Κυρίως ¶ρθρο

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΕ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟΥ ΤΕΕ ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟ

Η ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΕΓΙΝΕ ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟ ΗΛΕΙΑΣ ΣΕ ΗΜΕΡΙΔΑ ΠΟΥ ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΕ ΤΟ ΤΕΕ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΩΝ ΔΑΣΙΚΩΝ ΠΥΡΓΑΓΙΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ.


Μπόκαρης Νικόλαος
Δασολόγος-Περιβαλλοντολόγος
Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης
Δασολόγων Δημ. Υπαλλήλων

Θέμα: ¨ Πρόληψη δασικών Πυρκαγιών –Μέτρα αποκατάστασης δασών και δασικών εκτάσεων¨


Κυρίες και κύριοι

Δεν γνωρίζω πόσο επίκαιρο είναι, σήμερα, εδώ, να μιλάμε για την πρόληψη των πυρκαγιών. Δηλαδή να ομιλούμε για τη λήψη μέτρων που θα περιορίσουν τον αριθμό και τις συνέπειες των δασικών πυρκαγιών, σε μια περιοχή που έχει ήδη πληγεί ανεπανόρθωτα από τις δασικές πυρκαγιές και είναι εμφανείς οι επιπτώσεις της τραγωδίας στον κοινωνικό και οικονομικό ιστό και το φυσικό περιβάλλον του Νομού. Εκτιμώ ότι η οποιαδήποτε θεωρητική προσέγγιση και οι όποιοι σχεδιασμοί για την πυροπροστασία –είτε αναφερόμαστε στην πρόληψη είτε στην καταστολή των πυρκαγιών- έχουν, εκ του αποτελέσματος, αποτύχει και εκείνο που απομένει είναι να δοκιμαστεί πλέον η δυνατότητα της συντεταγμένης Πολιτείας να προχωρήσει με συστηματικό τρόπο στη λήψη μέτρων για την αποκατάσταση του παραγωγικού δυναμικού στις πληγείσες περιοχές.

Επιτρέψτε μου όμως να αναφερθώ στο πρόβλημα των πυρκαγιών, στα μέτρα πρόληψης (και όχι μόνο) και να αναπτύξω τον προβληματισμό μου, που πιστεύω θα είναι χρήσιμος στη συζήτηση που θα ακολουθήσει.

Η ανάθεση της αρμοδιότητας για τη δασοπυρόσβεση στο Πυροσβεστικό Σώμα, με το νόμο 2612/1998 (ΦΕΚ 112/Α΄), παρ΄ όλες τις προσδοκίες που εκφράστηκαν και αφορούσαν στη δημιουργία ενός αποτελεσματικότερου συστήματος δασοπυρόσβεσης, δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Με το νομοθέτημα αυτό διαχωρίστηκε η αρμοδιότητα της πρόληψης των δασικών πυρκαγιών (που συνεχίζει να εκτελεί η Δασική Υπηρεσία) από το έργο της καταστολής των δασικών πυρκαγιών το οποίο ανέλαβε πλέον το Πυροσβεστικό Σώμα.
Πόσο όμως ευδιάκριτα είναι τα όρια ανάμεσα στην πρόληψη και την καταστολή των πυρκαγιών και πόσο συμπληρωματικό είναι το έργο των δύο αυτών υπηρεσιών, η ακόμη και των άλλων εμπλεκομένων φορέων, είναι κάτι το οποίο δεν αξιολογήθηκε και συνεχίζει να αποτελεί ζητούμενο και σήμερα, όπως αντίστοιχα ζητούμενο είναι το κατά πόσο οι υπηρεσίες ανταπεξήλθαν μέχρι σήμερα στην ευθύνη που τους ανατέθηκε.
Πρόληψη για εμάς θεωρείται κάθε έργο, δραστηριότητα ή εργασία που συμβάλλει στη μείωση τόσο του αριθμού των δασικών πυρκαγιών όσο και των καταστρεπτικών συνεπειών τους στο φυσικό περιβάλλον. Δηλαδή στα δασικά οικοσυστήματα, στις γεωργοδενδροκομικές εκμεταλλεύσεις και το κτηνοτροφικό κεφάλαιο.
Συνεπώς η έννοια της πρόληψης συνδέεται με την ύπαρξη μέτρων δασικής πολιτικής που θα εξυπηρετούν πρώτιστα τους στόχους για την προστασία και συνακόλουθα στόχους που προάγουν την ανάπτυξη των δασικών οικοσυστημάτων.


Κάτω από αυτή τη θεώρηση, η πρόληψη των πυρκαγιών στα δάση, προϋποθέτει ένα δασοδιοικητικό σύστημα, δίκαιο, αποτελεσματικό και σύγχρονο, που θα έχει τη δυνατότητα να καταγράψει και να ελέγχει τους φυσικούς πόρους που διαχειρίζεται (και προστατεύει) και να αναδεικνύει τον πολυλειτουργικό χαρακτήρα των δασικών οικοσυστημάτων, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό, στην ανάπτυξη και την οικονομία των ορεινών περιοχών και τη συγκράτηση του πληθυσμού σε αυτές.
Η πρόληψη των δασικών πυρκαγιών συνδέεται με τη χρηματοδότηση καθαρά δασοκομικών μέτρων όπως είναι ο κατάλληλος χειρισμός των εύφλεκτων δασών της μεσογειακής ζώνης, με κατάλληλες αραιώσεις, κλαδεύσεις και απομάκρυνση του εύφλεκτου υπορόφου, κυρίως στις παρυφές του οδικού δικτύου και σε επικίνδυνα σημεία, ώστε να μειώνεται η ευφλεκτικότητα και να εμποδίζεται η εξάπλωση των πυρκαγιών και η μετατροπή τους σε επικόρυφες. Συνεπώς η συστηματική χρηματοδότηση αυτών των έργων όπως και των έργων που εξυπηρετούν την κίνηση των πυροσβεστικών οχημάτων και του προσωπικού (δασικοί δρόμοι, αντιπυρικές λωρίδες, υδατοδεξαμενές, παρατηρητηρία κλπ) είναι αναγκαία προϋπόθεση για την επιτυχία του αντιπυρικού σχεδιασμού, η οποία παράλληλα εξυπηρετεί λοιπούς δασοπονικούς σκοπούς όπως η απόληψη του παραγόμενου ξυλώδους όγκου, η κοινωφέλεια και η παραγωγή υπηρεσιών για τους κατοίκους.
Τα προαναφερόμενα προληπτικά μέτρα συνδέονται με την εφαρμογή, στο πεδίο, των σχεδίων επιχειρησιακής δράσης, εξυπηρετούν δηλαδή το έργο της καταστολής επηρεάζοντας το είδος, την ένταση και την εξέλιξη των πυρκαγιών και συμβάλουν στην αποτελεσματικότερη οργάνωση των δυνάμεων πολιτικής προστασίας, μειώνοντας και το τελικό μέγεθος των καταστροφών.
Όταν λοιπόν συζητάμε για πρόληψη των δασικών πυρκαγιών, ουσιαστικά αναφερόμαστε στην ανάγκη διαχείρισης των δασικών οικοσυστημάτων, τη μείωση της καύσιμης ύλης με την ενίσχυση παραδοσιακών δραστηριοτήτων και την εκτέλεση υλοτομικών εργασιών από δασικούς συνεταιρισμούς, την εκτέλεση προκατασταλτικών έργων όπως είναι οι δρόμοι, οι αντιπυρικές ζώνες, οι υδατοδεξαμενές και οι κρουνοί υδροληψίας, τα παρατηρητήρια και τα πυροφυλάκεια.
Επίσης ασφαλώς όταν αναφερόμαστε στην πρόληψη των πυρκαγιών οφείλουμε να εντοπίσουμε και το ρόλο που διαδραματίζουν οι τοπικές κοινωνίες με τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές οργανώσεις τους καθώς και τις ομάδες εθελοντών. Υπό αυτή τη θεώρηση πρέπει να δίνεται έμφαση :
-Στην ενημέρωση των τοπικών κοινωνιών, μέσω των Μ.Μ.Ε, για το πρόβλημα των πυρκαγιών.
-Στην εκπόνηση σχεδίων σε επίπεδο καποδιστριακού δήμου για την οργάνωση των δυνάμεων πολιτικής προστασίας προκειμένου οι πολίτες να συνδράμουν στην φύλαξη των δασών και την άμεση αναγγελία των πυρκαγιών,
- Στη διασπορά πυροσβεστικών οχημάτων μέσα στο δάσος, στην επάνδρωση πυροφυλακείων και στην εκτέλεση περιπολιών, ώστε να ελέγχονται με συστηματικό τρόπο τα δάση και να επιτυγχάνεται η άμεση αναγγελία και επέμβαση στην περίπτωση πυρκαγιάς .
-Τέλος, είναι χρήσιμη ακόμα και η ανάλυση σεναρίων που θα αφορούν στον τρόπο δράσης του μηχανισμού, σε διάφορες περιπτώσεις πυρκαγιών και ανάλογα με το είδος της βλάστησης, την τοποθεσία εκδήλωσης της πυρκαγιάς, την ταχύτητα επέκτασής της και τις τοπικές μορφολογικές και μετεωρολογικές συνθήκες.

Η πρόληψη των δασικών πυρκαγιών, με τα προαναφερόμενα χαρακτηριστικά, αποτελεί έννοια ταυτόσημη, ισοβαρή και το ίδιο σημαντική με την καταστολή, την οποία όμως η πολιτεία δεν αντιμετώπισε και δεν αντιμετωπίζει με τον ίδιο τρόπο, ούτε σε επίπεδο οργάνωσης αλλά ούτε και σε χρηματοδοτικό επίπεδο.



Αιτία κατά την άποψή μας είναι η ανυπαρξία δασικής πολιτικής, ουσιαστικά η έλλειψη πολιτικής βούλησης, που συνέβαλε στην κατάρρευση του δασοδιοικητικού συστήματος και την περιθωριοποίηση των δασικών υπηρεσιών. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η επικάλυψη αρμοδιοτήτων και η επικράτηση διαχειριστικών αντιλήψεων που εξυπηρετούν συντεχνιασμούς , η κατασπατάληση (επιτρέψτε μου την έκφραση) πόρων, από διάφορους φορείς και οργανισμούς, ακόμα και αν αυτοί δεν ασκούν αντίστοιχη αρμοδιότητα, η μη προώθηση των δασικών χαρτών, δηλαδή της καταγραφής των δασικών οικοσυστημάτων που κατά τεκμήριο αποτελούν και δημόσια περιουσία και τελικά η εγκατάλειψη των δασικών οικοσυστημάτων από τις τοπικές κοινωνίες .
Στην έλλειψη δασικής πολιτικής αποδίδουμε την αποδυνάμωση των συνιστωσών εκείνων που συνδέουν τα δάση μας με την κοινωνία, ξεκαθαρίζουν τη μορφή, τη χρήση και την ιδιοκτησία επί των δασών και ουσιαστικά καθορίζουν το επίπεδο πρόληψης και τη δυνατότητα συστηματικού ελέγχου και προστασίας των δασικών οικοσυστημάτων.
Τα προαναφερόμενα αντικατοπτρίζονται καθαρά στο επίπεδο διάθεσης πόρων για την εκτέλεση των απαραίτητων έργων για την πρόληψη των δασικών πυρκαγιών.
Σε ολόκληρο το 3ο ΚΠΣ διατέθηκαν 170 περίπου εκατομμύρια ευρώ για όλες τις δασικές δραστηριότητες. Αν αναλογιστούμε όμως ότι σε όλη τη χώρα υπάρχουν 102 διοικητικές μονάδες που διαχειρίστηκαν τους πόρους αυτούς και την επταετή διάρκεια του προγράμματος τότε θα δούμε ότι κατά μέσο όρο διατέθηκαν περίπου 200.000 ευρώ /έτος /υπηρεσία για όλες τις δασικές δραστηριότητες, ποσό που κάθε άλλο ανταποκρίνεται στις ανάγκες του τομέα.
Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι η συντήρηση του δασικού οδικού δικτύου δεν ήταν επιλέξιμη για χρηματοδότηση από πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αυτό ανάγκασε τη διοίκηση να εξασφαλίσει εθνικούς πόρους του Π.Δ.Ε της τάξεως των 3.000.000 € κατ, έτος προκειμένου να διασφαλίζεται στοιχειωδώς η βατότητα του δικτύου και η κίνηση σε αυτό των πυροσβεστικών οχημάτων.
Έχω την εντύπωση ότι οι περισσότεροι από εμάς εάν βρισκόμαστε στη θέση των τοπικών Δασαρχών και μας είχε ανατεθεί η αρμοδιότητα της πρόληψης των δασικών πυρκαγιών, υπό αυτούς τους όρους, ασφαλώς δεν θα αισθανόμαστε ευχάριστα .
Δυστυχώς όμως η πραγματικότητα που ζούμε στο δασικό τομέα τα τελευταία έτη αναιρεί την οποιαδήποτε διάθεση θετικής προσέγγισης . Αν αναλογιστούμε δε και την ακόμα σκληρότερη πραγματικότητα που έζησαν οι πολίτες στην Πελοπόννησο στη
Δυτική Ελλάδα και την Εύβοια, κατά τις τελευταίες πυρκαγιές, τότε, δεν πρέπει να συζητάμε για θετική ή αρνητική προσέγγιση, αλλά για ευθύνες .

Κυρίες και κύριοι
Η αποτυχία του συστήματος δασοπυρόσβεσης (όπως αυτό προσδιορίζεται στο νόμο 2612/1998) με το οποίο διαχωρίστηκε η πρόληψη από την καταστολή των πυρκαγιών, δεν αφορά μόνο στα μέτρα πρόληψης αλλά συνδέεται με τον αναποτελεσματικό τρόπο οργάνωσης και την κακή εφαρμογή, μέσα στα δάση, του αντιπυρικού σχεδιασμού.
Επιγραμματικά θα αναφέρω:
-Την μη επαρκή γνώση των δασικών οικοσυστημάτων και των ιδιαίτερων πυρολογικών σταθερών και των τοπικών συνθηκών που επηρεάζουν την εξέλιξη μιας πυρκαγιάς.
-Την ισχύουσα επιχειρησιακή αντίληψη να δίνεται προτεραιότητα στην προστασία των κατοικιών και των υποδομών και ουσιαστικά να εγκαταλείπονται τα δασικά οικοσυστήματα στην τύχη τους,.
-Στην εσφαλμένη πρακτική να δίνεται βαρύτητα στη δράση των εναερίων μέσων, χωρίς να διασφαλίζεται η παράλληλη συνεισφορά επίγειων δυνάμεων που θα κάνουν και το έργο της τελικής κατάσβεσης.
Αυτά και όχι μόνο, αποτελούν την άλλη όψη του νομίσματος .
Ασφαλώς τα προβλήματα που διαπιστώνονται χρόνο με το χρόνο είναι πολλά και αφορούν στην οργάνωση όλων των συντελεστών της πολιτικής προστασίας της χώρας μας από το στάδιο της πρόληψης (προκατασταλτικά έργα, καθαρισμοί, παρουσία δυνάμεων μέσα στα δάση) έως και τον επιχειρησιακό σχεδιασμό, την οργάνωση και την αποτελεσματική συμμετοχή όλων των φορέων στην καταστολή των πυρκαγιών, με αποτελεσματικό τρόπο και συμπληρωματική δράση.

Επιβάλλεται να γίνουν διορθωτικές κινήσεις τόσο σε πολιτικό όσο και σε επιχειρησιακό επίπεδο, με σκοπό τη δημιουργία ενός πλέον αξιόπιστου συστήματος πυροπροστασίας το οποίο θα αξιοποιεί τις δυνάμεις πολιτικής προστασίας της χώρας, (δασικές Υπηρεσίες, Πυροσβεστικές υπηρεσίες, ΟΤΑ , δασικούς συνεταιρισμούς, εθελοντές κλπ).

Η ελληνική κοινωνία, με αφορμή τις καταστροφικές πυρκαγιές της φετινής περιόδου, αξιολόγησε αρνητικά την πολιτική που εφαρμόστηκε από την Πολιτεία στα δασικά οικοσυστήματα, και ζητά τη λήψη μέτρων για τη χάραξη μιας νέας πολιτικής για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών δασών. Μια πολιτική που σε επίπεδο διαχείρισης των φυσικών καταστροφών θα οργανώνει αποτελεσματικά τις δυνάμεις πολιτικής προστασίας, θα αξιοποιεί τη γνώση και την επιστήμη και θα αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τους κινδύνους που απειλούν τους φυσικούς πόρους της πατρίδας μας και ιδιαίτερα τα δάση εξασφαλίζοντας σε εθνικό αλλά και τοπικό επίπεδο τις οικολογικές, οικονομικές και κοινωνικές λειτουργίες τους.

Στην κατεύθυνση αυτή:
1. Επαναφέρουμε και από αυτό το βήμα την πρόταση για δημιουργία Υπουργείου Περιβάλλοντος στο οποίο θα ενσωματωθούν όλες, οι με κύριο περιβαλλοντικό αντικείμενο υπηρεσίες και από το οποίο θα εκπορεύεται η συνολική περιβαλλοντική πολιτική.

2. Προτείνουμε την αναθεώρηση του ρόλου της πολιτικής προστασίας και την ένταξη στον επιχειρησιακό σχεδιασμό όλων των διαθέσιμων δυνάμεων και μέσων πολιτικής προστασίας για την αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών.

3. Ζητάμε να προχωρήσει η αναδιοργάνωση των δασικών υπηρεσιών, με την πρόσληψη ειδικών επιστημόνων (βιολόγων, μηχανικών, νομικών) και σαφείς αρμοδιότητες και διακεκριμένο ρόλο στο σύστημα πολιτικής προστασίας.

4. Την άμεση έναρξη της κατάρτισης των Δασικών Χαρτών

5. Την οργάνωση προγραμμάτων Εκπαίδευσης -Επιμόρφωσης των πολιτών, σε συνεργασία με τους Ο.Τ.Α. και συνδικαλιστικούς και κοινωνικούς φορείς.

6. Την υλοποίηση εκτεταμένων αναδασωτικών προγραμμάτων κυρίως σε περιοχές κοντά σε μεγάλα αστικά κέντρα.

Οι προτάσεις αυτές σε ότι αφορά στην άσκηση διοικητικών αρμοδιοτήτων, σχετίζονται με τα μέτρα αποκατάστασης και με την κατάσταση που επικρατεί στις καμμένες περιοχές μετά την καταστολή των πυρκαγιών .

Η υπερπροσφορά προτάσεων και πρωτοβουλιών εκτός από τα θετικά της στοιχεία, που όλοι αναγνωρίζουμε, εμπεριέχει και σκοπιμότητες. Εκείνο που διασφαλίζει τα μέτρα ανασυγκρότησης του κατεστραμμένου παραγωγικού και περιβαλλοντικού δυναμικού είναι
η διάκριση των κατά χώρο αρμοδιοτήτων, η τήρηση της νομιμότητας και η λήψη τεχνικών και διοικητικών μέτρων με βάση την επιστήμη.
Τα εμφανιζόμενα (σε πολλές περιπτώσεις) κοινωνικά, διοικητικά και νομικά ζητήματα μετά από μια τόσο μεγάλη καταστροφή, δεν πρέπει να ακυρώνουν τους νόμους και την επιστήμη που πρέπει να προτείνει μέτρα με απολύτως διακριτό τρόπο.
Οι μηχανικοί πρέπει να μιλάνε για τα έργα μηχανικού, οι γεωπόνοι για τη γεωργία, οι γεωλόγοι για τα εδάφη και οι δασολόγοι για τα δασικά οικοσυστήματα.

Κυρίες και κύριοι

Τα μεσογειακά δασικά οικοσυστήματα είναι προσαρμοσμένα στις πυρκαγιές και συνήθως η φυσική τους αναγέννηση γίνεται εύκολα χωρίς να απαιτείται η οποιαδήποτε τεχνητή αναδάσωση.
Ιδιαίτερα όταν συζητάμε για δασικά οικοσυστήματα στη ζώνη των αειφύλλων πλατυφύλλων ή δασικά είδη όπως η Πεύκη τότε η εκτέλεση αναδασωτικών εργασιών δεν είναι το πρώτο μέλημά μας. Εκείνο που επιβάλλεται να γίνει σε πρώτη φάση είναι η αποτύπωση των καμμένων εκτάσεων, η κατάταξη των δασικών διαπλάσεων που καταστράφηκαν με βάση το είδος, την ηλικία και την κατάστασή τους και η μελέτη του δασικού οικοσυστήματος ώστε η αναδημιουργία του να γίνει χωρίς βιασύνη, με φυσικό τρόπο και με πολλαπλασιαστικό υλικό που θα προκύπτει από το ίδιο οικοσύστημα.
Βεβαίως τα παραπάνω τίθενται κάτω από διαφορετική θεώρηση στην περίπτωση εκτάσεων που καίγονται για δεύτερη ή τρίτη φορά. Στην περίπτωση αυτή επιβάλλεται στη μελέτη αναδάσωσης να προσδιοριστούν τα ειδικότερα μέτρα για την αποκατάσταση των δασικών οικοσυστημάτων, το χρονοδιάγραμμα της τεχνικής παρέμβασης, το φυτευτικό υλικό και τα συνοδευτικά μέτρα υποστήριξης της προσπάθειάς μας.

Το μεγάλο πρόβλημα που καλούμαστε να επιλύσουμε μετά από μια δασική πυρκαγιά, το οποίο χρειάζεται άμεση αντιμετώπιση είναι ο κίνδυνος διάβρωσης των εδαφών τα οποία έχουν χάσει το προστατευτικό τους κάλυμμα και ο ιδιαίτερα μεγάλος κίνδυνος για την εμφάνιση πλημμυρικών φαινόμενων στις καμμένες περιοχές.

Μετά την πυρκαγιά, λόγω των υψηλών θερμοκρασιών που αναπτύσσονται, το έδαφος δημιουργεί ένα επιφανειακό υδρόφοβο στρώμα, μια κρούστα, πάχους 5-6 mm, το οποίο εμποδίζει το νερό να διηθηθεί μέσα στο έδαφος και το αναγκάζει να ρέει επιφανειακά και να αποκτά μεγάλη ταχύτητα.
Με τον τρόπο αυτό αποσπάται το έδαφος και προκαλείται η διάβρωση του, το λεγόμενο ξέπλυμα του εδάφους.
Για να γίνει αντιληπτή η διάσταση του προβλήματος σας μεταφέρω κάποια στοιχεία σύμφωνα με τον καθηγητή μας τον κ.Ντάφη, για το συντελεστή απορροής για τα δάση αυτής της κατηγορίας ο οποίος κυμαίνεται από 2,5-10% . Αυτό σημαίνει ότι από τα 100 χιλιοστά απορέουν επιφανειακά 2,5 έως 10 χιλιοστά. Από το υπόλοιπο ποσό ένα μέρος συγκροτείται από την κομοστέγη (30%), καταναλώνεται για τις ανάγκες του (15%) και το υπόλοιπο διηθείται στο έδαφος και συγκρατείται στο πλούσιο σύστημα πόρων του εδάφους.
Δηλαδή το δασικό έδαφος δρα σαν μια τεράστια ρυθμιστική δεξαμενή που συγκρατεί τα νερά κατά τη διάρκεια των βροχών και το αποδίδει κατά την ξηρή περίοδο εφοδιάζοντας τις επιφανειακές πηγές και τον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα. Όπως αναφέρθηκε, μόνο ένα ποσοστό 2,5-10% απορρέει επιφανειακά.
Μετά την πυρκαγιά αυτός ο τεράστιος φυσικός ρυθμιστικός ταμιευτήρας έχει καταστραφεί και ο κίνδυνος πλημμυρών είναι προφανής.
Για το λόγο αυτό το πρώτο μέλημα, μετά την πυρκαγιά, είναι η εκτέλεση μικρών φυτοτεχνικών έργων που θα περιορίσουν τη διάβρωση και θα συγκρατήσουν τα επιφανειακά ρέοντα ύδατα. Τα μικρά αυτά δασοτεχνικά έργα είναι απλά και όχι ιδιαίτερα δαπανηρά. Χρησιμοποιείται σαν πρώτη ύλη ο καμμένος ξυλώδης όγκος, ο οποίος υλοτομείται και στη συνέχεια οι κορμοί τοποθετούνται παράλληλα προς τις ισοϋψείς και στερεώνονται ώστε να λειτουργούν σαν μικρά φράγματα (κορμοφράγματα) Σε περίπτωση που δεν υπάρχουν κορμοί τότε κατασκευάζουμε κλαδοπλέγματα τα οποία επιτελούν την ίδια λειτουργία.
Με τα έργα αυτά αποτρέπουμε τη διάβρωση του εδάφους μειώνοντας την ταχύτητα του νερού και εμποδίζουμε την επιφανειακή απορροή ενώ παράλληλα με την υλοτομία και τη σύρση των κορμών σπάει το υδρόφοβο στρώμα (η αδιάβροχη κρούστα) και το νερό διηθείται μέσα στο έδαφος. Από το άλλο μέρος οι κορμοί αυτοί που έρχονται σε επαφή με το έδαφος σαπίζουν και αποσυντίθενται εμπλουτίζοντας το έδαφος με οργανικές ουσίες.
Τα έργα αυτά πρέπει να ολοκληρωθούν άμεσα πριν αρχίσουν τα πρωτοβρόχια το φθινόπωρο.
Στη δασική πράξη οι ενέργειες για την αντιδιαβρωτική προστασία είναι σαφώς προσδιορισμένες και έχουν ήδη τύχει εφαρμογής σε πολλές περιοχές και τελευταία στην Πάρνηθα.
Εκείνο που θα ήθελα να σας αναφέρω κάνοντας ουσιαστικά μια σύγκριση ανάμεσα στην περίπτωση της καταστροφής του Εθνικού Δρυμού της Πάρνηθας και των περιοχών της Πελοποννήσου, είναι ότι στην περίπτωση της πάρνηθας η Πολιτεία εξασφάλισε επαρκείς πόρους για την εκτέλεση των αντιδιαβρωτικών και αντιπλημμυρικών έργων, χρησιμοποίησε το φορέα διαχείρισης του εθνικού δρυμού, για τη διαχείριση των πιστώσεων και αξιοποίησε συστηματικά δύο υπηρεσίες, το Δασαρχείο Πάρνηθας και η Δ/νση Αναδασώσεων Αττικής, οι οποίες σημειώνεται έχουν πολύ έμπειρο προσωπικό και
είχαν τη δυνατότητα αφενός να συντάξουν τις απαιτούμενες μελέτες και να επιβλέψουν τα έργα που ακολούθησαν .
Δεν έχω τη βεβαιότητα ότι οι προϋποθέσεις αυτές ισχύουν για όλες τις περιπτώσεις που συζητάμε όπως δεν είναι και λίγες οι φορές που τα έργα αυτά κατασκευάστηκαν βιαστικά και πρόχειρα σε βάρος του αποτελέσματος που προσδοκούσαμε.

Τα αντιδιαβρωτικά και αντιπλημμυρικά έργα που αναφέραμε εκτελούνται στο ορεινό τμήμα μιας καμμένης λεκάνης. Όμως όσα μέτρα και έργα και να γίνουν, ένα μέρος της πλημμυρικής απορροής θα φθάσει στην κοίτη της πεδινής, γεωργικής και αστικής περιοχής και θα καταλήξει σε κάποιο φυσικό αποδέκτη.
Η εξέλιξη αυτή είναι φυσιολογική εφόσον η χωρητικότητα των πεδινών κοιτών δεν έχει περιοριστεί. Στην αντίθετη περίπτωση είναι φυσικό να έχουμε το αρνητικό επακόλουθο πλημμυρών ακόμα και μετά τη λήψη στα ορεινά, των μέτρων που προαναφέρθηκαν . Για το λόγο αυτό πρέπει να συζητάμε για αντιμετώπιση των πλημμυρών σε επίπεδο λεκάνης απορροής και όχι αποσπασματικά για το ορεινό ή το πεδινό της τμήμα.



Ευχαριστώ για την προσοχή σας


Κυρίως ¶ρθρο Ι Δελτία Τύπου Ι Ανακοινώσεις Ένωσης Ι Απόψεις Συναδέλφων
Ανακοινώσεις ΠΟΓΕΔΥ κ.α. Ι Αποφάσεις Ι Διοικητικό Συμβούλιο Ι Links ΙΕπικοινωνία

www.peddy.gr