Σχολιασμός για τη δασική πολιτική της Ελλάδος
Καθηγητής Κώστας Κασσιός
Το ερώτημα που πηγάζει αυθόρμητα απ’ τον τίτλο της παρουσίασης είναι αυτό που ταιριάζει σχεδόν σε κάθε τομεακή δράση στη χώρα μας.
Υπήρξε και υπάρχει δασική πολιτική στην Ελλάδα; Κι αν υπάρχει ποια ήταν αυτή και ποιοι ήταν και είναι οι στόχοι της, ποιοι οι χρονοορίζοντες υλοποίησής τους και ποιος ο απολογισμός από την εφαρμογή της και ποιο το μέλλον της. Πριν όμως απαντηθεί το ερώτημα αυτό είναι χρήσιμο από την αρχή να διασαφηνιστεί τι εννοούμε με τον όρο «πολιτική»σε μία τομεακή δράση της χώρας μας.
Πολιτική είναι το σύνολο των δράσεων και μέτρων εκείνων με την ευρεία έννοια του όρου που λαμβάνονται προκειμένου να επιτευχθεί ένας διαχρονικά υλοποιούμενος τεθείς στόχος.
Μία πολιτική και εν προκειμένω η Δασική πολιτική θα έπρεπε να διαλαμβάνει τέσσερα διαδικαστικά στάδια στη διαμόρφωσή της.
Το πρώτο στάδιο αναφέρεται στο σχεδιασμό του στόχου ή των στόχων.
Το δεύτερο στάδιο περιγράφει την υφιστάμενη κατάσταση.
Το τρίτο στάδιο καθορίζει το μέγεθος της διαφοράς που υπάρχει μεταξύ στόχου και υφιστάμενης κατάστασης.
Ενώ το τέταρτο στάδιο αναφέρεται στο σχεδιασμό των ληπτέων μέτρων προκειμένου να ανατραπεί η υφιστάμενη κατάσταση προς την κατεύθυνση του επιδιωκόμενου στόχου. (Drew 1960)
Τα παραπάνω στάδια συνθέτου τον τεχνοκρατικό τρόπο προσέγγισης της χάραξης μιας πολιτικής .
Τα μέχρι σήμερα όμως αποτελέσματα αναφορικά με τα δάση και τις δασικές εκτάσεις στη χώρα μας πείθουν ότι ουδέποτε αναπτύχθηκε με την παραπάνω διαδικαστική λογική, δασική πολιτική στην Ελλάδα. Η πολυνομία του παρελθόντος, μέσα από την οποία θεωρητικά απορρέουν οι στόχοι και τα μέτρα υλοποίησης των στόχων έδειξε ότι δεν υπήρξαν σαφείς και ορατοί στόχοι σε ό, τι αφορά τα δάση. Πολύ πρόσφατα και με το Σύνταγμα του 1975 δόθηκε με τα άρθρα 24 και 117 ένας σαφέστερος στόχος σε ό, τι αφορά τα δάση και δασικές εκτάσεις της χώρας. Εν τούτοις όμως οι Νόμοι που επακολούθησαν για την υλοποίηση των άρθρων του Συντάγματος και που καθόριζαν τους στόχους της πολιτικής για τα δάση μάλλον σε αντίθετο αποτέλεσμα οδήγησαν.
Έτσι φθάνουμε σήμερα στα πρόθυρα του 21ου αιώνα και η χώρα μας ακόμα να μην έχει σαφή πολιτική για το 67% του ελλαδικού χώρου που το συνθέτουν τα δάση και οι δασικές εκτάσεις.
Όπως προαναφέρθηκε ένας από τους ουσιαστικότερους παράγοντες που καθορίζουν την επιτυχία μιας πολιτικής είναι η πλήρης και εμπεριστατωμένη εικόνα της υπάρχουσας κατάστασης ποσοτικά και ποιοτικά.
Η απουσία μέχρι σήμερα της συστηματικής καταγραφής και αξιολόγησης των δασών και δασικών εκτάσεων η έλλειψη κτηματολογικών συνθηκών ιδιοκτησίας, η έλλειψη συνολικού χωροταξικού σχεδιασμού, συνιστούν μια πραγματικότητα που κάθε άλλο συνηγορεί στο να απαντηθεί μόνο αρνητικά το τεθέν από την αρχή ερώτημα, στο αν υφίσταται δασική πολιτική στη χώρα μας κατά το παρελθόν αλλά και σήμερα.
Διαχρονικά τα δάση και οι δασικές εκτάσεις στη χώρα μας αντιμετωπίστηκαν χωροχρονικά με τελείως αποσπασματικό τρόπο και πάντοτε με κριτήρια μιας οικονομίας της αγοράς που δυστυχώς συνιστούσε ό, τι πιο καταστρεπτικότερο μπορούσε να υπάρξει.
Η ιδιομορφία των Δασικών πόρων
Είναι ενδιαφέρον να γίνει μια σύντομη αναφορά και ανάλυση στον ιδιόμορφο χαρακτήρα που παρουσιάζουν έναντι άλλων φυσικών από πλευράς οικονομικής, κοινωνικής αλλά και περιβαλλοντικής θεώρησης οι δασικοί πόροι.
Ως δασικούς πόρους εννοούμε τα δάση, τις δασικές εκτάσεις, αλλά κι εκείνες τις εκτάσεις που δεν έχουν απωλέσει τη δυνατότητά τους να δασωθούν και να αναδασωθούν. Οι δασικοί πόροι ανήκουν ταξινομούμενοι στην κατηγορία των ανανεώσιμων φυσικών πόρων δηλαδή εκείνων που μπορούν μέσα σε ορατούς χρονοορίζοντες (περίτροπος χρονοχρόνος περιφοράς για να χρησιμοποιήσουμε δασοδιαχωριστική ορολογία)να ανανεώνονται στο διηνεκές.
Αυτή η διηνέκεια της ανανέωσης σε σωστά δομημένα και διαχειριζόμενα δάση προσδίδει κατά τον καλύτερο τρόπο την σημασία της τόσο πολυσυζητημένης λέξης της «αειφορίας». Δηλαδή στους δασικούς πόρους δεν αφαιρούμε παραπάνω ύλη από αυτή που η δυναμικότητα του συγκεκριμένου τόπου μπορεί να παράξει κάθε φορά.
Πρώτη λοιπόν ιδιαιτερότητα των δασικών πόρων είναι η ανανεωσιμότητά τους. Μία δεύτερη ιδιαιτερότητα βρίσκεται στο γεγονός ότι οι δασικοί πόροι εκτός των άμεσων οικονομικών προσόδων που προσφέρουν (ξυλεία, υποπροϊόντα ξύλου, κτηνοτροφική τροφή, καρποί κ.α.), προσφέρουν και μία μακρά σειρά εμμέσων αγαθών με οικολογική, κοινωνική και εθνική σημασία.
Η συγκράτηση των εδαφών και η αποφυγή της διάβρωσής τους, η προσφορά στην ατμόσφαιρα οξυγόνου, η ενίσχυση των υδροφορέων, η στέγαση και η συντήρηση της άγριας πανίδας, η παροχή ηρεμίας και αναψυχής στους πολίτες, η αισθητική τοπίων, η φιλοξενία στα εδάφη της μικροπανίδας εδάφους, τα είδη χλωρίδας, η ρύθμιση των πλημμυρικών συνθηκών και συνεπώς ο προστατευτικός τους ρόλους στη γεωργία και οικισμούς συνιστούν μερικά από τα έμμεσα αγαθά του δάσους.
Αν δε, μπούμε στον πειρασμό να αναπτύξουμε και τις βιολογικές δομές και ενδοσυσχετίσεις που αναπτύσσονται στα δάση και την ενεργειακή ωφελιμότητα τότε ο κατάλογος των αγαθών γίνεται πάρα πολύ μακρύς.
Μία τρίτη ιδιαιτερότητα των δασικών πόρων σε σχέση με τον άνθρωπο βρίσκεται στο γεγονός ότι μερικά αγαθά που παρέχει, όπως αυτό της αναψυχής σε αντίθεση με άλλους φυσικούς πόρους παράγεται και καταναλίσκεται στον ίδιο χώρο.
Η καταστροφή π.χ. ενός δάσους όπως αυτό της Πεντέλης αποστερεί την παραγωγή του αγαθού της αναψυχής και συνεπώς ο καταναλωτής (ο πολίτης) που δεν μπορεί να το έχει, απομακρύνεται.
Μία τέταρτη ιδιαιτερότητα, ίσως και η σημαντικότερη βρίσκεται στο γεγονός ότι οι δασικοί πόροι συνιστούν μία ανεξάντλητη και άγνωστη εν πολλοίς βιογενετική δεξαμενή απ’ όπου αντλούνται οι πρώτες ύλες για την παραγωγή προϊόντων πολύτιμων στην υγεία και ευημερία του ανθρώπου.
Κάποιος έγραψε ότι η καταστροφή ενός δάσους μοιάζει με την καταστροφή μιας βιβλιοθήκης πριν προλάβουμε να δούμε όλα τα βιβλία που είχε μέσα.
Στον άμεσο οικονομικό χώρο των αγαθών της αγοράς, οι επενδύσει στα δάση είναι λιγότερο ελκυστικές έναντι άλλων εναλλακτικών επενδύσεων δεδομένου ότι οι χρόνοι απόδοσης των επενδύσεων-ιδιαίτερα στα προϊόντα ξύλου-απαιτούν μεγάλους χρόνους, χρόνους που εγκλείουν μεγάλους κινδύνους αβεβαιότητας (uncertainty).
Παρατηρείται λοιπόν ότι ο κατ’ εξοχήν κύριος επενδυτής στα δάση και στη διαχείρισή τους είναι το κράτος που σωστά εκτιμώντας τον πολλαπλό χαρακτήρα των προϊόντων και αγαθών του δάσους, τα προσφέρει για την κοινωνική ευημερία και την ποιότητα ζωής των πολιτών (social welfare).
Αυτές λοιπόν οι γενικές και ίσως πολλές άλλες ακόμα ιδιαιτερότητες καθιστούν τους δασικούς πόρους να ξεφεύγουν από την σφαίρα των απλών οικονομικών πόρων και να γίνονται εθνικοί-κοινωνικοί φυσικοί πόροι. Και η πραγματικότητα είναι αυτή και το διαπιστώνουμε από το γεγονός ότι ο κορυφαίος καταστατικός χάρτης της δημοκρατίας μας, το Σύνταγμα θεωρώντας τους δασικούς πόρους εθνικό κεφάλαιο, τους θέτει υπό την απόλυτη προστασία του κράτους με τα άρθρα του στο Σύνταγμα του 1975, 24 και 117.
Δεν συνιστά λοιπόν το δάσος έναν αμελητέο οικονομικό ή κοινωνικό πόρο, αλλά έναν εθνικής σημασίας πόρο με αναλογία σπουδαιότητας όπως αυτόν της εθνικής άμυνας και της ελευθερίας του ατόμου.
Είναι λοιπόν δυνατόν ένα τόσο σημαντικό φυσικό αγαθό που συνδέεται με την ευημερία αλλά και την ποιότητα ζωής των πολιτών να το αφήνουμε «αίολο» και «εκτεθειμένο» στις περιπτωσιακές ορέξεις των εκάστοτε επιπόλαιων διαχειριστών;
Η νομική θωράκιση-που ενώ υπάρχει-χωρίς μια σαφή δασική πολιτική που να υλοποιεί με συγκεκριμένα μέτρα την ορθολογική και αειφόρο διαχείρισή του, θυμίζει την περίπτωση του αυτόχειρα που λίγο πριν αυτοπυροβοληθεί, ο παρακείμενος συνάνθρωπος δεν τρέχει να τον σώσει, αλλά λεκτικά του θυμίζει πόσο επώδυνο θα είναι για εκείνον αν πιέσει την σκανδάλη.
Για πολλές λοιπόν δεκαετίες η ασαφής δασική πολιτική στη χώρα μας οδήγησε τη σημερινή τραγική εικόνα των δασών που δυστυχώς συνεχίζει να επιδεινώνεται καθημερινά.
Το παρελθόν στη διαχείριση των δασών
Το σύνολο των διαχειριστικών μέτρων που εξασκούνται στα δάση μας, αποτελούν την συνισταμένη της ποσοτικής και ποιοτικής τους κατάστασης για το σύνολο των δασοπολιτικών μέτρων που επιδιώκουμε να εξυπηρετήσουμε.
Αν ανατρέξουμε στην πρόσφατη ιστορία του ελληνικού έθνους αμέσως μετά την τουρκοκρατία βλέπουμε ότι οι δασικοί πόροι της χώρας βρίσκονται «έρμαιοι»χωρίς καμία προστασία και οργάνωση. Όπως δε γράφει ο Πάνος Γρίσπος στη Δασική ιστορία της Νεότερης Ελλάδος (1972) «…με την έλευση των Βαυαρών ο ελληνικός λαός συνηθισμένος εις πολιτικήν ελευθέρας και ασύδοτης διαχειρίσεως των δασών , έπεσε απότομα εις πολιτικήν άκρως συντηρητικήν, η οποία και εν τισι ήτο αντιοικονομική όπως αυτή της απαγόρευσης της ρητινοκαλλιέργειας στα ελληνικά πευκοδάση». Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι σ’ ένα κράτος με πολίτες που μόλις είχαν εξέλθει της επανάστασης και προσπαθούσε να ορθοποδήσει και να ξαναπάρει την ταυτότητά του και την πορεία του, η θέσπιση κανόνων διαχείρισης των δασών με πρότυπα μάλιστα φτιαγμένα από ξένα πρότυπα όπως αυτά από τη Βαυαρία, γίνεται κατανοητό ότι όλες οι προσπάθειες έμειναν γράμμα του νόμου χωρίς δυνατότητα υλοποίησης.
Και βέβαια αυτή η συγκεχυμένη δασοπολιτική κατάσταση που τη συναντάμε στις αρχές του 1836 συνεχίζεται για πάρα πολλές δεκαετίες ακόμα.
Η χώρα σ’ όλες αυτές τις δεκαετίες περνάει μέσα από ποικίλες εσωτερικά και εξωτερικά δοκιμασίες πολεμικών γεγονότων, κοινωνικών ανακατατάξεων, πολιτισμικών διαρθρώσεων και όταν πλέον ηρεμεί και αναζητάει το δρόμο της σταθερής εξέλιξής της δηλ. γύρω στη δεκαετία του ’60 με ’70 τότε έρχεται και η ώρα του απολογισμού των φυσικών της πόρων και της φροντίδας για την κατάσταση στα δάση.
Θα ανέμενε λοιπόν κανείς όπως είχε συμβεί και σε άλλες χώρες με ίδια προβλήματα, ο δασικός πλούτος στη χώρα να είχε μπει σε ένα ρυθμό που η ίδια η φύση το απαιτεί, ηρεμίας και εξέλιξης. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των Δασοπονούντων και την με αυτοθυσία προστασία των ποικίλων δασικών πόρων, η κατάσταση χωρίς να έχει τον χαοτικό χαρακτήρα του παρελθόντος στη διαχείρισή τους δεν βρέθηκε και στην καλύτερη κατάσταση. Η παντελής αρχικά και αποσπασματική αργότερα ύπαρξη πληροφοριών υποδομής για τα δάση σε συνδυασμό πάντοτε με την γνωστή πολυνομία που διαχρονικά αναπτύχθηκε με στόχο να υπηρετεί όχι έναν εθνικής σημασίας πόρο, αλλά τοπικές και ενίοτε ατομικές περιπτώσεις οδήγησαν σε μία μοιραία για τα δάση σειρά δασοπολιτικών λαθών που οι συνέπειες υπήρξαν καταστρεπτικές.
Το ικανότατο επιστημονικό και βοηθητικό προσωπικό που στελέχωνε τις δασικές υπηρεσίας, που και γνώση τεχνική για την οργάνωση των δασών διέθετε και εμπειρία αξιόλογη είχε να επιδείξει, αποπροσανατολίστηκε του αρχικού της προορισμού που ήταν η ορθολογική διαχείριση και οργάνωση των δασών. Αντί αυτού, κατευθύνθηκε σε μία ατέρμονα διοικητική διελκυστίνδα αντιπαλότητας μεταξύ των πολιτών που θεωρώντας το δάσος ως κοινό αγαθό, αλλά χωρίς να ανήκει πουθενά να διεκδικούν εκτάσεις και την υπηρεσία να αμύνεται με δικονομικές διεργασίες. Η παντελής απουσία υποδομών τόσο σε πληροφορίες ιδιοκτησιακού καθεστώτος, φέρουσας ικανότητας των δασών και δασικών εκτάσεων, αλλά και η κοινωνική έκρηξη για επέκταση γης κύρια για κατοικία έφεραν το ελληνικό δασικό περιβάλλον στο χείλος της εξαφάνισης.
Οι μερικές διαχρονικές αναλαμπές με εξάρσεις θετικών δασοκομικών και δασοτεχνικών επεμβάσεων πολιτικής από τη δασική υπηρεσία, έφεραν μάλλον την προσωπική σφραγίδα ατόμων εκ του επιστημονικού χώρου ή και μεμονωμένων πολιτικών και ουδέποτε παρουσίασαν χαρακτήρα μιας μακρόχρονης και σωστά επιλεγμένης δασικής πολιτικής.
Αν δεν είχε υπάρξει μια σαφής δασική πολιτική ανόρθωση και διαχείριση των δασών και δασικών εκτάσεων με χρονοορίζοντες, στόχους και κίνητρα, οι τόσο σημαντικές βραχύβιες παρεμβάσεις των ορεινών υδρονομικών έργων, θα είχαν βοηθήσει στη μείωση της διάβρωση στην απόσβεση των χιλιάδων ενεργών χειμάρρων, οι αναδασώσεις θα είχαν συνεχιστεί αδιάλειπτα και η προστασία από πυρκαγιές, υπερβόσκηση, λαθροϋλοτομής και καταπατήσεως θα είχαν περιορισθεί.
Η αποσπασματική τομεακή δασική πολιτική που ακολουθήθηκε είχε ως μοιραία συνέπεια τη σημερινή αποκαρδιωτική εικόνα του δασικού πλούτου της χώρας. Αξίζει σ’ αυτή τη θέση του απολογισμού του παρελθόντος να δώσουμε μερικά συγκεντρωτικά αποτελέσματα του τι χάθηκε απ’ τη δασική Ελλάδα στον αιώνα σχεδόν που πέρασε.
1. Η δάσωση από 23% που εκτιμάται μετά το 1821, σήμερα έφθασε στο 16,8% δηλαδή 7% ποσοστιαίες μονάδες λιγότερο.
2. Οι χείμαρροι από 3000 ενεργοί έχουν αυξηθεί σημαντικά χωρίς να έχουν άλλοι αποσβεσθεί.
3. Η καμμένη γη σε ετήσια βάση έχει υπερπολλαπλασιαστεί.
4. Οι αναδασώσεις υποπολλαπλασιάστηκαν.
5. Ο σε ξυλώδη ύλη όγκος των δασών έχει μειωθεί
Μία σύγχρονη δασική πολιτική για τον 21ο αιώνα
Στην αρχή λοιπόν του 21ου αιώνα, η χώρα μας μέσα στις νέες πλέον γαιοπολιτικές συνθήκες που κινείται, οι εθνικοί φυσικοί της πόροι έχουν διαφοροποιηθεί ως προς την σημασία και το ρόλο τους έναντι του παρελθόντος. Τα δάση έρχονται να διαδραματίσουν πλέον ένα άλλο ρόλο που ξεφεύγει απ’ τα στενά εθνικά πλαίσια και γίνονται ένας ευρωπαϊκός ανανεώσιμος πόρος με κεντρική την κοινωνική του πλέον σημασία.
Η ποιότητα ζωής του πολίτη, στόχος και επιδίωξη της ευρωπαϊκής ένωσης γίνεται ταυτόχρονα και δικός μας στόχος. Η έννοια και η σημασία του φυσικού περιβάλλοντος από τη δεκαετία του ’80 κυριαρχείς στις εθνικές πολιτικές και στόχους.
Η αειφορική ανάπτυξη γίνεται ταυτόσημη της αειφορικής διαχείρισης των φυσικών πόρων , ενώ η κοινωνική σημασία και ο ρόλος του δάσους ξεπερνάει κατά πολύ την οικονομική του σημασία για προσπορισμό άμεσων αγαθών.
Η τεχνολογική ραγδαία εξέλιξη των τελευταίων δεκαετιών παρέχει σήμερα τρομακτικές δυνατότητες για την σπουδή των πόρων-ποσοτική και ποιοτική-για προληπτική πολιτική και για δράσεις ανορθωτικές των φυσικών συνθηκών.
Η αύξηση του Ο2 και η μείωση του CO2 στην εθνική και διεθνή ατμόσφαιρα γίνονται σημαντικότερα στοιχεία απ’ την καύσιμη, δομήσιμη και βοσκήσιμη ύλη αγαθών που το δάσος πρόσφερε στο παρελθόν. Οι παραγωγικές αποψιλωτικές υλοτομίες των παλαιών διαχειριστικών μελετών παραχώρησαν τώρα τη θέση τους σε προστατευτικές αραιώσεις προστασίας και συντήρησης των εδαφών ενώ οι αναδασώσεις αντί για παραγωγή εμπορικής ξυλείας σχεδιάζονται πλέον ως αισθητικές, προστατευτικές, αναψυχής κ.ο.κ.
Το δάσος, συνδέεται πλέον άμεσα με τη ζωή των κατοίκων των πόλεων και η προστασία του περιαστικού πρασίνου ξεπερνάει κατά πολύ σε δαπάνες αυτές για την αύξηση της παραγωγής των υλωρικών προϊόντων δηλ. της ξυλείας.
Οι ταπεινοί και άσημοι θαμνώνες έναντι των συγκροτημένων δασών του παρελθόντος γίνονται γενετικές βιολογικές δεξαμενές που υπερέχουν σε βιοποικιλότητα έναντι των δασικών μονοκαλλιεργειών. Η χαμηλή μακία και φρυγανώδης βλάστηση συνιστούν σπουδαία και σημαντικά ενδιαιτήματα πανίδας και γίνονται αντικείμενα προστασίας και ανάδειξης για εκπαιδευτικούς και κοινωνικούς σκοπούς.
Παρατηρούμε λοιπόν ότι στο νέο αιώνα δεν προσβλέπουμε και δεν επιδιώκουμε να ιδρύσουμε μονοσήμαντα συγκροτημένα δάση με δασεργάτες, αλυσοπρίονα, δασοδρόμους όπως αυτά του παρελθόντος αιώνα. Σήμερα επιδιώκουμε το δάσος να γίνει μία ζωντανή και υγιής βιομάζα που συνεχώς και ακατάπαυτα απλώνεται πολυδιάστατα ενισχύει και ενισχύεται, προστατεύει και προστατεύεται από όλους τους άλλους πόρους, αλλά και από τον άνθρωπο αφού πλέον έχει καταστήσει «ανθρωποκεντρική» την ύπαρξή του. Αυτές οι βαθιές πλέον τομές στον τρόπο θεώρησης και αντιμετώπισης του δάσους επιβάλλουν μία νέα τελείως διαφορετική πολιτική για τα δάση και τις δασικές εκτάσεις. Απαιτούν μία ριζική αναθεώρηση και εκ βαθέων ανασύνταξη της νομοθεσίας, μίας νομοθεσίας που να φέρει τον άνθρωπο πιο κοντά στο δάσος και όχι να παρεμβαίνει αρνητικά και απαγορευτικά όπως στο παρελθόν.
Η συμφιλίωση ανθρώπου και φύσης άρα και του δάσους περνάει μέσα από τη ζωή και τη διαβίωση του ανθρώπου μέσα σε αυτό και όχι έξω από την περίφραξη των απαγορεύσεων. Το απαγορεύεται των νόμων για τα δάση πρέπει να αντικατασταθεί με τον «ελάτε», «ζήστε», «επιτρέπεται». Κι αν αυτό είναι το σύγχρονο ευρωπαϊκό, αλλά και παγκόσμιο κάλεσμα για τον τρόπο που οι φυσικοί δασικοί πόροι πρέπει να αντιμετωπίζονται και διαχειρίζονται, μέχρι την υλοποίησή τους ο δρόμος είναι τουλάχιστον για τη χώρα μας λίγο μακρύς και επίπονος. Δομές, που προέκυψαν από τις αντιλήψεις και τις πρόχειρες πολιτικές του παρελθόντος πρέπει να αλλάξουν ριζικά.
Απόψεις και αμφισβητήσεις περί της ιδιοκτησίας και του φυσικού χαρακτήρα των δασών όπως διακατεχόμενα ,δασωθέντες αγροί , ρητινευόμενα και τόσα άλλα ,θα πρέπει να αναπλασθούν με νέες θεωρήσεις του κοινού αγαθού που λέγεται δάσος και που θα πρέπει να διαχειρίζεται κατά τρόπο που να επιτρέπει σε όλους τους πολίτες να το απολαμβάνουν μέσα από επιτρεπτές χρήσεις ακόμα και αυτές της κατοικίας.
Το κράτος από δεσμοφύλακας του δάσους θα πρέπει να γίνει ο ξεναγός και εκπαιδευτής του για τον πολίτη. Ο πολίτης με τη σειρά του επιβάλλεται πλέον από εμπρηστής, καταπατητής, και λαθροθήρας, να γίνει ο φύλακας άγγελός του.
Κι όλα αυτά γιατί, πολύ απλά, αν δεν γίνει από όλους κατανοητό ότι το δάσος μας ενώνει όλους μαζί σωτήρια, χωρίς σύνορα και όρια με τα αγαθά που παράγει και παρέχει και που συνιστούν την πεμπτουσία της ζωής μας, τότε μόνοι μας οδηγούμαστε στην αυτοκαταστροφή.
Μέσα λοιπόν από την πιο πάνω νέα θεώρηση των στόχων και τη φιλοσοφία του φυσικού πόρου δάσος πηγάζει και η νέα δασική πολιτική που είναι και μονόδρομος, δηλαδή αυτή της προστασίας και ανάδειξης του δάσους ως μέρος της ζωής του πολίτη.