερδοφόρα είσοδο των μονοπωλιακών ομίλων σε κάθε πτυχή, που θα οδηγήσει σε οικολογική υποβάθμιση.
Την ίδια στιγμή, πληθαίνουν οι διαμαρτυρίες από μαζικούς και επιστημονικούς φορείς σε επίπεδο ΕΕ, οι οποίοι ζητούν τον τερματισμό των επιδοτήσεων για τη βιομάζα που καίγεται σε σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής και να καταργηθεί από τους στόχους της ΕΕ η αύξηση της πρωτογενούς καύσης ξύλου για Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας.
Η κυβέρνηση, λοιπόν, ανοίγει διάπλατα τον δρόμο για καθετοποιημένη εκμετάλλευση σε πρώτη φάση του ξύλου και της βιομάζας και μελλοντικά στον δασικό – ορεινό τουρισμό με τη δημιουργία δασικών χωριών, στη διαχείριση των υδάτων, των αλιευμάτων, σε κάθε άλλη πιθανή κερδοφόρα επιδίωξη, συμπεριλαμβανομένων και των πάρκων ανεμογεννητριών και φωτοβολταϊκών μέσω συμπράξεων και άλλων νομικών μορφών.
Σημειώνουμε εδώ ότι πολλοί σημερινοί δασικοί συνεταιρισμοί αποτελούν και εμπορικές επιχειρήσεις, ενώ θα μπορούν να «κατασκευάσουν» και τέτοιες κατ’ όνομα μορφές και οι ενδιαφερόμενες ξυλοβιομηχανίες στο πλαίσιο των συμπράξεων που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση.
Στην ουσία, η κυβέρνηση αξιοποιεί τα αρνητικά αποτελέσματα της εγκληματικής της πολιτικής για τα δάση, για να κλιμακώσει στην ίδια κατεύθυνση. Ετσι διαιωνίζει:
– Τον αποτυχημένο και αντιεπιστημονικό διαχωρισμό της ενιαίας διαχείρισης και αντιπυρικής προστασίας των δασών και της πρόληψης από την κατάσβεση των πυρκαγιών.
– Τον «χορό» των εκατομμυρίων ευρώ από το ΤΑΙΠΕΔ, για τις μελετητικές και κατασκευαστικές εταιρείες για αποσπασματικά έργα καθαρισμού και αντιπυρικών ζωνών, με αναθέσεις εδαφοτεχνικών έργων, στις ίδιες εταιρείες, αλλά και μελετών με εξωπραγματικές αμοιβές και προϋπολογισμούς. Ετσι, μελέτες που θα μπορούσαν να υλοποιηθούν από δασολόγους της Δασικής Υπηρεσίας και να στοιχίσουν (μισθοί, κ.λπ. έξοδα κίνησης) 50.000 ευρώ, γίνονται με 5πλάσιο ή και 10πλάσιο κόστος.
– Την υποχρηματοδότηση και υποστελέχωση των κρατικών υπηρεσιών πρόληψης και κατάσβεσης. Από τη Δασική Υπηρεσία λείπουν 2.000 θέσεις μόνιμων δασολόγων και 10.000 δασεργατών – δασοπυροσβεστών, ενώ στην Πυροσβεστική Υπηρεσία υπάρχουν 4.000 κενές θέσεις πυροσβεστών, τα μέσα κατάσβεσης είναι κατά μέσο όρο το 1/3 αυτών που χρειάζονται για αποτελεσματική κατάσβεση.
– Την υλοποίηση της μείωσης των περιοχών Natura και άλλων προστατευόμενων περιοχών μέσω της εσωτερικής ζωνοποίησής τους, με Ειδικές Περιβαλλοντικές Μελέτες (ΕΠΜ) που είναι σε εξέλιξη σε όλη την Ελλάδα.
Το ίδιο διάστημα, τα 700 εκατομμύρια ευρώ που είχαν προβλεφθεί στο πλαίσιο του «εθνικού προγράμματος αναδασώσεων», μειώθηκαν σε περίπου 200 εκατομμύρια και αναδασώσεις προβλέπεται πλέον να γίνουν μόνο στην Αττική και στον Εβρο.
Σε αυτές τις συνθήκες η κυβέρνηση εξήγγειλε τη νέα δασική πολιτική της και ενώ παραδέχθηκε ότι ακόμη και αυτά τα πενιχρά και προσωρινά χρήματα που εξασφάλισε μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης για τα δάση τελειώνουν οριστικά το 2025.
Η κυβέρνηση θα δημιουργήσει ένα χρηματιστήριο για τους πρόσθετους τόνους διοξειδίου του άνθρακα (CO2) που παράγει μια ενεργοβόρα βιομηχανία. Ετσι, όλες οι επιχειρήσεις και οι ενεργοβόρες βιομηχανίες, οι οποίες θέλουν να βελτιώσουν το περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα (δηλαδή θα συνεχίζουν να ρυπαίνουν αγοράζοντας δικαιώματα), θα μπορούν να «αγοράζουν από τους διαχειριστές» την υποτιθέμενη μείωση που θα προκύπτει από την απορρόφηση διοξειδίου του άνθρακα λόγω της «ορθής διαχείρισης» των δασών, των αναδασώσεων, κ.λπ.
Ετσι και οι ενεργοβόρες βιομηχανίες και επιχειρήσεις θα συνεχίζουν να ρυπαίνουν και μέχρι το νέο σύστημα να «ισορροπήσει», οι ξυλοβιομηχανίες και άλλες εμπορικές εταιρείες που μπορεί να προκύψουν από διάφορες νομικές μορφές και συμπράξεις, θα επιδοτούνται παράλληλα και από το κράτος με ποσά που το πρώτο διάστημα θα φτάνουν τα 150 εκατ. ευρώ, όπως εξήγησε ο κ. Σκυλακάκης. Η δήθεν εξασφάλιση της «πιστοποίησης» καλής διαχείρισης θα αποτελεί τυπική διαδικασία αφού η κυβέρνηση θα αλλάξει τις προδιαγραφές των διαχειριστικών μελετών προσαρμόζοντάς τες στις ανάγκες των ομίλων.
Είναι μάλιστα τόσο φανερή αυτή η «προσαρμογή» που είναι χαρακτηριστικό ότι εκτός από τις νέες προδιαγραφές η κυβέρνηση δηλώνει πως θα μειώσει και τις αμοιβές των μελετητών. Γιατί όταν μεν τις προκήρυσσαν οι κρατικές Δασικές Υπηρεσίες οι αμοιβές ήταν υπερβολικές, ενώ τώρα που θα τις πληρώνουν οι όμιλοι από την τσέπη τους, πρέπει να είναι πιο φτηνές. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι αλλάζει ο επιστημονικός χαρακτήρας των διαχειριστικών μελετών κι από μελέτες διαχείρισης του δάσους, μετατρέπονται σε διαχειριστικές μελέτες με σκοπό τη δικαιολόγηση της απόληψης της μεγαλύτερης δυνατής ποσότητας βιομάζας προς όφελος της κερδοφορίας των ξυλοβιομηχανιών. Σε αυτήν τη βάση είναι πιθανόν να προταθεί ακόμη και φύτευση «ενεργειακών» δένδρων γρήγορα αναπτυσσόμενων, που μπορεί να αυξάνουν την ποσότητα της βιομάζας, αλλά θα καταστρέψουν τελικά το δασικό οικοσύστημα εξαφανίζοντας τη φυσική του βλάστηση.
Είναι, λοιπόν, αυτή η κυβερνητική πολιτική που θα εξασφαλίσει την ολοκληρωμένη διαχείριση και προστασία των δασών; Φυσικά όχι.
Απλά συνεχίζει την ίδια δασοκτόνα πολιτική που εφαρμόζεται δεκαετίες τώρα από όλες τις αστικές κυβερνήσεις, οι οποίες αντιμετωπίζουν τα δάση ως εμπόρευμα και πεδίο κερδοφορίας για τους μονοπωλιακούς ομίλους.
Η συνέχεια του άρθρου στο rizospastis.gr
Εγγραφείτε για να μαθένετε νέα μας