Aριθμός 992/2004
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Δεκεμβρίου 2003, με την εξής σύνθεση: Χ. Γεραρής, Πρόεδρος, Π.Ζ. Φλώρος, Γ. Παναγιωτόπουλος, Ε. Γαλανού, Π. Πικραμμένος, Ν. Σκλίας, Α. Θεοφιλοπούλου, Θ. Παπαευαγγέλου, Δ. Πετρούλιας, Α. Συγγούνα, Ν.
Ρόζος, Α. Γκότσης, Δ. Μπριόλας, Ε. Δανδουλάκη, Ε. Σαρπ, Ν. Μαρκουλάκης, Δ. Μαρινάκης, Σ. Χαραλάμπους, Π. Κοτσώνης, Γ. Παπαγεωργίου, Ι. Μαντζουράνης, Α. Σακελλαροπούλου, Α. Χριστοφορίδου, Δ. Αλεξανδρής, Δ. Σκαλτσούνης, Κ. Βιολάρης, Α.-Γ. Βώρος, Σύμβουλοι, Α. Χλαμπέα, Δ. Εμμανουηλίδης, Πάρεδροι.
Γραμματέας ο Μ. Καλαντζής.
Για να δικάσει την από 25 Ιανουαρίου 2000 έφεση:
των: 1) Πανελλήνιας Ένωσης Δασολόγων Δημοσίων Υπαλλήλων
(Π.Ε.Δ.Δ.Υ.), που εδρεύει στην Αθήνα (Πειραιώς 68Α), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Κωνσταντίνο Τσακίρη (Α.Μ. 13776), που τον διόρισε στο ακροατήριο ο Πρόεδρος του Δ.Σ. Κωνσταντίνος Μπέσης, 2) Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Δασοφυλάκων Δημοσίων Υπαλλήλων (Π.Ο.Δ.Δ. Υ.), που εδρεύει στην Αθήνα (Μενάνδρου 23), η οποία παρέστη με τον ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισε στο ακροατήριο ο Πρόεδρος και ο Γενικός Γραμματέας Γεώργιος Παπαδιάς και Αλέκος Φλώτσιος αντιστοίχως, 3) Ένωσης Μονίμων Δασοφυλάκων Β’ Ελλάδας (Ε.Μ.Δ.Β’.Ε.), που εδρεύει
στον Πύργο Ηλείας (Αχιλλέως 13 και Τζαβέλλα 1), η οποία παρέστη με τον ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισε στο ακροατήριο ο Πρόεδρος του Δ.Σ. Παναγ. Τσιλιμίγκρα, και 4) Νέοκλητου Γεωργιάδη, κατοίκου Αθηνών (Ιπποκράτους 3-5), ο οποίος παρέστη με τον ως άνω δικηγόρο, που τον διόρισε στο ακροατήριο,
κατά του Υπουργού Γεωργίας, ο οποίος παρέστη με τον Γ. Λάζο, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους.
και κατά της υπ’ αριθμ. 585/25.2.1999 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ αριθμ. 1202 /2003 παραπεμπτικής αποφάσεως του ΣΤ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.
Ο Εισηγητής, Σύμβουλος, Στ. Χαραλάμπους, άρχισε τη συζήτηση της υποθέσεως με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία αποτελεί και την εισήγηση του Τμήματος.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των εκκαλούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους εφέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, για την άσκηση της οποίας έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη και το παράβολο, (υπ’ αριθμ.
9749533/2000 διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Ενσήμων και Δικαστικών
Εισπράξεων Αθηνών και υπ’ αριθμ. 1727748/2000 ειδικό έντυπο παραβόλου), ζητείται η εξαφάνιση της υπ’ αριθμ. 585/1999 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως των εκκαλούντων κατά της υπ’ αριθμ. 22732/2.9.1997 πράξης του προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Υποστήριξης και Επιθεώρησης του Υπουργείου Γεωργίας, με την οποία είχε απορριφθεί αίτημα των εκκαλούντων σωματείων περί καταβολής στα μέλη τους, (δασολόγους, δασοφύλακες και δασοπυροσβέστες, μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους), του επιδόματος ειδικών συνθηκών εργασίας(άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 2342/1995).
2. Επειδή, με την υπ’ αριθ. 1202/2003 απόφαση του ΣΤ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, εν όψει της διατάξεως της παρ. 5 του άρθρου 100 του Συντάγματος, που προσετέθη με το από 6.4.2001 ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής (ψ. 84), το ζήτημα της αντιθέσεως του άρθρου 10 παρ. 1 περ. α’ υποπερ. ββ’ του του ν. 2470/1997 προς τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος).
3. Επειδή, με την ανωτέρω παραπεμπτική απόφαση του ΣΤ’ Τμήματος απορρίφθηκε ως απαράδεκτη για έλλειψη νομιμοποιήσεως η κρινόμενη έφεση ως προς το σωματείο “Σύλλογος Μονίμων Υπαλλήλων Δασοπυροσβεστών”, και τους Γεώργιο Παπαδιά, Παγκράτη Ματσίκα και Παναγιώτη Τσιλιμίγκρα. Συνεπώς, η έφεση αυτή εισάγεται μόνον ως προς τους λοιπούς εκκαλούντες.
4. Επειδή, με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 του ν. 2342/1995, με τίτλο “Ενεργητική προστασία της γεωργικής, κτηνοτροφικής και αλιευτικής παραγωγής και άλλες διατάξεις”, (Α’ 208), είχε χορηγηθεί στους μόνιμους και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου δασικούς υπαλλήλους και οδηγούς οχημάτων των δασικών υπηρεσιών, που απασχολούνται με τη δασοπροστασία της χώρας, επίδομα ειδικών συνθηκών, το ύψος του οποίου είχε καθορισθεί σε 60.000 δραχμές μηνιαίως με την 33609/5.12.1995 κοινή απόφαση των Υπουργών Γεωργίας και Οικονομικών, (Β’ 1007/7.12.1995), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 8 παρ. 1 του ν. 2342/1995. Ακολούθως, με την εκδοθείσα βάσει της ίδιας εξουσιοδοτικής διάταξης 2051814/8267/0022/23.8.1996 κοινή απόφαση των Υπουργών Γεωργίας και Οικονομικών, (Β’ 815/4.9.1996), το επίδομα αυτό επανακαθορίσθηκε στο ποσό των 50.000 δραχμών μηνιαίως. Στη συνέχεια, με το άρθρο 10 του ν. 2470/1997, “Αναμόρφωση μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες διατάξεις”, (Α 40), ορίσθηκε ότι: ‘1. Διατηρούνται στο ύψος που έχουν διαμορφωθεί κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος… και τα εξής επιδόματα και παροχές: α) Επιδόματα ανθυγιεινής, επικίνδυνης και ειδικών συνθηκών εργασίας του π .δ/τος 904/1978, (ΦΕΚ 217 Α΄), των παραγράφων 4, 5, 6 και 10 του άρθρου 2 του ν. 1160/1981 (ΦΕΚ 147 Α), της με αριθμό 55825/5.6.1989 κοινής απόφασης των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ 440 Β’), της με αριθμό 2011128/1253/0022/12.2.1990 όμοιας των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Οικονομικών και Εργασίας (ΦΕΚ 101 Β’), η κατ’ αποκοπή μηνιαία αποζημίωση της παραγράφου 19 του άρθρου 16 του ν. 2298/1995 (ΦΕΚ 162 Α) μετονομαζόμενη σε πάγια μηνιαία αποζημίωση για τη δικαστηριακή απασχόληση και την έκδοση πράξεων μεταγραφών και πιστοποιητικών εν γένει και για εργασίες χρηματοδότησης δικαστικών υπηρεσιών, καθώς και άλλων διατάξεων που ισχύουν κατά την 31.12.1996, με εξαίρεση: αα) Τα προβλεπόμενα για το προσωπικό των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 8 του παρόντος και ββ) το επίδομα της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του ν. 2342/1995, (ΦΕΚ 208 Α) το οποίο εμπίπτει στις ρυθμίσεις του άρθρου 13 του παρόντος… 4. Πέραν των ως άνω διατηρούμενων επιδομάτων και παροχών, όλα τα λοιπά επιδόματα, αμοιβές και αποζημιώσεις που καταβάλλονται στους υπαλλήλους, που εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος, κατά την έναρξη ισχύος του, με οποιαδήποτε ονομασία και από οποιαδήποτε πηγή, περιλαμβανομένων και εκείνων που χορηγήθηκαν με μορφή κινήτρου παραγωγικότητας ή αποδοτικότητας, καθώς και παροχές για κίνητρο προσέλκυσης και παραμονής καταργούνται, εφόσον δεν προβλέπεται ρητά η χορήγησή τους από τις διατάξεις του παρόντος”. Εξάλλου, με τις διατάξεις των παρ. 7 και 8 του άρθρου 8 του ως άνω νόμου προβλέπεται η χορήγηση “νοσοκομειακού επιδόματος” για το προσωπικό των νοσοκομείων και θεραπευτηρίων, καθώς και του Εθνικού Κέντρου ’μεσης Βοήθειας (Ε,Κ.Α.Β.) και “επιδόματος ειδικής απασχόλησης’! για το προσωπικό των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, (ο. Τ .Α.). Περαιτέρω, στο άρθρο 13 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: “1. Για την αύξηση της αποδοτικότητας των υπαλλήλων, την ενίσχυση της προσαρμογής στις νέες τεχνολογίες και απαιτήσεις, τη βελτίωση της εξυπηρέτησης του πολίτη, καθώς και για τη ν πρόσθετη αυτών εργασία προς αντιμετώπιση αυξημένων υπηρεσιακών αναγκών, χορηγείται μηνιαίως χρηματικό ποσό ως κίνητρο απόδοσης, οριζόμενο κατά κατηγορία υπαλλήλων ως εξής: α) Κατηγορία Υ.Ε. τριάντα οκτώ χιλιάδες (38.000) δραχμές. β) Κατηγορία Δ.Ε. σαράντα οκτώ χιλιάδες (48.000) δραχμές. γ) Κατηγορία Τ.Ε. ή Π.Ε., χωρίς πτυχίο ανώτερης ή ανώτατης σχολής, πενήντα τρεις χιλιάδες (53.000) δραχμές. δ) Κατηγορία Τ.Ε. με πτυχίο Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (Τ.Ε.Ι.) ή ισότιμο, πενήντα οκτώ χιλιάδες (58.000) δραχμές. ε) Κατηγορία Π.Ε. με πτυχίο Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (Α.Ε.Ι.) ή ισότιμο, καθώς και εκπαιδευτικοί λειτουργοί, εξήντα οκτώ χιλιάδες (68.000) δραχμές. 2. Κριτήρια για τη χορήγηση του ανωτέρω κινήτρου είναι η ποιοτική και ποσοτική απόδοση του υπαλλήλου, η μη αξιολόγησή του με δυσμενή βαθμό, καθώς και ο βαθμός του ενδιαφέροντός του για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη εξυπηρέτηση των πολιτών.. .”.
5. Επειδή, με τη διάταξη της παραγρ. 1 του άρθρου 4 του Συντάγματος καθιερώνεται η αρχή της ισότητας η οποία αποτελεί νομικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που τελούν κάτω από τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας και, ειδικότερα, τόσο τον κοινό νομοθέτη, όσο και την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση, η παράβασή του δε, ελέγχεται από τα δικαστήρια. Κατά τον έλεγχο αυτό, που είναι έλεγχος ορίων και όχι έλεγχος των κατ’ αρχήν επιλογών ή του ουσιαστικού περιεχομένου των νομικών κανόνων, ο κοινός νομοθέτης ή η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση δύναται να ρυθμίσει κατά ενιαίο ή διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις ή σχέσεις, λαμβανομένων υπόψη των υφισταμένων κοινωνικών, οικονομικών, επαγγελματικών ή άλλων συνθηκών, που συνδέονται με τις υπό ρύθμιση καταστάσεις ή σχέσεις, επί τη βάσει δε γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων να προβαίνει στη σχετική ρύθμιση μέσα στα όρια της αρχής της ισότητας, που αποκλείουν τόσο την έκδηλη άνιση μεταχείριση είτε υπό την μορφή χαριστικού μέτρου ή προνομίου, μη συνδεομένου προς αξιολογικά κριτήρια είτε υπό τη μορφή επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση καταστάσεων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες ή αντιθέτως, τη διαφορετική μεταχείριση των αυτών ή παρομοίων καταστάσεων.
6. Επειδή, το επίδικο επίδομα ειδικών συνθηκών χορηγήθηκε στους δασικούς υπαλλήλους για πρώτη φορά με τον παραπάνω ν. 2342/1995. Στην αιτιολογική έκθεση προσθήκης του σχετικού άρθρου 8 αναφέρονται τα ακόλουθα: “Με την προτεινόμενη προσθήκη επιδιώκεται η χορήγηση επιδόματος ειδικών συνθηκών στους μονίμους και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου δασικούς υπαλλήλους που έχουν την ευθύνη της δασοπροστασίας της χώρας, λόγω του ιδιαιτέρως επαχθούς όσο και επικινδύνου αντικειμένου απασχόλησής τους. Ιδίως κατά την κατάσβεση των πυρκαγιών οι δασικοί υπάλληλοι ασκούν τα καθήκοντά τους κάτω από επικίνδυνες για τη σωματική τους ακεραιότητα και τη ζωή τους ακόμη συνθήκες, επαλήθευση δε αυτών είναι το γεγονός ότι δασικοί υπάλληλοι έχουν υποστεί ατυχήματα κατά την κατάσβεση των πυρκαγιών. Για την αντιμετώπιση της ανωτέρω κατάστασης κρίνεται αναγκαία η προτεινόμενη προσθήκη ενόψει και της ανάγκης δραστηριοποιήσεως και αξιοποιήσεως του δασικού δυναμικού του Υπουργείου Γεωργίας για την αποτελεσματικότερη κατάσβεση των πυρκαγιών”. Ακολούθως, όπως έχει προεκτεθεί, με το άρθρο 10 του ν. 2470/1997 διατηρήθηκαν στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί κατά την έναρξη της ισχύος του (1.1.1997) τα επιδόματα ανθυγιεινής, επικίνδυνης και ειδικών συνθηκών εργασίας για μία σειρά υπαλλήλων, ενώ το επίμαχοεπίδομα των δασικών υπαλλήλων εξαιρέθηκε από τη διατήρηση διότι, όπως διαλαμβάνεται στη σχετική εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού, το εν λόγω επίδομα “περιλαμβάνεται στις ρυθμίσεις της παραγράφου 7 του άρθρου 13”, δηλαδή στο θεσπιζόμενο με τον ίδιο νόμο κίνητρο απόδοσης. Δεδομένου όμως ότι το θεσπιζόμενο κίνητρο απόδοσης χορηγείται σε όλους τους υπαλλήλους που υπάγονται στις διατάξεις του ν. 2470/1997 και συνεπώς δεν αφορά ειδικά τους δασικούς υπαλλήλους ώστε να θεωρηθεί ότι αντικαθιστά ευθέως το καταργούμενο επίδομα ειδικών συνθηκών, η εξαίρεση με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 περ. α’ υποπερ. ββ’ του ν. 2470/1997 από τα διατηρούμενα μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού επιδόματα ανθυγιεινής, επικίνδυνης και ειδικών συνθηκών εργασίας του επιδόματος ειδικών συνθηκών των δασικών υπαλλήλων συνιστά άνιση μεταχείριση αυτών έναντι των λοιπών υπαλλήλων του δημοσίου και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, για τους οποίους διατηρήθηκαν τα αντίστοιχα επιδόματα ή καταργήθηκαν αλλά με ταυτόχρονη θέσπιση νέων γι’ αυτούς επιδομάτων. Και τούτο διότι το επίμαχο επίδομα των δασικών υπαλλήλων, ενώ χορηγήθηκε σ αυτούς, κατά τα εκτεθέντα, λόγω των συγκεκριμένων καθηκόντων που ασκούσαν τότε (1995), μεταξύ των οποίων και η δασοπυρόσβεση, στη συνέχεια καταργήθηκε αδικαιολογήτως, εφόσον, κατά το χρόνο της κατάργησής του (1997), δεν είχε επέλθει μεταβολή στα καθήκοντα αυτά. Συνεπώς, η ως άνω διάταξη του ν. 2470/1997 αντίκειται στη θεσπιζόμενη με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας. Αν και κατά τη γνώμη της Συμβούλου Ε. Δανδουλάκη, η παραπάνω διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 περ. α’ υποπερ. ββ’ του ν. 2470/1997 δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας, διότι οι δασικοί υπάλληλοι δεν ευρίσκονται κάτω από τις ίδιες συνθήκες με τις κατηγορίες υπαλλήλων ως προς τους οποίους διατηρείται το επίμαχο επίδομα.
7. Επειδή, μετά την επίλυση κατά τι ανωτέρω του παραπεμφθέντος ζητήματος, η υπόθεση, που είναι εκκαθαρισμένη κατά τα λοιπά, πρέπει να διακρατηθεί και να εκδικασθεί περαιτέρω.
8. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με την υπ’ αριθμ. 22732/2.9.1997 πράξη του προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Υποστήριξης και Επιθεώρησης του Υπουργείου Γεωργίας απορρίφθηκε αίτηση που είχε υποβληθεί στις 18.7.1997, μεταξύ άλλων και από τα εκκαλούντα σωματεία “Πανελλήνια Ένωση Δασολόγων Δημοσίων Υπαλλήλων”, “Πανελλήνια Ομοσπονδία Δασοφυλάκων Δημοσίων Υπαλλήλων” και “Ένωση Μονίμων Δασοφυλάκων Β Ελλάδας”, που είναι συνδικαλιστικές οργανώσεις δασολόγων και δασοφυλάκων μόνιμων δημοσίων υπαλλήλων, για καταβολή στα μέλη τους του επιδόματος ειδικών συνθηκών, το οποίο ελάμβαναν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 του ν. 234211995, με την αιτιολογία ότι “σύμφωνα με το άρθρο 1 Ο παρ. 1 περ. α υποπερ. ββ’ του Ν. 2470/1997, το επίδομα ειδικών συνθηκών εργασίας των δασικών υπαλλήλων και των οδηγών δασικών υπηρεσιών, που ασχολούνται με τη δασοπροστασία της χώρας εξαιρείται από τα διατηρούμενα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 1 Ο του ιδίου ως άνω Νόμου 2470/97 και εμπίπτει στις ρυθμίσεις του άρθρου 13 του εν λόγω Νόμου”. Το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι η απόρριψη του ως άνω αιτήματος των ήδη εκαλλούντων σωματείων ήταν νόμιμη, διότι το επίδικο επίδομα ειδικών συνθηκών εργασίας των δασικών υπαλλήλων καταργήθηκε ρητά με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 περ. α υποπερ. ββ’ του ν. 2470/1997 και δεν εξαιρέθηκε από τα διατηρούμενα επιδόματα άλλων κατηγοριών υπαλλήλων, οι δε δασικοί υπάλληλοι υπάγονται πλέον στις ρυθμίσεις του άρθρου 13 του νόμου αυτού, σύμφωνα με τις οποίες τους χορηγείται χρηματικό ποσό ανάλογο με την κατηγορία στην οποία υπάγονται ως κίνητρο απόδοσης. Ακολούθως, με την εκκαλούμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι η ως άνω διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 περ. α υποπερ. ββ’ του ν. 2470/1997 δεν αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 4 του Συντάγματος, ενόψει του ότι διατηρούνται επιδόματα ειδικών συνθηκών άλλων κατηγοριών υπαλλήλων, όπως τα επιδόματα ανθυγιεινής, επικίνδυνης και ειδικών συνθηκών εργασίας του π.δ. 904/1978, της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, Εθνικού Τυπογραφείου, της Υ.Π.Α., των εποπτών δημόσιας υγείας κ.λ.π., διότι το άρθρο 4 του Συντάγματος αποτελεί νομικό κανόνα ο οποίος επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων τα οποία βρίσκονται κάτω από τις ίδιες συνθήκες, στην προκειμένη δε περίπτωση, η διαφορετική αντιμετώπιση εκ μέρους του νομοθέτη δικαιολογείται από τη διαφορά της φύσης των εν λόγω κατηγοριών υπαλλήλων. Με τις σκέψεις αυτές το Διοικητικό Εφετείο απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως των εκκαλούντων. Σύμφωνα όμως με τα εκτεθέντα στην έκτη σκέψη, η κρίση αυτή του εφετείου δεν είναι νόμιμη, γι’ αυτό και η προσβαλλόμενη απόφασή του πρέπει να εξαφανισθεί, εκδικαζομένης δε της αιτήσεως ακυρώσεως πρέπει αυτή να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη του προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Υποστήριξης και Επιθεώρησης του Υπουργείου Γεωργίας.
Διά ταύτα
Επιλύει το παραπεμφθέν ζήτημα.
Διακρατεί την υπόθεση και
Δέχεται εν μέρει την κρινόμενη έφεση, κατά το σκεπτικό.
Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 585/1999 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Εκδικάζει την αίτηση ακυρώσεως και την δέχεται.
Ακυρώνει την υπ’ αριθ. 22732/2.9.1997 πράξη του προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Υποστήριξης και Επιθεώρησης του Υπουργείου Γεωργίας.
Διατάσσει την απόδοση των παραβόλων της εφέσεως και της αιτήσεως ακυρώσεως.
Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη των α) Πανελλήνιας Ένωσης Δασολόγων Δημοσίων Υπαλλήλων, β) Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Δασοφυλάκων Δημοσίων Υπαλλήλων, γ) Ένωσης Μονίμων Δασοφυλάκων Β’ Ελλάδας και δ) Νεόκλητου Γεωργιάδη, που ανέρχεται στο ποσό χιλίων εκατόν σαράντα (1.140) ευρώ για τις δίκες ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, και των σαράντα ενός (41) ευρώ για τη δίκη ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 12 και 19 Δεκεμβρίου 2003 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 2 Απριλίου 2004.