Εκτιμούμε ότι το ερώτημα «γιατί καιγόμαστε κάθε χρόνο» πρέπει να έχει περάσει αυτές τις ημέρες από τη σκέψη όλων των πολιτών.

Ασφαλώς και οι απαντήσεις που δίνει ο καθένας μας ποικίλουν ανάλογα με το πόσο επηρεάζει την καθημερινή μας ζωή το πρόβλημα των πυρκαγιών και ανάλογα  με τη γνώση ή την ενημέρωση που έχουμε για το θέμα των πυρκαγιών  μιας και πλέον η κάθε λογής πληροφορία διακινείται άμεσα στο διαδίκτυο και κυριολεκτικά μας κατακλύζει,  αλλά και τη βιωματική (πραγματική) σχέση που έχουν οι πολίτες με την ύπαιθρο χώρα και τις ασκούμενες,  αγροτικές, κτηνοτροφικές, δασικές ή μελισσοκομικές δραστηριότητες.

Συνεπώς για να απαντηθεί το ερώτημα θα πρέπει να γνωρίζουμε για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η ύπαιθρος χώρα από πλευράς καυσίμου ύλης.

Ως καύσιμο ύλη ασφαλώς δεν εννοούμε μόνο τα δασικά οικοσυστήματα (παραγωγικά διαχειριζόμενα δάση και τις προστατευόμενες περιοχές) αλλά και τις γεωργικές εκτάσεις (δενδροκομικές καλλιέργειες κλπ), τις χέρσες εκτάσεις που καλύπτονται από ξερά χόρτα, τις παλιές «καψάλες», δηλαδή τις περιοχές που είχαν καεί τα προηγούμενα έτη αλλά και την κατάσταση που επικρατεί μέσα στις οικιστικές περιοχές (εντός ή εκτός σχεδίου δόμησης) που δυστυχώς τα περισσότερα οικόπεδα είναι ακαθάριστα και λειτουργούν ως χώροι απόθεσης κάθε λογής εύφλεκτου απορρίμματος.

Η αναφορά των παραπάνω ενδεικτικών περιπτώσεων επικίνδυνων χώρων δεν είναι τυχαία. Από τους χώρους αυτούς ξεκινούν οι πυρκαγιές υπαίθρου, είτε από αμέλεια των πολιτών, είτε από αστοχία στις αγροτοδασικές εργασίες, είτε από πρόθεση και καταλήγουν  (ανεξάρτητα από την αιτία που προκάλεσε την πυρκαγιά) να κατακαίνε σημαντικά δασικά οικοσυστήματα και περιουσίες και να απειλούν την ανθρώπινη ζωή..

Όταν δε η έναρξη μιας πυρκαγιάς σε αυτόν τον συνδεόμενο λειτουργικά χώρο της ελληνικής υπαίθρου συνδυάζεται με υψηλή ένταση ανέμου ή παρατεταμένες υψηλές θερμοκρασίες, το προηγούμενο της πυρκαγιάς χρονικό διάστημα, (όπως στην περίπτωση των πυρκαγιών του φετινού καλοκαιριού), τότε το πρόβλημα των πυρκαγιών υπαίθρου γιγαντώνεται και φτάνουμε στη σημερινή κατάσταση που οι πυρκαγιές διασπώνται σε πολλά μέτωπα αποκτούν τεράστιο  θερμαντικό φορτίο (ένταση πυρκαγιάς) και παίρνουν μεγάλες διαστάσεις,  προκαλώντας τεράστιες απώλειες στα φυσικά χερσαία οικοσυστήματα και στις περιουσίες πολιτών.

Ασφαλώς πρέπει να σημειωθεί ότι  η αντιμετώπιση των πυρκαγιών σε ένα τόσο εύφλεκτο – δυσμενές  περιβάλλον είναι πολύ δύσκολη και απαιτεί ιδιαίτερη οργάνωση σε επίπεδο διασποράς των χερσαίων δυνάμεων πριν την πυρκαγιά, γνώση του φυσικού υποβάθρου και των πυρολογικών συνθηκών, τη δυνατότητα πρόβλεψης του επιχειρησιακού κινδύνου και την άμεση επέμβαση πριν η πυρκαγιά πάρει διαστάσεις (για την ασφάλεια των πληρωμάτων και την αποτελεσματική τους δράση)

Τέλος πρέπει να τονιστεί η σημασία των χερσαίων πυροσβεστικών δυνάμεων για την αντιμετώπιση αυτών των περιστατικών  δασικών πυρκαγιών δεδομένου ότι τα εναέρια μέσα (CL 215 & 415)  έχουν ανυπέρβλητους περιορισμούς, είτε λόγω των υψηλών θερμοκρασιών του αέρα, είτε λόγω της έντασης του ανέμου και του υψηλού κυματισμού, που εμποδίζει την υδροληψία και τελικά καθίστανται επιχειρησιακά ανενεργά (κάτι που  συνέβη και εφέτος).

Συνεπώς η απάντηση στο ερώτημα «γιατί καιγόμαστε κάθε χρόνο» θα πρέπει να συνδεθεί επιχειρησιακά με τα  προαναφερόμενα δεδομένα πεδίου (κατάσταση βλάστησης, καιρικές συνθήκες και  επιχειρησιακή οργάνωση του μηχανισμού πυροπροστασίας) πάνω στα οποία θα πρέπει να εργάζονται συστηματικά όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς ώστε να μειώνεται ο κίνδυνος έναρξης πυρκαγιάς (με παρεμβάσεις σε επίπεδο πρόληψης και επίπεδο προκαταστολής – εκτέλεσης των απαραίτητων έργων) και βεβαίως να εξασφαλίζεται η άμεση επέμβαση των πυροσβεστικών δυνάμεων στα φυσικά χερσαία οικοσυστήματα (που σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχουν εκτεταμένες διασπορές τους μέσα στα δάση).

Φυσικά η απάντηση στο ερώτημα πρέπει να συμπεριλάβει και τον σημερινό τρόπο επιχειρησιακής δράσης των εναερίων και χερσαίων δυνάμεων δασοπυρόσβεσης. Είναι γνωστό ότι τα εναέρια μέσα δεν σβήνουν από μόνα τους τις φωτιές αλλά πως απαιτείται παράλληλα με τα Α/φη ή τα ελικόπτερα να επιχειρούν, συνεργικά, χερσαίες δυνάμεις για το τελικό σβήσιμο και την διασφάλιση της περιμέτρου της πυρκαγιάς. Αν αυτό δεν γίνει θα βρισκόμαστε στη δεινή κατάσταση να αντιμετωπίζουμε (όπως γίνεται και σήμερα) συχνές «αναζωπυρώσεις» μέσα σε εισαγωγικά και να κατασπαταλάμε ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους χωρίς το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Με βάση τα προαναφερόμενα είναι νομοτελειακή η δυσμενής κατάληξη των περισσότερων δασικών πυρκαγιών που εκδηλώνονται στη χώρα μας γιατί συνήθως κάποια ή κάποιες από τις συνθήκες που προαναφέρθηκαν συμβάλλει ώστε να προκληθεί  «επιχειρησιακό χάος» επηρεάζοντας με τον τρόπο αυτό την αποτελεσματικότητα του πυροσβεστικού μηχανισμού και την εξέλιξη μιας πυρκαγιάς. Το πρόβλημα επιτείνεται ιδίως όταν εκδηλώνονται παράλληλα πολλές δασικές πυρκαγιές οπότε διασπώνται και οι διαθέσιμες δυνάμεις (που πολλές φορές επιχειρούν σε άγνωστες για τα πληρώματα περιοχές) και όταν οι πυρκαγιές υπαίθρου απειλούν κατοικημένες περιοχές (που συνήθως αυτό γίνεται),  οπότε σε αυτές  επικεντρώνεται κατά κύριο λόγο η δράση των εναέριων και επίγειων μέσων δασοπυρόσβεσης .

Αρκεί δε να εξετάσουμε μια προς μία τις πυρκαγιές που έλαβαν διαστάσεις από τον ακριτικό Έβρο και τη Ροδόπη μέχρι τη Βοιωτία, τη Ρόδο και την Αττική για να κατανοήσουμε τη σημερινή επιχειρησιακή αδυναμία του συστήματος δασοπυρόσβεσης.

Ως λύση στο πρόβλημα αυτό είναι να ξεκινήσει σε πολιτικό επίπεδο η συζήτηση και να ληφθούν οι απαραίτητες αποφάσεις που ελπίζουμε να στηριχτούν διακομματικά και θα αφορούν στην ανασυγκρότηση της Δασικής Υπηρεσίας..

Η Δασική Υπηρεσία πρέπει να επανασυνδεθεί με το αντικείμενο που διαχειρίζεται και για το σκοπό αυτό πρέπει να ενισχυθεί  με το απαραίτητο προσωπικό (3.000-4.000 άτομα διαφόρων ειδικοτήτων), τα οποία  μπορεί να προκύψουν και από μετατάξεις ή νέες κατ εξαίρεση προσλήψεις, να προμηθευτεί τον αναγκαίο εξοπλισμό και μέσα με αξιοποίηση  του προγράμματος «Αιγίς» και να λειτουργήσει με ένα νέο θεσμικό πλαίσιο για την  προστασία των δασών από τις πυρκαγιές (αλλαγή του ν.2612/1998).

Αυτές είναι αναγκαίες ενέργειες ώστε να μπορεί να αναπτύξει στο χώρο ευθύνης της το δικό της μηχανισμό δασοπροστασίας, να επανδρώσει πυροφυλάκια, να οργανώνει περιπολίες, να οργανώσει επίσημα εθελοντικές ομάδες δασοπροστασίας υπό την εποπτεία της και να συντάσσει επιχειρησιακά σχέδια δράσης (δασικές μελέτες) που θα εφαρμόζονται σε επίπεδο πολιτικής προστασίας από όλους και τέλος να  εκσυγχρονίσει το σημερινό σύστημα διαχείρισης των δασών με στόχο τη μείωση της καυσίμου ύλης από τα δασικά οικοσυστήματα,  στο οποίο θα συμπεριλαμβάνονται όλα τα δάση της χώρας μας  και όχι μόνο τα παραγωγικά δάση της Βορείου Ελλάδας.

 

Νίκος Μπόκαρης,
Πρόεδρος Πανελλήνιας Ένωσης Δασολόγων Δημ.Υπαλλήλων
Μέλος Δ.Σ ΓΕΩΤ.Ε.Ε.