ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΕΠΙΤΡΟΠΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ κ.ΔΗΜΑ

Η Ένωση Δασολόγων και οι οργανώσεις-φορείς που αντιτάχθηκαν στην αναθεώρηση του Συντάγματος, συναντήθηκαν στην Αθήνα, την Πέμπτη 29 Μαρτίου, με τον Επίτροπο Περιβάλλοντος της Ευρωπαικής Επιτροπής, κ.Σταύρο Δήμα.
Στη συνάντηση η Ένωσή μας έθεσε, πέρα απο τα θέματα που αφορούσαν στην αναθεώρηση των άρθρων 24, 100 και 117 του Συντάγματος, και το θέμα της κατάστασης των δασικών υπηρεσιών και της ανάγκης απρόσκοπτης και συστηματικής χρηματοπδότησης του Τομέα των δασών.
Ο Επίτροπος Περιβάλλοντος δεσμεύτηκε να θέσει στον Πρωθυπουργό και τον Αρχηγό της Αξιωματικής αντιπολίτευσης το θέμα της συνταγματικής προστασίας των δασών.
Στο επίτροπο επιδόθηκε το υπόμνημα που ακολουθεί το οποίο συντάχθηκε απο την Ένωσή μας και έγινε αποδεκτό απο τους φορείς που συμμετείχαν στη συνάντηση.

ΥΠΟΜΝΗΜΑ Αθήνα 29/3/2007

Αξιότιμε κ. Επίτροπε Περιβάλλοντος

Όπως ήδη θα γνωρίζετε από τη μέχρι σήμερα επικοινωνία που είχαμε για τα θέματα προστασίας των δασών και του περιβάλλοντος, στην Ελλάδα, με αφορμή τη συζήτηση στη Βουλή για την αναθεώρηση του Συντάγματος και ιδιαίτερα των άρθρων 24, 100 και 117, δημιουργήθηκε ένα ευρύτατο κίνημα κοινωνικών οργανώσεων, συνδικαλιστικών και επιστημονικών φορέων και ενεργών πολιτών, το οποίο τάχθηκε κατά της πρότασης αναθεώρησης που κατατέθηκε από την Κυβέρνηση.
Εκπρόσωποι των προαναφερόμενων φορέων ζητήσαμε να συναντηθούμε μαζί σας και να σας εκθέσουμε τον προβληματισμό και τις ανησυχίες μας για τους σκοπούς και τους στόχους της πρότασης αναθεώρησης αλλά και να συζητήσουμε, για το πλαίσιο αρχών που θέτει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα ευαίσθητα δασικά οικοσυστήματα, τη συμβολή τους στην περιβαλλοντική σταθερότητα, αλλά και για τους κινδύνους για το κλίμα και το περιβάλλον που προκαλούν ανησυχία στην παγκόσμια κοινότητα και εύστοχα έχετε εντοπίσει και εσείς από τη θεσμική σας θέση.
Οι αρνητικές εξελίξεις στα περιβαλλοντικά ζητήματα και κυρίως η απειλή για την αλλαγή του κλίματος, το φαινόμενο του θερμοκηπίου και η ερημοποίηση, αλλά και οι σοβαρές επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα από την καταστροφή των δασών, προκαλούν ιδιαίτερο προβληματισμό στην επιστημονική κοινότητα που εκτιμούμε ότι είναι διάχυτος και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Για το λόγο αυτό έχουμε χρέος να μιλήσουμε ουσιαστικά για τα δάση, τον πολυλειτουργικό τους ρόλο και τη συμβολή τους στην περιβαλλοντική σταθερότητα και την ποιότητα ζωής .
Οφείλουμε να καταδείξουμε στην πολιτεία τις τραγικές ελλείψεις σε επίπεδο δασικής πολιτικής και την ανάγκη να υιοθετηθούν νέα πρότυπα αναπτυξης των δασικών οικοσυστημάτων που δεν θα αφορούν μόνο την παραγωγή ξύλου αλλά δίνουν βάρος στη δασοπονία των πολλαπλών σκοπών, την αειφόρο ανάπτυξη της ορεινής υπαίθρου και την προστασία του Φυσικού Περιβάλλοντος. Η αειφορική διαχείριση και η πολλαπλή χρήση των δασών, η οικονομικότητα, η παροχή ωφελειών για τις τοπικές κοινωνίες και η διατήρηση της βιοποικιλότητας στο φυσικό περιβάλλον, πρέπει να αποτελούν τις σημαντικότερες προτεραιότητες για την Πολιτεία και αυστηρά μονοσήμαντους στόχους δασικής πολιτικής που πρέπει να ακολουθεί .
Το δάσος πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν «κοινό αγαθό» με την οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική σημασία και αξία του .
Οι ωφέλειες από την υιοθέτηση αυτής της πολιτικής θα είναι άμεσες για την Κοινωνία:
 Κάλυψη των αναγκών της Χώρας μας σε παραγωγή ξύλου
 Επίδραση στο υδάτινο ισοζύγιο και την ποιότητα του νερού
 Αντιδιαβρωτική επίδραση και περιορισμός των πλημμυρών .
 Επίδραση του δάσους στους κλιματικούς παράγοντες.
 Εμπλουτισμός της ατμόσφαιρας με Οξυγόνο
 Επίδραση στον κύκλο του διοξειδίου του άνθρακα και περιορισμό του φαινομένου του θερμοκηπίου.
 Μείωση της ρύπανσης
 Διατήρηση της βιοποικιλότητας των ειδών
Τα τελευταία χρόνια η πολιτική για την προστασία, την ανάπτυξη και την διαχείριση των δασικών οικοσυστημάτων στην χώρα μας, βρίσκεται στο περιθώριο.
Αποκορύφωμα της απαξίωσης αυτής είναι οι προτάσεις της Κυβέρνησης για την αναθεώρηση, που θέτουν σε άμεσο και σοβαρό κίνδυνο την δημόσια και ιδιωτική δασική κτήση διότι συνδέονται με τον αποχαρακτηρισμό και την συνακόλουθη προσβολή, ιδιωτικοποίηση και καταστροφή πολλών εκατομμυρίων στρεμμάτων της Ελληνικής δημοσίας δασικής κτήσεως.
Όλα αυτά θα διαταράξουν σοβαρά την οικολογική ισορροπία στην Χώρα μας και θα την εκθέσουν στον κίνδυνο της ερημοποίησης που έχει ήδη αρχίσει.
Για τους παραπάνω λόγους τονίζουμε ότι:
1. Κανένα ιδιωτικό, οικονομικό ή πολιτικό συμφέρον δεν είναι σήμερα ανώτερο από το εθνικό συμφέρον της διαφυλάξεως των δασών και δασικών εκτάσεων.
2. Το εθνικό αυτό συμφέρον προστατεύεται ήδη ικανοποιητικά από το Διεθνές Δίκαιο Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητος, το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, τα άρθρα 24, 100 και 117 του Συντάγματος και την παγία νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.
3. Η αληθινή προστασία των δασών και δασικών εκτάσεων δεν είναι η μείωση και ο αποχαρακτηρισμός τους, αλλά ο σεβασμός και η πιστή εφαρμογή της νομολογίας του ΣτΕ, κυρίως δε η κατάρτιση Δασολογίου, την οποίαν το Δικαστήριο αυτό έχει διατάξει από το έτος 1996.
4. Η Κυβέρνηση και το πολιτικό σύστημα οφείλουν να σεβαστούν την ιστορία, το κύρος και την μεγάλη συνεισφορά του ΣτΕ στην εμπέδωση της έννομης τάξης της Χώρας μας και να παύσουν να σχεδιάζουν την αφαίρεση του τελικού ελέγχου της συνταγματικότητος των νόμων από το Δικαστήριο αυτό.
5. Είμαστε αποφασισμένοι να αγωνισθούμε με κάθε νόμιμο μέσο, ώστε και στην αναθεωρητική Βουλή που θα διαχειριστεί το θέμα της αναθεώρησης, να καταδειχθούν οι λόγοι σταθερότητας των άρθ. 24, 100 και 117 του ισχύοντος Συντάγματος καθώς και η ανάγκη προστασίας της Εθνικής, Δημοσίας και Ιδιωτικής, Δασικής Κτήσης.

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΒΑΣΙΛΗ ΠΕΤΡΕΛΗ (Θεσσαλονίκη 9/3/07)

Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης
Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας
Πανελλήνια Ένωση Δασολόγων Δημοσίων Υπαλλήλων
Επιστημονική Εταιρεία Διοικητικής Δικαιοσύνης

 

Επιστημονική Διημερίδα
«Το άρθρο 24 του Συντάγματος και το ενδεχόμενο αναθεώρησης του»
Παρασκευή 9 Μαρτίου 2007 – Θεσσαλονίκη

 

«Αναθεώρηση των άρθρων 24 και 117 του Συντάγματος:
Η πιο σοβαρή, αλλά όχι η μοναδική απειλή για τα δάση».


Μάρτιος 2007
Βασίλης Πετρέλης
Δασολόγος
«Αναθεώρηση των άρθρων 24 και 117 του Συντάγματος:
Η πιο σοβαρή, αλλά όχι η μοναδική απειλή για τα δάση».

Το Νοέμβριο του 2003, σε αντίστοιχη διημερίδα στη Θεσσαλονίκη με αφορμή το τότε νομοσχέδιο και κατόπιν Ν. 3208/2003 για την «προστασία» των δασικών οικοσυστημάτων, αστειευόμενος και υπερβάλλοντας όπως νόμιζα τότε, είχα πει ότι «ο επόμενος νόμος για τα δάση θα έχει ένα μόνο άρθρο το οποίο θα λέει: στην Ελλάδα δεν υπάρχουν δάση και δασικές εκτάσεις». Φαίνεται όμως ότι η πραγματικότητα ξεπερνάει κάποιες φορές τη φαντασία. Σήμερα είναι σε εξέλιξη προσπάθεια η τότε υπερβολή να υλοποιηθεί όχι μέσω οποιουδήποτε νόμου αλλά του ίδιου του καταστατικού χάρτη της χώρας, του Συντάγματος.
Ιστορικό.
Αμέσως μετά την ισχύ του Συντάγματος του 1975 στο οποίο περιλήφθηκαν πρωτοπόρες για την εποχή τους διατάξεις για την προστασία των δασικών οικοσυστημάτων (άρθρα 24 και 117), ξεκίνησαν οι προσπάθειες για την ανατροπή τους. Η πρώτη προσπάθεια έγινε με το Ν. 998/1979 με τον οποίο περίπου 15 εκατομμύρια στρέμματα χορτολιβαδικών εκτάσεων αποδεσμεύτηκαν από την προστασία της δασικής νομοθεσίας και άλλαξαν χρήση. Η επόμενη προσπάθεια έγινε με το Ν. 1734/1987, γνωστό ως νόμος για τα βοσκοτόπια, στον οποίο έγινε προσπάθεια αφαίρεσης της Συνταγματικής προστασίας από 40 περίπου εκατομμύρια στρέμματα δασικών εκτάσεων, μέσω της μετονομασίας τους σε βοσκότοπους. «Βάφτισαν» δηλαδή τη χρήση σε χαρακτήρα προκειμένου να διευκολυνθεί η μεταβολή του προορισμού τους. Η προσπάθεια αυτή απέτυχε διότι οι βασικές διατάξεις του νόμου κρίθηκαν αντισυνταγματικές από το Σ.τ.Ε. Για το λόγο αυτό η επόμενη προσπάθεια ήταν να αλλάξει το περιεχόμενο του άρθρου 24 κατά τη Συνταγματική αναθεώρηση του 2001. Συνέχεια της αναθεώρησης αυτής ήταν ο Ν. 3208/2003 για την «προστασία» των δασικών οικοσυστημάτων. Για τις συνέπειες των δύο τελευταίων προσπαθειών θα μιλήσουμε παρακάτω.
Η ουσία όλων των αλλαγών μετά το 1975 κατατείνει στη διευκόλυνση της μεταβολής του προορισμού των δασών και δασικών εκτάσεων και στην εισαγωγή τους στο χρηματιστήριο της γης.
Αναμφισβήτητα κορυφαία στιγμή σε όλες τις παραπάνω προσπάθειες αποτελεί η σε εξέλιξη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος.
Πρόταση αναθεώρησης των άρθρων 24 και 117 του Συντάγματος.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της πρότασης αναθεώρησης των άρθρων 24 και 117 ο λόγος για τον οποίο είναι επιβεβλημένη η αναθεώρηση είναι γιατί «…Παράλληλα τόσο πριν από το έτος 2001 όσο και μετά η νομολογία … είχε οδηγηθεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, σε ανελαστικές παραδοχές σε ότι αφορά τις δασικές εκτάσεις, που παραγνώριζαν πραγματικές καταστάσεις διαμορφωμένες εδώ και δεκαετίες, μη εξυπηρετώντας πάντοτε το δημόσιο συμφέρον με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και καταλήγοντας συχνά σε ανεπιεικείς λύσεις. Για τους λόγους αυτούς χρειάζεται μια διορθωτικού χαρακτήρα παρέμβαση στα άρθρα 24 και 117 παρ. 3 και 4 του Συντάγματος…».
Είναι προφανές ότι η μέχρι σήμερα πάγια νομολογία του Σ.τ.Ε το οποίο ερμηνεύοντας σωστά την έννοια του δημοσίου συμφέροντος και σεβόμενο την ανάγκη προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος έβαλε φραγμό στις κατά καιρούς προσπάθειες εμπορευματοποίησης της δασικής γης. Δεν είναι τυχαίο εξ άλλου ότι παράλληλα μέσω της αναθεωρητικής διαδικασίας γίνεται απόπειρα να αφαιρεθεί από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο η αρμοδιότητα ελέγχου της Συνταγματικότητας των νόμων (πρόταση αναθεώρησης του άρθρου 100 του Συντάγματος – Συνταγματικό Δικαστήριο).
Τα βασικά σημεία της πρότασης είναι τα εξής:
1.- Από την αιτιολογική έκθεση: «… προτείνεται κατά πρώτον, η περαιτέρω προστασία εκτάσεων, εφ’ όσον αυτές ήταν αναμφισβήτητα δάση ή δασικές εκτάσεις κατά την 11η Ιουνίου 1975…»
Παρατηρήσεις:
– Η περαιτέρω προστασία δεν προκύπτει σε καμία από τις προτάσεις, μάλλον το αντίθετο.
– Με την πρόταση αυτή νομιμοποιούνται συνταγματικά όλες οι προ του έτους 1975 παράνομες εκχερσώσεις δασών και δασικών εκτάσεων με παράλληλη κατάργηση των δικαιωμάτων του δημοσίου στις εκτάσεις αυτές, αφού δεν θα ισχύει το μαχητό υπέρ του δημοσίου τεκμήριο κυριότητας. Σημειώνουμε ότι τα δάση, εκτός από πολύτιμα φυσικά οικοσυστήματα, αποτελούν και το βασικό κορμό της ελληνικής δημοσίας κτήσεως. Αυτό οφείλεται στον τρόπο περιελεύσεώς τους στο νέο ελληνικό κράτος με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, όχι διά καταβολής αποζημιώσεως στον Σουλτάνο, αλλά «πολεμικώς και δημευτικώς», δηλαδή όχι ως ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου αλλά ευθύς εξαρχής ως δημόσια κτήση.
– Πρέπει να τονιστεί επίσης ότι, όπως πολύ καλά γνωρίζουν και οι συντάκτες της αιτιολογικής έκθεσης, δεν υπάρχει αεροφωτογράφιση που να καλύπτει όλη τη χώρα κατά τη χρονολογία αυτή. Κατά συνέπεια τρία ενδεχόμενα μπορεί να συμβούν:
α) Να χρησιμοποιηθεί η κοντινότερη μεταγενέστερη αεροφωτογράφιση, ανάλογα με την περιοχή, γεγονός που σημαίνει ότι θα χρησιμοποιούνται διαφορετικά κάθε φορά κριτήρια για το χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως δάσους ή δασικής.
β) Να χρησιμοποιηθεί η πρώτη μετά το 1975 αεροφωτογράφιση που καλύπτει όλη τη χώρα και η οποία πραγματοποιήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1990 ή το χειρότερο
γ) Να χρησιμοποιηθούν ως κριτήριο χαρακτηρισμού μιας έκτασης ως δάσους ή δασικής και άλλα αποδεικτικά στοιχεία, όπως π.χ. μαρτυρικές καταθέσεις ή βεβαιώσεις Κοινοταρχών ή Δημάρχων, για την αντικειμενικότητα των οποίων έχουμε ήδη τραυματικές εμπειρίες από την εφαρμογή των διαδικασιών του άρθρου 67 του Ν. 998/1979 για τις αναγνωρίσεις δασωθέντων αγρών.
2.- Από την αιτιολογική έκθεση: «… Κάνοντας την επιβαλλομένη και με βάση την αρχή της αναλογίας διάκριση μεταξύ δασών και δασικών εκτάσεων προτείνουμε, προκειμένου για τις δασικές εκτάσεις, υπαγωγή κατά περιοριστικό τρόπο, στην ίδια ρύθμιση και των περιπτώσεων χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού της χώρας, ώστε σε όλες αυτές τις περιπτώσεις να θεωρείται δεδομένη η συνδρομή δημοσίου συμφέροντος και να επιτρέπεται η μεταβολή του προορισμού των δασικών εκτάσεων…»
Παρατηρήσεις:
– Παρά την ριζικά αντίθετη νομολογία και μάλλον με σκοπό να την ανατρέψει, η πρόταση εντάσσει τον χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό στους λόγους εθνικού συμφέροντος που επιτρέπουν τη μεταβολή του προορισμού των δασικών εκτάσεων εισάγοντας παράλληλα σαφή συνταγματική διάκριση των εκτάσεων αυτών από τα δάση.
– Στη δασική οικολογία δεν υφίσταται η έννοια της δασικής έκτασης διότι τα δάση, οι δασικές, καθώς και οι γυμνές εντός αυτών εκτάσεις θεωρούνται ενιαία οικοσυστήματα που έχουν την ίδια ανάγκη προστασίας και υπόκεινται στους ίδιους κανόνες διαχείρισης. Στη δασική νομοθεσία (από το Νόμο ΑΧΝ/1888 έως το Ν.Δ. 86/1969 Περί Δασικού Κώδικος) δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ δασών και δασικών εκτάσεων. Για πρώτη φορά στο Ν. 998/79 περί προστασίας δασών εισάγεται ο αυθαίρετος νομικός όρος «δασικές εκτάσεις» προκειμένου να στηρίξει κυρίως τις επιτρεπτές επεμβάσεις του ΣΤ΄ Κεφαλαίου του νόμου αυτού. Κατά την αναθεώρηση του άρθρου 24 του Συντάγματος κατά το 2001, συμπεριλήφθηκε ερμηνευτική δήλωση με τους ορισμούς του δάσους και της δασικής έκτασης. Παρά τη γενική εντύπωση ότι ήταν θετικό και υπέρ της προστασίας των δασών το γεγονός ότι συμπεριλήφθηκε η ερμηνευτική αυτή δήλωση, κατά την άποψη μου είχε δύο πολύ αρνητικά σημεία:
α) Με την προσθήκη της φράσης «… πάνω στην αναγκαία επιφάνεια…» στον ορισμό που είχε υιοθετήσει το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, για πρώτη φορά και μάλιστα στο Σύνταγμα, περιλήφθηκαν ποσοτικά κριτήρια στον ορισμό του δάσους και της δασικής έκτασης. Αυτό άνοιξε το δρόμο για να ψηφιστεί επίσης για πρώτη φορά νόμος για τα δάση (Ν. 3208/2003), στον οποίο τα κριτήρια για το χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως δάσους ή δασικής είναι κυρίως ποσοτικά.
β) Για πρώτη φορά επίσης στο Σύνταγμα έγινε σαφής διάκριση μεταξύ των εννοιών του δάσους και της δασικής έκτασης.
3.- Από την αιτιολογική έκθεση: «… Επισημαίνεται ότι οι προτεινόμενες αυτές ρυθμίσεις συνάδουν και με την ‘αρχή της ‘αειφορίας’ ή της ‘βιώσιμης ανάπτυξης’ (ο δεύτερος μάλιστα όρος χρησιμοποιείται διεθνώς και πρέπει να προκριθεί έναντι του πρώτου)… Η αρχή της ‘βιώσιμης ανάπτυξης’ επιβάλλει μεν τη διαφύλαξη του φυσικού περιβάλλοντος και για τις ερχόμενες γενεές, χωρίς όμως και να αποκλείει την αξιοποίηση του, δηλαδή τη λήψη εκείνων των μέτρων που είναι σε κάθε περίπτωση αναγκαία για την περαιτέρω ανάπτυξη, ιδίως οικονομική, της παρούσας γενεάς. Δηλαδή όχι μόνο δεν απαγορεύεται η αξιοποίηση του περιβάλλοντος αλλά αντιθέτως, εν όψει της αρχής της ‘βιώσιμης ανάπτυξης’ και των άρθρων 5 παράγραφος1, 17 και 106 παράγραφος 1 του Συντάγματος αυτή επιβάλλεται… Προς αυτή, λοιπόν, την κατεύθυνση προτείνεται να αναθεωρηθούν τα άρθρα 24 παράγραφος 1 εδάφιο ε΄ και 2, η ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 24 και το άρθρο 117 παράγραφοι 3 και 4 του Συντάγματος».


Παρατηρήσεις:
Για το σημείο αυτό των προτάσεων δεν χρειάζεται κάποια ιδιαίτερη ανάλυση. Οι συντάκτες της αιτιολογικής έκθεσης αναλύουν σαφώς την άποψη τους για την αρχή της ‘βιώσιμης ανάπτυξης’. Εξάλειψη κάθε μέτρου προστασίας των δασικών οικοσυστημάτων και του φυσικού περιβάλλοντος, στο όνομα της πρόσκαιρης οικονομικής ανάπτυξης και μάλιστα με κυρίαρχο μοχλό τα ιδιωτικά συμφέροντα.
Σήμερα μετά τις τελευταίες εξελίξεις (αποχώρηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης από την αναθεωρητική διαδικασία), στις οποίες συνέβαλε και η αποφασιστική στάση του φιλοδασικού κινήματος (περιβαλλοντικές οργανώσεις, Ενώσεις Δικαστών του Σ.τ.Ε και της Διοικητικής Δικαιοσύνης γενικότερα, έγκριτοι νομικοί επιστήμονες, Ενώσεις Δασολόγων, ΓΕΩΤΕΕ., ΤΕΕ., ΓΕΣΕΕ., ΑΔΕΔΥ, ΟΛΜΕ, πολιτικά Κόμματα πλην του Κυβερνητικού, αλλά και πολλοί ευαισθητοποιημένοι πολίτες), φαίνεται να απομακρύνεται η άμεση απειλή της αναθεώρησης. Βέβαια η εμπειρία διδάσκει ότι δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο δυσάρεστων εκπλήξεων όσο το θέμα παραμένει ανοιχτό και τα συμφέροντα πιέζουν.
Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να είμαστε ήσυχοι και να αισιοδοξούμε;
Μάλλον πρέπει να ανησυχούμε περισσότερο, γιατί ενώ έχουμε την εντύπωση ότι αποκρούσαμε την απειλή, δυστυχώς, κατά τη γνώμη μου, αυτή είναι ήδη εντός των τειχών και έχει ονοματεπώνυμο. Λέγεται Συνταγματική αναθεώρηση του 2001 και Ν. 3208/2003.
Συνταγματική αναθεώρηση του 2001 και Ν. 3208/2003.
Υπάρχει μια διάχυτη εντύπωση στο φιλοδασικό κίνημα ότι παρά τις προσπάθειες που έγιναν το 2001 από τους κρατούντες, τελικά απετράπησαν τα χειρότερα και μάλιστα θεωρείται θετικό το γεγονός ότι στο αναθεωρημένο άρθρο 24 συμπεριλήφθηκε η ερμηνευτική δήλωση με τον ορισμό του δάσους και της δασικής έκτασης.
Κατά τη γνώμη μου δεν έχουν ακριβώς έτσι τα πράγματα.
Όπως ανέφερα και παραπάνω κατά την άποψη μου είχε δύο πολύ αρνητικά σημεία:
α) Με την προσθήκη της φράσης «… πάνω στην αναγκαία επιφάνεια…» στον ορισμό που είχε υιοθετήσει το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, για πρώτη φορά και μάλιστα στο Σύνταγμα, περιλήφθηκαν ποσοτικά κριτήρια στον ορισμό του δάσους και της δασικής έκτασης. Αυτό άνοιξε το δρόμο για να ψηφιστεί επίσης για πρώτη φορά νόμος για τα δάση (Ν. 3208/2003), στον οποίο τα κριτήρια για το χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως δάσους ή δασικής είναι κυρίως ποσοτικά.
β) Για πρώτη φορά επίσης στο Σύνταγμα έγινε σαφής διάκριση μεταξύ των εννοιών του δάσους και της δασικής έκτασης.
Στ άρθρο 1 του εκτελεστικού νόμου εκείνης της αναθεώρησης (Ν. 3208/2003) τα κριτήρια για το χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως δάσους ή δασικής είναι κυρίως ποσοτικά.

Συγκεκριμένα:
α) Το ποσοστό εδαφοκάλυψης, για το χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως δάσους ή δασικής, από 15% που είχε οριστεί ενδεικτικά στην ερμηνευτική εγκύκλιο του Ν. 998/1979, ορίστηκε στο 25%. Αυτό σημαίνει ότι αδιευκρίνιστο ακόμα ποσοστό, αλλά οπωσδήποτε μεγάλο, εκτάσεων που μέχρι τότε θεωρούνταν δασικές, αποδεσμεύονται πλέον από τη συνταγματική προστασία, με πρόσθετη συνέπεια να μην ισχύει γι’ αυτές ούτε το μαχητό υπέρ του Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας.
β) Τα ίδια ισχύουν και με την απαλοιφή των «άβατων κλιτύων των ορέων» που δεν φέρουν δασική βλάστηση από τις εκτάσεις που θεωρούνται δασικές, όπως ίσχυε σε όλη τη δασική νομοθεσία από συστάσεως του Ελληνικού κράτους.
γ) Μικρότερα ποσοστά εκτάσεων όχι όμως υποδεέστερα από οικολογική άποψη αποδεσμεύονται με τα υπόλοιπα ποσοτικά κριτήρια που βάζει ο νόμος.
Με δεδομένο ότι με το νόμο δασικές εκτάσεις θεωρούνται πλέον όσες έχουν εδαφοκάλυψη από 25% – 30% (οι πάνω από 30% θεωρούνται δάση όπως και πριν), είναι κατανοητό ότι σε κάθε περίπτωση έχουμε μια δραματική μείωση των εκτάσεων που θεωρούνται δασικές σε σχέση με το παρελθόν.
Για να κατανοηθεί το μέγεθος του προβλήματος πρέπει να τονιστεί ότι η εκτίμηση ότι με την προτεινόμενη πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος 30 ή 40 ή και 50 εκατομμύρια στρέμματα δασικών εκτάσεων θα αποδεσμευτούν από τη Συνταγματική προστασία, γίνεται όχι σε σύγκριση με τον ισχύοντα Ν. 3208/2003, αλλά με τον προϊσχύσαντα 998/1979. Δυστυχώς στην πλειονότητα τους αυτές οι εκτάσεις είναι εν δυνάμει ήδη εκτός συνταγματικής προστασίας και μαχητού υπέρ του Δημοσίου τεκμηρίου κυριότητας με το ισχύοντα νόμο.
Είναι πολλές ακόμη οι αρνητικές για τα δάση και τις δασικές εκτάσεις διατάξεις του νόμου αυτού. Από τη μέχρι σήμερα εμπειρία εφαρμογής του προκύπτει ότι σχεδόν στο σύνολο τους οι διατάξεις του κρύβουν αρνητικές εκπλήξεις. Κατά τη γνώμη μου είναι ο πιο μελετημένος αντιδασικός νόμος που έχει ισχύσει μέχρι σήμερα.
Για λόγους συντομίας θα αναφερθώ μόνο στις διατάξεις που αφορούν τις αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί με τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, σε εφαρμογή του Ν. 248/1976 για το Δασικό Κτηματολόγιο (άρθρο 10 παρ. 1 εδαφ Ιθ΄ και 21 παρ. 10). Τα Ειρηνοδικεία και τα Πολυμελή Πρωτοδικεία που εκδίκασαν τις αντιρρήσεις των ιδιωτών κατά του περιεχομένου των Δασικών Κτηματικών Χαρτών, στην πλειοψηφία τους έκριναν ευνοϊκά προς τους ιδιώτες και για να ξεπεράσουν το εμπόδιο του υπέρ του Δημοσίου τεκμηρίου κυριότητας, είτε στο σκεπτικό είτε στο διατακτικό των αποφάσεων τους ανέτρεπαν τον χαρακτηρισμό των εκτάσεων ως δασικών. Με πολλές αποφάσεις το Σ.τ.Ε. εγκαίρως είχε αποφανθεί ότι τα παραπάνω δικαστήρια αναρμοδίως έκριναν το χαρακτηρισμό των εκτάσεων ως δασικών διότι το θέμα αυτό υπόκειται στην κρίση του ακυρωτικού δικαστή. Με βάση τις παραπάνω αποφάσεις, οι δασικές υπηρεσίες σε περιπτώσεις που οι δικαστικές αποφάσεις ανέτρεπαν το χαρακτηρισμό των δασικών κτηματικών χαρτών, προέβαιναν σε χαρακτηρισμό των εκτάσεων σύμφωνα με τις διαδικασίες του άρθρου 14 του Ν. 998/1979. Όπως είναι φυσικό στις περισσότερες περιπτώσεις συνέβαινε το αυτονόητο: τα δάση χαρακτηρίζονταν δάση. Οι παραπάνω αναφερόμενες διατάξεις του Ν.3208/2003, ανατρέποντας τη νομολογία, καθιστούν απρόσβλητους από κάθε όργανο προβλεπόμενο στη δασική νομοθεσία τους «αποχαρακτηρισμούς» που πραγματοποιήθηκαν μέσω των δικαστικών αποφάσεων με το Ν. 248/1976 για το δασικό κτηματολόγιο. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα των συνεπειών των παραπάνω διατάξεων είναι η περίπτωση του Χορτιάτη Θεσσαλονίκης, για τον οποίο έχουν εκδοθεί δύο αμετάκλητες αποφάσεις σε εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 248/1976 για συνολική έκταση 23.500 στρεμμάτων, με τις οποίες κρίνεται ότι τα δάση καστανιάς και πεύκης που υπάρχουν εκεί είναι μη δασικές εκτάσεις. Φαίνεται ότι οι συντάκτες του Ν. 3208/2003 πίστευαν ότι εάν οι διατάξεις του δεν συμφωνούν με την πραγματικότητα, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα.
Είναι προφανές νομίζω ότι με το Ν. 3208/2003 μειώθηκαν κατά πολύ οι εκτάσεις που θεωρούνται δάση ή δασικές (κυρίως οι δεύτερες) και κατά συνέπεια αυτές για τις οποίες ισχύει το υπέρ του Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας.
Είναι γνωστό ότι σήμερα εκκρεμούν στο Σ.τ.Ε. αιτήσεις ακύρωσης του ΓΕΩΤΕΕ και της ΠΕΔΔΥ που ουσιαστικά αφορούν τη συνταγματικότητα ή μη του άρθρου 1 του παραπάνω νόμου το οποίο περιέχει τα κριτήρια για το χαρακτηρισμό των εκτάσεων ως δασών ή δασικών. Είναι επίσης προφανής η σπουδαιότητα της απόφασης του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Σε περίπτωση που κριθεί ότι το άρθρο 1 του νόμου δεν παραβιάζει το Σύνταγμα, πέρα από τις καταστροφικές για τα δάση και δασικές εκτάσεις αλλά και τα δικαιώματα του Δημοσίου συνέπειες που περιγράψαμε παραπάνω, τότε θα ανοίξει ο δρόμος σε μελλοντική δυσμενέστερη για τα δάση αναπροσαρμογή των ποσοτικών κριτηρίων (π.χ. η εδαφοκάλυψη από 25% για τις δασικές και 30% για τα δάση να γίνει 40% για τις δασικές και 50% για τα δάση ή ακόμη περισσότερο). Το σίγουρο είναι ότι και ένας τέτοιος ενδεχόμενος μελλοντικά νόμος θα έχει τίτλο «Προστασία των δασικών οικοσυστημάτων» και οι πολλές διατάξεις του θα φροντίζουν για την αντιμετώπιση πλήθους «κοινωνικών προβλημάτων» και την οικονομική ανάπτυξη.
Επίλογος
Όλα τα παραπάνω μας υποχρεώνουν να συνειδητοποιήσουμε όλοι το χρέος που έχουμε να αγωνιστούμε με όλες μας τις δυνάμεις για να προστατέψουμε τα δασικά οικοσυστήματα από κάθε επιβουλή που χρησιμοποιεί ως προφάσεις τα κοινωνικά προβλήματα και την οικονομική ανάπτυξη ενώ στην ουσία αποσκοπεί στην εμπορευματοποίηση της δασικής γης και την εξυπηρέτηση των ιδιωτικών συμφερόντων σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος.
Γιατί στο κάτω – κάτω το περιβάλλον δεν μας ανήκει το έχουμε δανειστεί από τα παιδιά μας.

Βασίλης Πετρέλης

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ – ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΔΑΣΟΠΟΝΙΑΣ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Η ανακήρυξη της 21ης Μαρτίου ως παγκόσμιας ημέρας της δασοπονίας συμπίπτει με την έναρξη της εαρινής ισημερίας και την πρώτη μέρα της άνοιξης. Για την Πανελλήνια Ένωση Δασολόγων είναι θεμιτό να επιχειρείται ακόμα και με αυτό τον, ¨επετειακού χαρακτήρα¨, τρόπο, να έρθουμε ως κοινωνία, πιο κοντά στα δασικά οικοσυστήματα και τις λειτουργίες τους.
Ιδιαίτερα σήμερα, που οι αρνητικές εξελίξεις στα περιβαλλοντικά ζητήματα και κυρίως η απειλή για την αλλαγή του κλίματος, το φαινόμενο του θερμοκηπίου και η ερημοποίηση, αλλά και οι σοβαρές επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα από την καταστροφή των δασών, προκαλούν προβληματισμό στην παγκόσμια κοινότητα, έχουμε χρέος να μιλήσουμε για τα δάση και για τη συμβολή τους στην περιβαλλοντική σταθερότητα και την ποιότητα ζωής .
Η Πανελλήνια Ένωση Δασολόγων στα πλαίσια της συνδικαλιστικής της λειτουργίας έχει θέσει επανειλημμένα τα τελευταία χρόνια, το θέμα της προστασίας των δασών και του επαναπροσδιορισμού των στόχων της δασικής πολιτικής.
Ιδιαίτερα τους τελευταίους μήνες, με αφορμή την πρόταση για συνταγματική αναθεώρηση των άρθρων 24 και 117 που αφορούν στα δασικά οικοσυστήματα, η Ένωση μας, συμπορευόμενη με τους επιστημονικούς και κοινωνικούς φορείς και τις οικολογικές οργανώσεις, συνέβαλε στη δημιουργία ευρύτατου μετώπου κατά της αναθεώρησης.
Στόχος της Ένωσής μας είναι να καταδείξουμε στην πολιτεία τις ελλείψεις σε επίπεδο δασικής πολιτικής και την ανάγκη να υιοθετηθούν νέα πρότυπα αναπτυξης των δασικών οικοσυστημάτων που δεν θα αφορούν μόνο την παραγωγή ξύλου αλλά δίνουν βάρος στη δασοπονία των πολλαπλών σκοπών, την αειφόρο ανάπτυξη της ορεινής υπαίθρου και την προστασία του Φυσικού Περιβάλλοντος.
Η αειφορική διαχείριση και η πολλαπλή χρήση των δασών, η οικονομικότητα, η παροχή ωφελειών για τις τοπικές κοινωνίες και η διατήρηση της βιοποικιλότητας στο φυσικό περιβάλλον, αποτελούν τις σημαντικότερες προτεραιότητες για την Πολιτεία και μονοσήμαντους στόχους δασικής πολιτικής.
Το δάσος πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν «κοινό αγαθό» με την οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική σημασία και αξία του και η δασοπονία σαν κατάλληλο και πρόσφορο εργαλείο για την ανακατανομή του εισοδήματος υπέρ των ορεινών πληθυσμών, που αποτελούν τη φτωχότερη, κατά τεκμήριο, κοινωνική τάξη.
Οι ωφέλειες από την υιοθέτηση αυτής της πολιτικής θα είναι άμεσες για την Κοινωνία:
 Κάλυψη των αναγκών της Χώρας μας σε παραγωγή ξύλου
 Επίδραση στο υδάτινο ισοζύγιο και την ποιότητα του νερού.
 Αντιδιαβρωτική επίδραση και περιορισμός των πλημμυρών .
 Επίδραση του δάσους στους κλιματικούς παράγοντες .
 Εμπλουτισμός της ατμόσφαιρας με Οξυγόνο
 Επίδραση στοκ κύκλο του διοξειδίου του άνθρακα και περιορισμό του φαινομένου του θερμοκηπίου.
 Μείωση της ρύπανσης
 Διατήρηση της βιοποικιλότητας των ειδών
Τα τελευταία χρόνια η πολιτική για την προστασία, την ανάπτυξη και την διαχείριση των δασικών οικοσυστημάτων στην χώρα μας, βρίσκεται στο περιθώριο.
Ο δασικός τομέας παραπαίει, κατακερματίζεται συστηματικά σε ότι αφορά την άσκηση αρμοδιοτήτων, περιθωριοποιείται ως προς την πρόβλεψη χρηματοδότησής του και αποδυναμώνεται, λόγω της μείωσης του υπηρετούντος προσωπικού.

Είναι πλέον κοινή απαίτηση όλων των φορέων που υπηρετούν το δασικό τομέα να καταδείξουμε στην Ελληνική Κοινωνία αυτά τα προβλήματα και ιδιαίτερα.:

• Να τεθεί σε πολιτικό επίπεδο το θέμα της λειτουργίας της δασικής Υπηρεσίας, με αποτελεσματική διάρθρωση, αρμοδιότητες και επαρκείς πόρους.
• Να προωθηθεί η σύνταξη δασικών χαρτών και δασολογίου, ανεξάρτητα από το εθνικό κτηματολόγιο.
• Να διασφαλιστούν επαρκείς πόροι για τη δασοπονία και το φυσικό περιβάλλον στα πλαίσια του 4ου ΚΠΣ.
• Να κωδικοποιηθεί η δασική νομοθεσία και να εναρμονιστεί με τις σύγχρονες τάσεις της πολυλειτουργικής δασοπονίας.
• Να ληφθούν μέτρα για την αποτελεσματική προστασία, διαχείριση και φύλαξη του θηραματικού πλούτου.
• Να ληφθούν μέτρα για την ενίσχυση του ορεινού τουρισμού, με την αξιοποίηση του φυσικών μνημείων.
• Να θωρακιστεί η δασική διοίκηση από αυθαιρεσίες και σκόπιμες μεθοδεύσεις υποβάθμισης της.
• Να στελεχωθούν οι δασικές υπηρεσίες της χώρας με επιστημονικό και υλωρικό προσωπικό.

Για το Διοικητικό Συμβούλιο
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ

 


Νικόλαος Μπόκαρης
Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Κων/νος Δημόπουλος

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ (ΔΙΗΜΕΡΙΔΑ 9 ΚΑΙ 10 /3 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ)

« Η απουσία δασολογίου και χωροταξικού σχεδιασμού και η εκτός σχεδίου δόμηση: Η πραγματική απειλή για τα δάση».
________________________________________________

Ι. Συνήθως αναφερόμαστε στην προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων στη χώρα μας κατ’ επίκληση των συνταγματικών διατάξεων των άρθρων 24 και 117§3, που πράγματι υπήρξαν πρωτοποριακές διατάξεις στο χρόνο που θεσπίσθηκαν (1975). Παραγνωρίζουμε όμως έτσι ότι οι συνταγματικές διατάξεις αποτύπωσαν, επί το αυστηρότερο είναι αλήθεια, διατάξεις της δασικής νομοθεσίας , όπως είχαν ερμηνευθεί νομολογιακά, τις οποίες περιέβαλαν με το κύρος του καταστατικού χάρτη. Συγκεκριμένα, η δασική νομοθεσία απαγόρευε ανέκαθεν τη μεταβολή του προορισμού των δασών και των δασικών εκτάσεων, ανεχόμενη μόνο δραστηριότητες που δεν οδηγούσαν σε αλλοίωση της μορφής τους, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων δημοσίου συμφέροντος.

ΙΙ. Οι παραχωρήσεις δασών και δασικών εκτάσεων, όπως και η κατάτμηση αυτών, επιτρεπόταν τότε μόνο, όταν εξυπηρετείτο η (δασολογική/δασοπονική) εκμετάλλευση. Παροχή άδειας κατατμήσεως επί σκοπώ οικοπεδοποιήσεως του δάσους αντέκειτο, όπως κρίθηκε, ευθέως στη διάταξη του δασικού νόμου. (ΣτΕ 1046/1966, 2708/1977, 1826/1979, 285/1993). Για τον ίδιο λόγο κρίθηκε ότι ήταν δικαιολογημένη η ανάκληση παραχωρητηρίων ή αδειών κατατμήσεως και μετά πάροδο μακρού χρονικού διαστήματος, αδιαφόρως και προς την πραγματική κατάσταση που έχει στο μεταξύ δημιουργηθεί, ενόψει του λόγου δημοσίου συμφέροντος που συνιστά η προστασία του δάσους (ΣτΕ 285/1993).
Όπως επίσης είχε κριθεί, υπό το προ του Συντάγματος του 1975 καθεστώς, η κτηνοτροφική αποκατάσταση με την παραχώρηση δασικών εκτάσεων, ήταν επιτρεπτή, διότι δεν οδηγούσε σε εκχέρσωση, απόπλυση του εδάφους που θα επέφερε αλλοίωση της μορφής της δασικής εκτάσεως. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων της δασικής νομοθεσίας και του νδ/τος του 1923 περί σχεδίων πόλεων, η νομολογία συνήγαγε ότι δεν είναι δυνατόν να υπαχθούν σε σχέδιο πόλεως δασικές εκτάσεις, διότι τούτο θα συνεπήγετο την εκχέρσωση και εν γένει τη μερική ή εξ ολοκλήρου καταστροφή του δάσους, απαγορευομένη από το Δασικό Κώδικα (ΣτΕ 1184/1973 Ολομ.). Με την απόφαση αυτή κρίθηκε νόμιμη η άρνηση του Υπουργού Δημοσίων Έργων να κινήσει, στα πλαίσια της επί πολεοδομικών θεμάτων αρμοδιότητάς τους, τη διαδικασία επεκτάσεως του σχεδίου πόλεως σε δασική περιοχή (πευκοτεμάχιο), στην οποία επιτρεπόταν μόνο η ρητινοσυλλογή.
Σε άλλη περίπτωση κρίθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 5§6 ΝΔ 866/1971, που επιτρέπει την κτήση δασικών εκτάσεων από οικοδομικούς συνεταιρισμούς, με μόνη προϋπόθεση τη χορήγηση βεβαίωσης από τις δασικές αρχές ότι οι εκτάσεις δεν διεκδικούνται από το δημόσιο και ότι δεν συντρέχει περίπτωση διατηρήσεως της εκτάσεως ως δασικής, είναι αντίθετη στο άρθρο 24§1 του Συντάγματος, κατά το μέρος που επιτρέπει την αλλοίωση της μορφής ιδιωτικών δασών και δασικών εκτάσεων σε απεριόριστο βαθμό, που μπορεί να επιφέρει και την ολοσχερή καταστροφή τους. Ακυρώθηκε προεδρικό διάταγμα, με το οποίο έγινε επέκταση του ρυμοτομικού σχεδίου επί εκτάσεως που έχει χαρακτηρισθεί ως δασική και φέρεται ανήκουσα στον ΑΟΟΑ (ΣτΕ 3754/1981 Ολομ., 2196/1982).
Με τη διάταξη του άρθρου 24§1 του Συντάγματος 1975 ανατέθηκε στον κοινό νομοθέτη να θεσπίσει τις αναγκαίες ρυθμίσεις για την προστασία δασών και δασικών εκτάσεων, ενώ επιβλήθηκε ευθέως ο κανόνας απαγόρευσης μεταβολής του προορισμού τους, παρασχέθηκε δε στο νομοθέτη η δυνατότητα να επιτρέψει μόνον κατ’ εξαίρεση την αλλοίωση της μορφής των δασών και των δασικών εκτάσεων για λόγους δημοσίας ωφέλειας, αφού εκτιμηθούν οι επιπτώσεις της αλλοιώσεως στο φυσικό περιβάλλον, η σημασία της διαφυλάξεως των εκτάσεων με δασική βλάστηση συγκριτικά με τη σημασία που έχει ο σκοπός, στον οποίο αποβλέπει η σχετική επέμβαση, καθώς και με τον τρόπο, με το οποίο ο σκοπός αυτός θα μπορούσε ενδεχομένως να επιτευχθεί χωρίς καταστροφή δασικής βλαστήσεως, και μόνον αν ο σκοπός δεν μπορεί να εκπληρωθεί με άλλον τρόπο που, έστω και δαπανηρότερος, δεν θα έθιγε την υπάρχουσα στην έκταση δασική βλάστηση (ΣτΕ 2763/2006, 2089/2004, 1986/2002, 3395/2001).
Όπως κρίθηκε (ΠΕ 502/1977), με αφορμή διάταξη του Δασικού Κώδικα του 1969 που επέτρεπε την άρση αναδασώσεων, οι σχετικές διατάξεις θεωρείται πλέον ότι ατόνησαν, πρέπει δε να εκδοθεί ο ειδικός για την προστασία των δασών νόμος, ενόψει του διαμορφωθέντος νέου προστατευτικού των δασών συνταγματικού καθεστώτος, να συγκεκριμενοποιήσει τη ρήτρα περί του δημοσίου συμφέροντος, να απαριθμήσει ειδικά τις περιπτώσεις που επιτρέπεται η κάμψη του απαγορευτικού κανόνα και να καθορίσει τα αρμόδια κρατικά όργανα που θα διαπιστώνουν την αδυναμία θεραπείας του ως άνω σκοπού με άλλο τρόπο, ώστε να αποφευχθεί, κατά το δυνατό, η καταστροφή του δάσους και των δασικών εκτάσεων. Το σχέδιο διατάγματος αφορούσε την άρση αναδασώσεως 500 στρεμμάτων δημόσιας δασικής έκτασης στη Νέα Ραιδεστό για την ανέγερση εγκαταστάσεων των υπηρεσιών της Αστυνομικής Διεύθυνσης Θεσσαλονίκης.
Ακολούθησε ο Ν. 998/1979, υπό την ισχύ του οποίου κρίθηκε σειρά ζητημάτων που ενδιαφέρουν τον προβληματισμό μας:
Κατ’ αρχήν κρίθηκε ότι το Σύνταγμα προστατεύοντας τα δάση και τις δασικές εκτάσεις, παραπέμπει στην επιστημονική έννοια των δασικών αυτών οικοσυστημάτων, προς την οποία υποχρεούται να συμμορφωθεί και ο νομοθέτης κατά την ειδικότερη οργάνωση της συνταγματικής προστασίας (ΣτΕ 2086/1995, ΑΕΔ 27/1999, τελικώς υιοθετήθηκε στη συνταγματική αναθεώρηση του 2001).
Σχετική και η νομολογία για τα ορεινά χορτολιβαδικά εδάφη (δηλ. τα υπεράνω των δασών), τα οποία η δασική νομοθεσία (ακόμη και ο Ν. 3208/2003) θεωρούσε ανέκαθεν ως υπαγόμενα στο καθεστώς προστασίας δασών και δασικών εκτάσεων και στα οποία εκδηλώνονται έντονες οικιστικές πιέσεις χειμερινής κατοικίας/τουρισμού (ΣτΕ 2959/2006 για το Κ. Βέρμιο).
Τα δάση και οι δασικές εκτάσεις υπάγονται, ανεξάρτητα από την ειδικότερη ονομασία τους ή τη θέση τους σε σχέση με οικιστικές περιοχές σε ιδιαίτερο προστατευτικό καθεστώς (ΣτΕ 2224/1993 Ολομ, 2778/1988 Ολομ).
Προκειμένου περί δημοσίων δασών ή δασικών εκτάσεων παρέχεται η ευχέρεια στον κοινό νομοθέτη να επιτρέπει επεμβάσεις που μεταβάλλουν ή αλλοιώνουν τον δασικό χαρακτήρα «αν προέχει για την εθνική οικονομία ή αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη της χρήση που την επιβάλει το δημόσιο συμφέρον», η συνδρομή του οποίου ελέγχεται από τον αρμόδιο δικαστή (ΣτΕ 2224/1993 Ολομ, 2778/1988 Ολομ, 3754/1981 Ολομ).
Τέτοιες επεμβάσεις προβλέπονται στα άρθρα 45 – 61 Ν. 998/1979. Η παραχώρηση δασικής έκτασης στον Αυτόνομο Οικοδομικό Οργανισμό Αξιωματικών (ΑΟΟΑ), κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 10 ΝΔ 2906/1954, για την εκπλήρωση των στεγαστικών αναγκών του, απαγορεύεται από τη διάταξη του άρθρου 49§2 Ν. 998/1979, σύμφωνη κατά τούτο με τη συνταγματική προστασία των δασών (ΣτΕ 2224/1993 Ολομ.).
Με το ίδιο σκεπτικό αντίθετες στο άρθρο 24 είναι και οι διατάξεις του άρθρου 50§§1 και 2 Ν. 998/1979, οι οποίες παρέχουν δυνατότητα σε οικοδομικούς συνεταιρισμούς οικιστικής ανάπτυξης ιδιωτικών δασικών εκτάσεων, κατόπιν αναγνώρισης αυτών ως οικιστικών περιοχών ή εντάξεώς τους σε οικιστική περιοχή, κατ’ εφαρμογή πολεοδομικών διατάξεων (ΣτΕ 3403/2001, βλ. και ΣτΕ 31/2002).
Απαγορεύεται η μεταβολή του προορισμού των δασών και των δασικών εκτάσεων, πλην αν συντρέχει όλως εξαιρετικός λόγος δημοσίου συμφέροντος, ήτοι ζωτική ανάγκη της εθνικής οικονομίας, προς ικανοποίηση της οποίας ως μόνο πρόσφορο μέσο παρίσταται η θυσία του απολύτως αναγκαίου προς τούτο τμήματος δάσους ή δασικής εκτάσεως (ΣτΕ 666/1994). Η ένταξη δασών και δασικών εκτάσεων εντός οικιστικής περιοχής, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 49§3 Ν. 998/1979, δεν είναι δυνατή, διότι η διάταξη αυτή, κατά το μέρος που επιτρέπει υπό προϋποθέσεις τον χαρακτηρισμό ως οικιστικής περιοχής ιδιωτικού δάσους ή δασικής έκτασης και μεταβάλλει τον προορισμό τους χωρίς να συντρέχει λόγος εξ εκείνων που δικαιολογούν τη μεταβολή αυτή, είναι αντίθετη στο άρθρο 24§1 του Συντάγματος (ΣτΕ 666/1994). Ακυρώθηκε απόφαση περί εγκρίσεως γενικού πολεοδομικού σχεδίου του δήμου Κηφισιάς (ΣτΕ 666/1994).
Η ένταξη δασικών εκτάσεων σε σχέδιο πόλεως αποκλείεται (ΣτΕ 31/2002, 666/1994, 3754/1981).
Το αυτό ισχύει και για περιοχές που αποτελούν ενιαία αυτοτελή σύνολα τοπίου φυσικού και πολιτιστικού χαρακτήρα. Τούτοι διότι, τα ανωτέρω ενιαία και αυτοτελή συστήματα (σύνολα) τοπίου φυσικού και πολιτιστικού (ανθρωπογενούς) χαρακτήρα δεν μπορούν να γίνουν αντικείμενα πολεοδόμησης ούτε να ενταχθούν στον οικιστικό ιστό πόλεως μετατρεπόμενα σε χώρους αστικού πράσινου, γιατί η ένταξή των σε πολεοδομικό σχέδιο συνεπάγεται την κατάλυση της αναγκαίας για την διατήρησή των αυτοτέλειας και την αλλοίωση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και της εν γένει φυσιογνωμίας των, πράγμα που αντιτίθεται στη συνταγματική επιταγή του άρθρου 24. Ακυρώθηκε διάταγμα με το οποίο πολεοδομήθηκε περιοχή που περιλαμβάνει οικοσυστήματα ακτών, δάσους και λοιπής βλάστησης, σε συνδυασμό με το ιδιαίτερο αισθητικό κάλλος αυτών και των εκεί ευρισκομένων πολιτιστικών στοιχείων (ΣτΕ 2164/1994).
Από τις διατάξεις των άρθρων 24 παρ. 1 και 117 παρ. 4 του Συντάγματος, όπως ίσχυε πριν την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001, συνάγεται ότι η οικοπεδοποίηση και γενικότερα η χρησιμοποίηση για οικιστικούς σκοπούς ιδιωτικών η δημοσίων δασών, που συνεπάγεται εξάλειψη της δασικής μορφής τους, απαγορεύεται από το Σύνταγμα και ότι η οικιστική αξιοποίηση δεν συνιστά λόγο υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος που θα δικαιολογούσε κατ’ αρχήν τη μεταβολή του προορισμού του δάσους (ΣτΕ 2855/2003 Ολομ., 3745/2004, πρβλ 1675/99 Ολομ.). Η διάταξη του άρθρου 64§1 εδ. γ’ και δ’ και §6 εδάφιο τελευταίο του Ν. 998/1976, κατά το μέρος που παρέχει δυνατότητα οικιστικής αξιοποίησης δημοσίων και ιδιωτικών δασών από οικοδομικούς συνεταιρισμούς (οικοπεδοποίηση των εκτάσεων) και διανομή των οικοπέδων που θα προκύψουν στα μέλη τους, είναι αντίθετη στο άρθρο 24 του Συντάγματος (ΣτΕ 2855/2003, 2077/2004, βλ. και ΣτΕ 2277/2004).
Σχετική με το ζήτημα της εντάξεως δασικών εκτάσεων στο σχέδιο πόλεως είναι και η γνωστή νομολογία της Ολομέλειας του Δικαστηρίου για το χαρακτήρα του σχεδίου πόλεως ως γενικής ατομικής πράξεως, το κύρος της οποίας δεν μπορεί να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως. Έτσι, η αίτηση ακυρώσεως κατά οικοδομικής άδειας, άδειας κοπής δένδρων σε έκταση που ήταν δασική, είχε όμως ενταχθεί σε σχέδιο, καθώς και του διατάγματος επεκτάσεως του σχεδίου ρυμοτομίας του Δήμου απορρίφθηκε κατά το μέρος που αφορά το ως άνω διάταγμα, διότι κρίθηκε ότι, λόγω του χαρακτήρα του ως γενικής ατομικής πράξεως, συνδέεται με τη δημιουργία πραγματικών καταστάσεων και τη θεμελίωση εμπραγμάτων δικαιωμάτων και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν ισχύει, εάν δεν εκδοθεί αντίθετη πράξη της διοίκησης. Για την κάμψη της αρχής της αδυναμίας παρεμπίπτοντος ελέγχου των ρυμοτομικών σχεδίων απαιτείται νομοθετική πρόβλεψη, η οποία δεν μπορεί να συναχθεί από τις συνταγματικές διατάξεις προστασίας των δασών ή της δασικής νομοθεσίας (ΣτΕ 412/1993 Ολομ.). Η μειοψηφία, αντίθετα, υποστήριξε ότι το σχέδιο πόλεως, ως ατομική πράξη που έχει διαφύγει τον ακυρωτικό έλεγχο, δεν ελέγχεται παρεμπιπτόντως από της απόψεως της παραβάσεως της υφισταμένης, κακά τον χρόνο εκδόσεώς του, δασικής κλπ. νομοθεσίας, πλην όμως, εφ’ όσον το σχέδιο τούτο είναι δεκτικό πολλαπλών εφαρμογών με την έκδοση οικοδομικών αδειών, η επιγενομένως υπό του Συντάγματος, παρεχομένη εις τα δάση προστασία καθιστά το σχέδιο εφεξής ανεφάρμοστο ως προς εκείνα τα οικόπεδα τα οποία, κατά τον χρόνο ισχύος του Συντάγματος, φέρουν δασική βλάστηση. Επομένως, η άδεια οικοδομής επί δασικής εκτάσεως ελέγχεται ευθέως ως προς την τήρηση της συνταγματικής επιταγής. (…). Το Σύνταγμα θεσπίζει την προστασία των δασών χωρίς χρονικούς περιορισμούς και χωρίς σεβασμό πραγματικών καταστάσεων που δημιουργήθηκαν προ αυτού ως και την πλήρη απαγόρευση αλλαγής της μορφής εκμεταλλεύσεως δασικών εκτάσεων σε οικιστικές.
Τα αυτά έγιναν δεκτά και στην περίπτωση της ΖΕΠ περιοχής Ισενλή – Χορτιάτη (ΣτΕ 2758/1994 Ολομ).
Αντίθετα, στην περίπτωση του καθορισμού ορίων ζωνών και όρων δομήσεως εκτάσεως του δάσους Ι.Μ. Σταυρονικήτα στην Κασσάνδρα Χαλκιδικής, το σχετικό διάταγμα θεωρήθηκε κανονιστικό, οπότε το κύρος του ελέγχεται παρεμπιπτόντως και κρίθηκε μη νόμιμο, διότι με αυτό επετράπη το πρώτον η δόμηση χωρίς να προηγηθεί η έκδοση ρυμοτομικού διατάγματος, σε περιοχή με δάσος χαλεπίου πεύκης, καθ’ υπέρβαση των διατάξεων του δ/τος 1923, αλλά και της δασικής νομοθεσίας που δεν επέτρεπαν την οικιστική αξιοποίηση δασών και δασικών εκτάσεων, διότι αυτό θα συνεπήγετο την εκχέρσωση και την καταστροφή του δάσους (ΣτΕ 533/2003, υπόθεση ΣΑΝΗ).
Στο ίδιο προστατευτικό καθεστώς υπάγονται και οι αναδασωτέες εκτάσεις είτε για την αναδημιουργία προϋπαρχούσης δασικής βλαστήσεως, είτε για τη δάσωση το πρώτον και δη ανεξαρτήτως αν η πράξη κηρύξεως της αναδασώσεως έχει εκδοθεί πριν ή μετά την ισχύ του Συντάγματος (ΣτΕ 2778/1988 Ολομ, 3479/1997). Ειδικότερα, όμως, σε περίπτωση καταστροφής ή αποψιλώσεως του δάσους ή της δασικής εκτάσεως από πυρκαϊά ή οποιαδήποτε άλλη αιτία, προερχομένη είτε από ανθρώπινη ενέργεια είτε από φυσικά αίτια, είναι υποχρεωτική η κήρυξη της καταστραφείσης ή αποψιλωθείσης εκτάσεως ως αναδασωτέας και αποκλείεται η διάθεση αυτής για άλλο σκοπό δημοσίου συμφέροντος που θα δικαιολογούσε κατά νόμο (έκτο κεφάλαιο Ν. 998/1979) επέμβαση στο δάσος πριν την καταστροφή του. Τέτοια επέμβαση επιτρέπεται στο άκρως απαραίτητο μέτρο μόνο μετά την πραγματοποίηση της αναδασώσεως και την ανάκτηση της δασικής μορφής της καταστραφείσης εκτάσεως, απογορεύομένης απολύτως τέτοιας επέμβασης προ της πραγματοποιήσεως του της αναδασώσεως. Η ερμηνεία αυτή, που στηρίζεται στην ειδική συνταγματική πρόνοια του άρθρου 117 παρ. 3 του Συντάγματος, εξασφαλίζει τις αποψιλούμενες εκτάσεις από τον κίνδυνο να διατίθενται για άλλο σκοπό ακριβώς λόγω της δημιουργηθείσης πραγματικής καταστάσεως. Ακυρώνεται απόφαση παραχώρησης δημόσιας δασικής έκτασης για δημιουργία σκοπευτηρίου.
Κατά την διάταξη του δευτέρου εδαφίου της §1 του άρθρου 38 Ν. 998/1979, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 117§3 του Συντάγματος υποχρέωση κηρύξεως ως αναδασωτέας καταστραφείσης δασικής εκτάσεως υφίσταται και για καταστραφέντα ή αποψιλωθέντα δάση και δασικές εκτάσεις ανεξαρτήτως του χρόνου καταστροφής ή αποψιλώσεώς τους, εφόσον μέχρι της 11ης Ιουνίου 1975 δεν είχαν χρησιμοποιηθεί για άλλο σκοπό, ώστε να καθίσταται αδύνατη η ανατροπή της καταστάσεως που έχει δημιουργηθεί από αυτή τη χρησιμοποίηση. Η διάταξη αυτή κατά το μέρος που εξαιρεί από την υποχρέωση αναδασώσεως εκτάσεις, οι οποίες είχαν παρανόμως χρησιμοποιηθεί πριν από την 11.6.1975, κατά τρόπο ώστε να καθίσταται αδύνατη η ανατροπή της δημιουργηθείσης πραγματικής καταστάσεως, έχει κριθεί (ΣτΕ 2126, 1316/2000, 2619/1982) ότι αντίκειται στην διάταξη του άρθρου 117§3 του Συντάγματος.
Αν όμως το δάσος ή οι δασικές εκτάσεις έχουν απωλέσει το δασικό τους χαρακτήρα όχι κατόπιν αυθαίρετης και παράνομης ανθρώπινης ενέργειας, αλλά για κάποια νόμιμη αιτία, τότε δεν είναι δυνατή η ανατροπή της νομίμως δημιουργηθείσης πραγματικής καταστάσεως και με αυτή την έννοια η διάταξη του άρθρου 38§1 δεν αντίκειται στην διάταξη του άρθρου 117§3 του Συντάγματος. Ως εκ τούτου εκτάσεις, οι οποίες νομίμως έχουν απωλέσει το δασικό τους χαρακτήρα πριν από την 11η Ιουνίου 1975, με βάση διοικητικές πράξεις, δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρισθούν, κατά τη διαδικασία του άρθρου 14 του ν. 998/1979, με πράξη του Δασάρχη ως δάση ή δασικές εκτάσεις (ΣτΕ 1573/2002 7μ, 2257/2002 7μ). Έγινε δεκτό ότι νομίμως χαρακτηρίσθηκε έκταση ως μη δασική, καθώς η διαπιστωθείσα ως υφιστάμενη πριν την 11-6-1975 κατάσταση της εκτάσεως δεν οφείλεται σε παράνομες πράξεις ή ενέργειες, αλλά δημιουργήθηκε επί τη βάσει διοικητικών πράξεων (αναγκαστική απαλλοτρίωση – μεταβολή εκτάσεως σε γήπεδο πριν το 1950, άδεια εγκαταστάσεως βιομηχανίας, άδεια ανέγερσης εργοστασίου, άδεια λειτουργίας εργοστασίου).
Δεν έγινε δεκτό, αντίθετα, ότι απολέσθηκε ο δασικός χαρακτήρας σε έκταση, όπου ασκείτο λατομική δραστηριότητα, η οποία έχει συγκεκριμένη χρονική διάρκεια και συνδέεται με υποχρέωση ανάπλασης του λατομικού χώρου μετά τη λήξη της δραστηριότητας αυτής, οπότε η χορήγηση αδειών επέμβασης συνεπάγεται μόνο προσωρινή δυνατότητα επέμβασης με υποχρέωση αποκατάστασης του δασικού χαρακτήρα των εκτάσεων, μετά την παύση της λειτουργίας του λατομείου. (ΣτΕ 2763/2006, κρίθηκε νόμιμη αναδάσωση για τα παλιά λατομεία της εταιρίας «Κέκρωψ» στο Ψυχικό).

ΙΙΙ. 1. Τόσο οι συνταγματικές διατάξεις, όσο και η δασική νομοθεσία διαχρονικά, όπως ερμηνεύθηκαν νομολογιακά, προστάτευαν τα δάση και τις δασικές εκτάσεις, ως οικοσυστήματα, από παράνομες μεταβολές, ιδίως δε από τις έντονες οικιστικές πιέσεις, που αποτελούν την κύρια απειλή για το περιβάλλον στη χώρα μας τα τελευταία 50 χρόνια.
2. Με την πρόταση αναθεώρησης επιδιώκεται η σύνδεση της μεταβολής του προορισμού των δασικών εκτάσεων με τον χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό και η σύνδεση της συνταγματικής προστασίας με το 1975, ως χρονικό όριο αποδείξεως του δασικού χαρακτήρα. Οι δασικές εκτάσεις ανέρχονται, σύμφωνα με εκτιμήσεις σε 40 – 45.000.000 στρέμματα (το 1/3 των δασών της χώρας).
3. Η σύνταξη δασολογίου, υποχρέωση που επιβαλλόταν αρχικά από τη δασική νομοθεσία, διακηρύχθηκε με τη γνωστή απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 2818/1997, 7μ.) και περιλήφθηκε στο Σύνταγμα με την αναθεώρηση του 2001, παραμένει κενό γράμμα. Θα έπρεπε, πρωτίστως, να ολοκληρωθεί η διαδικασία αυτή, ώστε να εκλείψουν και τα προβλήματα που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή της προσωρινής διαδικασίας χαρακτηρισμού του άρθρου 14 Ν. 998/1979.
Ακολούθως, να υλοποιηθεί η συνταγματική επιταγή για την ολοκλήρωση του χωροταξικού σχεδιασμού, ο οποίος βεβαίως θα λάβει υπόψη του τα δάση και τις δασικές εκτάσεις ως οικοσυστήματα και θα τα μεταχειρισθεί έτσι, μη επιτρέποντας οποιαδήποτε επέμβαση που θα οδηγούσε σε αλλοίωση της μορφής τους.
Η αδράνεια, όμως, της πολιτείας επί τόσα χρόνια (από την ψήφιση του Συντάγματος 1975) επέτρεψε τη δημιουργία προσδοκιών για νομιμοποίηση παρανόμων καταστάσεων, οι δασωθέντες αγροί αποτελούν κοινωνικό πρόβλημα, όχι γιατί ενδιαφέρεται κανείς για την ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα, αλλά γιατί, συνήθως, αποτελούν εκλεκτά οικόπεδα είτε εκτός σχεδίου βρίσκονται είτε σε επέκταση σχεδίου αποβλέπουν οι ιδιοκτήτες τους.
Εξάλλου, η εκτός σχεδίου δόμηση, που έχει μετατραπεί σε κύριο τρόπο δόμησης στον ελλαδικό χώρο (αυθαίρετα, β’ κατοικία), με όλα τα χαρακτηριστικά της αυθαίρετης δόμησης (απουσία σχεδιασμού και υποδομών, υπερβάσεις, κλπ) αποτελεί ισχυρό κίνητρο για τον αποχαρακτηρισμό πρωτίστως των δασικών εκτάσεων.
Η σύνδεση της προστασίας των δασικών οικοσυστημάτων με τον χωροταξικό σχεδιασμό, όπως προκύπτει ανάγλυφα από την πρόταση αναθεώρησης, αποβλέπει στον καθορισμό χρήσεων ασύμβατων με το χαρακτήρα τους, ιδίως δε στην οικιστική τους αξιοποίηση, άρα στην εξάλειψή τους και στη νομιμοποίηση αυθαιρέτων καταστάσεων που δημιουργήθηκαν πριν και μετά το Σύνταγμα του 1975. Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι η εφαρμογή των βασικών επιταγών του άρθρου 24, έστω και τόσο καθυστερημένα και πάντως όχι την καταστροφή του δάσους με την προτεινόμενη «ενίσχυση» της προστασίας του.
Κατερίνα Σακελλαροπούλου

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ -ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΗΜΕΡΙΔΑΣ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΑΘΗΝΑ 28-2-2007

Η Πανελλήνια Ένωση Δασολόγων Δημοσίων Υπαλλήλων και το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας διοργάνωσαν ημερίδα,στην Αθήνα στις 28 Φεβρουαρίου, με αφορμή την κατατεθείσα πρόταση για αναθεώρηση των άρθρων 24 και 117 του Συντάγματος που αφορούν την προστασία του Φυσικού Περιβάλλοντος. Η εκδήλωση είχε θέμα:
¨ΔΑΣΗ –ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ¨
Στόχος της ημερίδας ήταν να αναπτυχθεί με επικοδομητικό και συστηματικό τρόπο ο διάλογος αναμεσα στους ειδικούς με το θέμα της συνταγματικής προστασίας των δασών επιστήμονες, συνταγματολόγους, νομικούς, δασολόγους και χωροτάκτες. Στο πλαίσιο αυτό κατατέθηκαν απόψεις από πολιτικούς και κοινωνικούς φορείς, οργανώσεις και πολίτες που ενδιαφέρονται για το θέμα και αναδείχτηκε ο ρόλος που πρέπει να διαδραματίζουν στο περιβαλλοντικό ισοζύγιο τα δασικά οικοσυστήματα αλλά και η ανάγκη αυτούσιας σημασίας τους ως στοιχείων του χωροταξικού σχεδιασμού.
Κύριοι ομιλητές ήταν οι κ.κ Παπαδημητρίου Γεώργιος, καθηγητής πανεπιστημίου Αθηνών, συνταγματολόγος, Νικόλαος Στάμου καθηγητής δασολογίας Α.Π.Θ, Αίθρα Μαριά, επίκουρος καθηγήτρια πολυτεχνείου Κρήτης, δικηγόρος, Μάρω Ευαγγελίδου, χωροτάκτης-πολεοδόμος, Κώστας Διάκος, νομικός περιβάλλοντος και Μιχάλης Σκαρβέλης Δρ.δασολόγος, ΕΘΙΑΓΕ.
Στην εκδήλωση έγιναν πολιτικές τοποθετήσεις από τους βουλευτές κ.κ Ξενοφώντα Βεργίνη της Νέας Δημοκρατίας, Σταύρο Μπένο του ΠΑΣΟΚ, Ασημίνα Ξηροτύρη του ΣΥ.ΡΙΖ.Α και Αντώνη Σκυλάκο του Κ.Κ.Ε. Με τις παρεμβάσεις των βουλευτών αναπτύχθηκε ο ζητούμενος δημόσιος διάλογος και πολιτικός προβληματισμός ώστε να καταδειχθεί η αναγκαιότητα και οι πραγματικοί στόχοι της πρότασης αναθεώρησης των, σχετικών με τα δάση, διατάξεων του Συντάγματος.
Στην εκδήλωση απέστειλε χαιρετισμό ο Επίτροπος Περιβάλλοντος της Ε.Ε κος Σταύρος Δήμας. Η δήλωση του κ. Επιτρόπου αφορούσε την πολιτική της Ευρωπαικής Επιτροπής που εχει ως χαρακτηριστικά την αυστηρή και αμιγή προστασία του φυσικού περιβάλλοντος του οποίου τα δάση αποτελούν ένα από τα κυριότερα συστατικά του. Κάθε απόπειρα περιορισμού της προστασίας αυτής προβληματίζει έντονα την Ευρωπαική επιτροπή η οποία και έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου σχετικά με τις επιπτώσεις που θα προκαλέσει η υπερθέρμανση του πλανήτη στις μεσογειακές περιοχές και τις συνέπειες που θα απειλήσουν σοβαρά και τη χώρα μας.
Στη δήλωσή του ο κ. Επίτροπος Περιβάλλοντος αναφέρθηκε στο ρόλο και το χαρακτήρα των δασικών οικοσυστημάτων και στη συμβολή τους στο περιβαλλοντικό ισοζύγιο τονίζοντας ιδιαίτερα και τη σημασία που έχει για την προστασία τους, το άρθρο 24 του Συντάγματος.
Η συνταγματική διάταξη, κατέληξε στη δήλωσή του ο κ. Δήμας, με την ορθή και πλήρη εφαρμογή της, προστατεύει επαρκώς το δασικό μας πλούτο ενώ η αρχή της αειφορίας καθιστά δυνατή την οικονομική ανάπτυξη που γίνεται με σεβασμό στο περιβάλλον. Για τους λόγους αυτούς η αναθεώρηση του άρθρου 24 δεν είναι αναγκαία.
Η βαρύτητα της θέσης του κ. Επιτρόπου, ο επιστημονικός διάλογος και τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν βαρύνουν τη θέση και τον αγώνα των κοινωνικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων και αναδεικνύουν την κοινωνική ανάγκη για την εδραίωση του πολυλειτουργικού ρόλου των δασικών οικοσυστημάτων, την ανάγκη για διασφάλιση της ποιότητας ζωής , την προστασία και την αειφορία των φυσικών πόρων.
Η εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε αποτελούσε συνέχεια αντίστοιχων εκδηλώσεων που έγιναν στην Αθήνα αλλά και σε άλλες πόλεις με την υποστήριξη κοινωνικών, επιστημονικών, συνδικαλιστικών και οικολογικών φορέων και συνετέλεσαν στη δημιουργία ευρύτατου μετώπου, κατά της πρότασης αναθεώρησης. (Επιμελητήριο Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητας, Πανελλήνιο Δίκτυο Οικολογικών Οργανώσεων, ΚΕΔΚΕ, ΓΕΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ, ΤΕΕ, Π.Ε.Δ.Δ.Υ, ΠΑΣΕΓΕΣ, ΟΤΟΕ, ΟΛΜΕ, ΙΝΚΑ/Γεν.Ομοσπονδία Καταναλωτών Ελλάδος, Δικηγοριοί σύλλογοι Αθήνας και Πειραιώς, Ενωση Ιδιοκτητών Ημερησίων επαρχιακών Εφημερίδων , περισσότερες από 200 οικολογικές οργανώσεις σε όλη τη Χώρα. κλπ)
Οι δασολόγοι ως οι φυσικοί διαχειριστές των δασικών οικοσυστημάτων θα συνεχίσουν τον αγώνα αυτό ώστε να καταδείξουν στην πολιτεία την ανάγκη σταθερότητας των συνταγματικών διατάξεων για τα δασικά οικοσυστήματα
Θεωρούμε ότι τα δάση είναι οι ελάχιστοι εναπομείναντες ζωτικοί πνεύμονες στη χώρα μας, σε μια περίοδο σοβαρής παγκόσμιας οικολογικής κρίσης και εντεινόμενης περιβαλλοντικής υποβάθμισης και για το λόγο αυτό είναι απαραίτητο να σταθμίζονται όλα τα δεδομένα που αφορούν στην αναθεώρηση των άρθρων 24 και 117 να μην είμαστε απαθείς θεατές αλλά να πάρουμε ενεργό θέση στην πρόταση αναθεώρησης. Να διαμορφώσουμε μαζί το κίνημα εκείνο που θα αποτρέψει τις δασοκτόνες πολιτικές και θα προστατέψει ουσιαστικά το περιβάλλον.
Επί της αρχής της συνταγματικής αναθεώρησης, θεωρούμε ότι αυτή έχει αποστερηθεί της ευρείας κοινωνικής και πολιτικής συναίνεσης, την οποία εξ’ ορισμού δεν διαθέτει πλέον και, ως εκ τούτου, έχει απωλέσει το συνταγματικό, κοινωνικό και πολιτικό της έρεισμα.
Σας καλούμε να αναδείξετε την προσπάθεια μας για την υπεράσπιση της συνταγματικής προστασίας των δασών και να συμβάλετε με την προβολή του θέματος και την αναδειξη του στην κοινωνία , στην περιβαλλοντική σταθερότητα και την ποιότητα ζωής, που αποτελούν κυρίαρχα δικαιώματα των πολιτών .
Σας καλούμε την Παρασκευή 9 και το Σάββατο 10 Μαρτίου, στη Θεσσαλονίκη (Αίθουσα Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, οδός Τσιμισκή 29, ώρα 09:45), στη διημερίδα που διοργανώνουμε με το Γεωτεχνικό επιμελητήριο Ελλάδος, το Δικηγορικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης και την Επιστημονική Εταιρεία Διοικητικής Δικαιοσύνης, με θέμα ¨ Το άρθρο 24 του Συντάγματος και το ενδεχόμενο αναθεώρησής του¨
ΓΙΑ ΤΟ Δ.Σ

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


Νικόλαος Μπόκαρης Κώστας Δημόπουλος
τηλ. 6937883012

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΠΕΔΔΥ ,ΗΜΕΡΙΔΑ 28/2/2007

Νικόλαος Δ. Μπόκαρης
Δασολόγος – Περιβαλλοντολόγος
Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Δασολόγων Δ.Υ
Κυρίες και Κύριοι
Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την παρουσία σας στη σημερινή ημερίδα καθώς και για τη στήριξη που παρέχετε στην προσπάθεια μας να καταδείξουμε στην πολιτεία την ανάγκη μιας σύγχρονης και αποτελεσματικής δασικής πολιτικής . Μιας πολιτικής που θα διασφαλίζει (με συστηματικό και δίκαιο τρόπο) τους απαραίτητους πόρους για τη δασική ανάπτυξη και θα αποσκοπεί στον αειφορικό χαρακτήρα και σημασία των δασικών οικοσυστημάτων και τον πολυλειτουργικό κοινωνικό αλλά και βιολογικό τους ρόλο .
Επιτρέψτε μου όμως να επικεντρωθώ στο θέμα της σημερινής εκδήλωσης που είναι η πρόταση για αναθεώρηση των άρθρων 24 και 117 του Συντάγματος.
Οι προστατευτικές για το περιβάλλον διατάξεις θεσπίστηκαν κατά καινοφανή και πρωτοποριακό τρόπο στο Σύνταγμα του 1975, λόγω ακριβώς της κοινωνικής ανάγκης να μειωθούν οι επιβλαβείς για το περιβάλλον επιπτώσεις που προέρχονται από τη βιομηχανική και την τουριστική ανάπτυξη. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, οι διατάξεις αυτές πρέπει να έχουν ουσία και περιεχόμενο.
Είναι σαφές ότι όχι μόνο οι στόχοι αυτοί απέχουν από την πρόθεση του σημερινού νομοθέτη, αλλά κινούνται σε εκ διαμέτρου αντίθετη κατεύθυνση.
Η Ένωσή μας, από την πρώτη στιγμή που κοινοποιήθηκε η πρόθεση αναθεώρησης, τοποθετήθηκε με ανακοινώσεις και επιστολές στις αρμόδιες επιτροπές της Βουλής κατά της νέας αναθεώρησης, που όπως προαναφέρθηκε ήρθε πέντε μόλις χρόνια μετά την αναθεώρηση του έτους 2001.
Στόχος της πρότασης της Νέας Δημοκρατίας είναι σήμερα η διάκριση μεταξύ δασών και δασικών εκτάσεων, η υπαγωγή των δασικών εκτάσεων, με βάση την αρχή της αναλογίας, κατά περιοριστικό τρόπο, στην ίδια ρύθμιση, με τις περιπτώσεις χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού της Χώρας που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 24, ώστε σε όλες αυτές τις περιπτώσεις να θεωρείται δεδομένη η συνδρομή δημόσιου συμφέροντος και να επιτρέπεται η μεταβολή του προορισμού των δασικών εκτάσεων.
Με βάση τα παραπάνω εμείς θεωρούμε την πρόταση αναθεώρησης του άρθρου 24 ψευδεπίγραφη, διότι ουσιαστικά το περιεχόμενο της αναιρεί τη μέχρι σήμερα αντίληψη για τη δασοπροστασία και πολύ περισσότερο στρέφεται κατά της πάγιας νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Στην κατατεθείσα πρόταση, προβάλλεται ο κοινά αποδεκτός στόχος της αποτελεσματικής προστασίας του περιβάλλοντος, χωρίς να συνδέεται στην πραγματικότητα ο στόχος αυτός με δεδομένα που αναθεωρούμενα θα τον βελτιώσουν.
Οφείλουμε επίσης να επισημάνουμε ότι και η χρησιμοποιούμενη επιχειρηματολογία για την αναθεώρηση και η αναφορά (με ιδιαίτερα προσεγμένο επικοινωνιακό τρόπο) στην ανάγκη επίλυσης κοινωνικών προβλημάτων (βλ. οικοδομικοί συνεταιρισμοί) και αναπότρεπτων καταστάσεων έχει επίσης σχετικό νόημα και σημασία .
Επιτρέψτε μου όμως να αναφερθώ ειδικότερα σε αυτό το πρόβλημα , 128 συνεταιρισμοί στην Αττική, 39 στην Κορινθία, 13 στην Εύβοια, 12 στον Πειραιά και στον αργοσαρωνικό, 10 στην αργολίδα, 5 στη βοιωτία, δηλαδή πάνω από 207 συνεταιρισμοί βρίσκονται σε δασικές περιοχές γύρω από την Αττική, δηλαδή στην αυλή της Αθήνας και κατέχουν περισσότερα από 170.000 στρέμματα άλλοτε ρητινευόμενων πευκοδασών. Φανταστείτε (για να έχετε μέτρο σύγκρισης) ότι ο ορεινός όγκος της Πάρνηθας είναι περίπου 200.000 στρέμματα.
Στο πραγματικό αυτό γεγονός θα πρέπει να απαντήσουν οι χωροτάκτες και οι πολεοδόμοι αλλά πρωτίστως οι εμπνευστές της πρότασης και να προσδιορίσουν τις επιπτώσεις στο περιβαλλοντικό ισοζύγιο και τους δείκτες της ποιότητας ζωής, στην περίπτωση που η έκταση αυτή δοθεί για οικοδόμηση.
Ένα δεύτερο σημείο στο οποίο θα ήθελα να αναφερθώ είναι η προσπάθεια να συνδεθεί η χρήση των δασών και των δασικών εκτάσεων (κυρίως), με τον αντίστοιχο ¨χωροταξικό σχεδιασμό¨ .
Τα δασικά οικοσυστήματα αποτελούν με την περιβαλλοντική και οικονομική σημασία τους (ως φυσικοί ανανεώσιμοι πόροι), αυτούσια στοιχεία του χωροταξικού σχεδιασμού και δεν υπόκεινται σε κρίση η προστασία και η σημασία τους, ως ύψιστη κοινωνική προτεραιότητα.
Για την Ένωση Δασολόγων η προστασία του περιβάλλοντος, που προβάλλεται στις δηλώσεις σαν επιζητούμενο στοιχείο, είναι συνδεδεμένη με την αειφόρο ανάπτυξη των δασικών οικοσυστημάτων και όχι με την εξυπηρέτηση των κάθε λογής συμφερόντων στο όνομα της ¨ανάπτυξης¨.
Μοναδικό κριτήριο για τα προαναφερόμενα αποτελεί η επιστήμη της δασικής οικολογίας και όχι η εκάστοτε πρόθεση του νομοθέτη ή το πελατειακό αξιακό σύστημα
Για τους δασολόγους η σημασία των δασικών οικοσυστημάτων είναι ίδια είτε μιλάμε για δάση είτε για δασικές εκτάσεις. Αποτελούν και οι δύο αυτές μορφές διαδοχικά στάδια της εξελικτικής κλίμακας των ειδών και η σημερινή τους μορφή οφείλεται κυρίως σε ανθρωπογενείς επιδράσεις (πυρκαγιές, βόσκηση κλπ). Η συνεισφορά τους στο περιβαλλοντικό ισοζύγιο είναι ισοβαρής . Η συγκράτηση των εδαφών, η ρύθμιση της επιφανειακής απορροής των υδάτων και η αποφυγή πλημυρικών φαινόμενων, η συνεισφορά στον κύκλο διοξειδίου του άνθρακα και του οξυγόνου, η ποιότητα ζωής των κατοίκων είναι στοιχεία που έχουν άμεση σχέση με την υποχρέωση προστασίας τους.
Έχουμε σήμερα τη βεβαιότητα ότι τα στοιχεία αυτά δεν λήφθηκαν υπόψη η αγνοήθηκαν από τους εισηγητές της πρότασης.
Τα προαναφερόμενα, είναι δεδομένα που επιβάλλουν τη σταθερότητα των διατάξεων του Συντάγματος για το περιβάλλον και ασφαλώς προϋποθέτουν χρόνο προκειμένου να αξιολογηθεί ουσιαστικά από την Πολιτεία, η ανάγκη για την θεσμική παρέμβαση σε αυτό το επίπεδο
Σε ότι αφορά το άρθρο 117 παρ.3 του Συντάγματος και την πρόθεση τροποποίησής του πρέπει να σημειωθούν τα εξής:
Ο Συντακτικός νομοθέτης του 1975 συμπεριέλαβε στη διατύπωση αυτής της διάταξης τους παρωχημένους χρόνους των ρημάτων ¨καταστρέφω¨ και ¨αποψιλώνω¨ δηλαδή τις λέξεις ¨καταστραφείσαι¨ και ¨αποψιλωθείσαι¨ διότι προφανώς ηθέλησε να επανεξετάσει και τυχόν παράνομες καταστροφές των δασών και δασικών εκτάσεων κατά την περίοδο της επταετίας.
(Αυτό μπορεί να προκύψει από τα πρακτικά των σχετικών συζητήσεων αλλά και από τη διατύπωση αυτού του άρθρου 24 παρ.1 σύμφωνα με την οποία η προστασία των δασών και των εν γένει δασικών εκτάσεων κάμπτεται όταν προέχει για την εθνική οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη χρήση, που επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος.)
Εκτιμώ ότι ούτε και σήμερα είναι δυνατή η απάλειψη των παρελθοντικών χρόνων, διότι ήδη από το σύνταγμα του 1975 (που χρησιμοποιείται ως χρονική αναφορά στην πρόταση αναθεώρησης) έχουν περάσει 30 και πλέον χρόνια και συνεπώς η περιγραφή καταστάσεων που μεσολάβησαν αναγκαστικά (από το 1975 μέχρι σήμερα) απαιτεί παρελθοντικό χρόνο.
Επιπρόσθετα θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι για να αποφεύγονται αυθαίρετες ενέργειες της διοίκησης αλλά και για να έχουμε την ενιαία αντιμετώπιση των πολιτών από την πολιτεία, θα πρέπει κατά την όποια αναδρομική εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης να ορίζεται, τόσο ο χρόνος μέχρι τον οποίο θα φθάνει η έρευνα όσο και το αντικειμενικό μέσο από το οποίο θα αντλούνται τα σχετικά στοιχεία.
Όμως στην προκείμενη περίπτωση σημειώνεται ότι:
– Οι προ του 1975 αεροφωτογραφίες που καλύπτουν ολόκληρη τη χώρα είναι οι λήψεις των ετών 1945 και 1960 . Μεταγενέστερες λήψεις είναι η σειρά που άρχισε το 1963 και ολοκληρώθηκε το 1977 η οποία πέραν του ότι δεν αναφέρεται στην ίδια χρονολογία, δεν περιλαμβάνει και τα διαμερίσματα της Ηπείρου, της Μακεδονίας και των Κυκλάδων.
– Η πρόταση αντιμετωπίζει το δάσος ως μια βιολογική σταθερά η οποία δεν εξαρτάται από το χρόνο , δηλαδή είναι παγωμένη και απογυμνωμένη από τη δυναμική του παράγοντα χρόνου. Αυτή η παραδοχή βρίσκεται σε αντίθεση με τη δασολογική επιστήμη διότι όλα τα δάσικά οικοσυστήματα εξελίσσονται δυναμικά και οι σημερινές δασικές εκτάσεις ή τα αραιά δάση μπορεί να βελτιώσουν τη σύνθεση και τη δομή τους.
– Η πρόταση αποχαρακτηρίζει και νομιμοποιεί στην ουσία όσες εκτάσεις είχαν παράνομα αλλάξει χρήση πριν από την παραπάνω ημερομηνία (δηλαδή το έτος 1975) και αυτό το κάνει όχι με διάταξη της κοινής νομοθεσίας αλλά με αναθεώρηση του καταστατικού χάρτη.
Η εισαγωγή χρονικού ορίου απόδειξης του δασικού χαρακτήρα θα δημιουργήσει δυσχέρειες και θα εγείρει ζητήματα άνισης μεταχείρισης ή και ανασφάλειας δικαίου σε σχέση με το δασολόγιο.
Τέλος σε ότι αφορά τις αναδασώσεις, η πρόταση τροποποίησης του άρθρου 117 παρ.3 θα προκαλέσει αλλοίωση του περιεχομένου του ισχύοντος σήμερα άρθρου 117 παρ.3 διότι μετατοπίζεται το χρονικό σημείο εφαρμογής, αναγνωρίζοντας και νομιμοποιώντας πραγματικές καταστάσεις που δημιουργήθηκαν παράνομα.
Αυτό σε συνδυασμό με το χρονικό όριο (11 Ιουνίου του έτους 1975) που τίθεται για την οριοθέτηση των δασών θα προκαλέσει σημαντικές επιπτώσεις στα δικαιώματα του δημοσίου κυρίως σε ότι αφορά τις δημόσιες δασικές εκτάσεις που καταπατήθηκαν από το έτος 1945 μέχρι το έτος 1975.
Ασφαλώς, οι συνέπειες θα είναι άμεσες και καθοριστικές και θα σχετίζονται με την άρση αποφάσεων αναδάσωσης που είχαν εκδοθεί μετά την καταστροφή δημόσιων και ιδιωτικών εκτάσεων κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, την κατάργηση Πρωτοκόλλων Διοικητικής Αποβολής που έχουν επικυρωθεί με δικαστικές αποφάσεις, ακόμη και την κατάργηση δικών με αντικείμενο την κυριότητα δασικών εκτάσεων.
Επίσης με την διάκριση των δασών από τις δασικές εκτάσεις θα υπάρξει αλλοίωση στο βαθμό προστασίας που έχουν οι δύο αυτές κατηγορίες από την Πολιτεία.
Η διάκριση αυτή μπορεί να φθάσει μέχρι την κατάργηση του τεκμηρίου κυριότητας του Δημοσίου και στο απαράγραπτο των δικαιωμάτων του δημοσίου στις εκτάσεις αυτές. Το μέγεθος των εκτάσεων αυτών ανέρχεται από 30 μέχρι 50 εκατομμύρια στρέμματα
Τέλος είναι αξιοσημείωτη η αλλαγή που μπορεί να προκληθεί στον ιδιοκτησιακό χάρτη όλης της χώρας, δεδομένου ότι συναπτόμενα συμβόλαια που σήμερα είναι ανίσχυρα λόγω του ότι αφορούν δασικές εκτάσεις (κατά τεκμήριο δημόσιες) θα αποκτήσουν νομιμότητα δεδομένου ότι η μη ύπαρξη κτηματολογίου θα αποστερήσει από το δημόσιο τη δυνατότητα να υπερασπιστεί τα δικαιώματα κυριότητος επί των εκτάσεων αυτών.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ.
Τα δασικά οικοσυστήματα αποτελούν πράγματι ¨κοινό αγαθό¨ με την οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική σημασία και αξία τους. Η αντίστοιχη πολιτική για την προστασία τους όμως διακρίνεται από μία αμφιθυμία, η οποία αποτυπώνεται ανάγλυφα τόσο σε επίπεδο κοινής νομοθεσίας όσο και στο επίπεδο του Συντάγματος με αφορμή την πρόταση αναθεώρησης . Αιτία κατά την άποψή μας είναι ο χαρακτήρας του αγαθού ¨δάσος¨ ως φυσικού πόρου με πολυλειτουργικό ρόλο και ταυτόχρονα ως οικονομικού αγαθού που συνδέεται με την οικονομική αξία της γης.
Η Ένωση δασολόγων διαχρονικά έχει καταγγείλει την έλλειψη οράματος για τη δασοπροστασία, τις αποσπασματικές νομοθετικές πρωτοβουλίες στις οποίες κυριαρχούν οι τροποποιήσεις της κοινής νομοθεσίας, χωρίς καμία κωδικοποίηση και η δημιουργία ενός οικοδομήματος εξαιρετικά σύνθετου, δυσανάγνωστου και τελικά δυσχερούς στην εφαρμογή του.
Στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί η πρόταση για την αναθεώρηση του συνταγματικού πλαισίου για τη δασοπροστασία η οποία επιδιώκει τον επαναπροσδιορισμό της έννοιας του δάσους και της δασικής έκτασης, θέτοντας νέα χρονικά όρια ως προς την απόδειξη του χαρακτήρα τους και αφετέρου να στοιχειοθετήσει ως νόμιμο λόγο δημόσιου συμφέροντος για τη μεταβολή του προορισμού των δασικών εκτάσεων, τις περιπτώσεις χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού.
Οι προτάσεις αυτές μας δημιουργούν έντονο προβληματισμό και μας παραπέμπουν σε ερωτήματα σχετικά με την πρόθεση αλλοίωσης της βούλησης του συντακτικού νομοθέτη του 1975 αλλά και του 2001 , αφού έρχονται σε αντίθεση με την πάγια σχετική νομολογία. Για το λόγο αυτό εκφράσαμε και εκφράζουμε και σήμερα τη θέση ότι η διατύπωση της σχετικής με τα δάση και τις εν γένει δασικές εκτάσεις, παράγραφος 1 του άρθρου 24 του αναθεωρημένου το 2001 Συντάγματος, είναι πλήρης και δεν απαιτείται νέα αναθεώρησή της.
Με τη θέση αυτή συντάχθηκαν πλήθος κοινωνικών, επιστημονικών, συνδικαλιστικών και οικολογικών φορέων και δημιουργήθηκε ένα ευρύτατο μέτωπο κατά της πρότασης αναθεώρησης. (Επιμελητήριο Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητας, Πανελλήνιο Δίκτυο Οικολογικών Οργανώσεων, ΚΕΔΚΕ, ΓΕΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ, ΤΕΕ, Π.Ε.Δ.Δ.Υ, ΠΑΣΕΓΕΣ, ΟΤΟΕ, ΟΛΜΕ, ΙΝΚΑ/Γεν.Ομοσπονδία Καταναλωτών Ελλάδος, Δικηγορικοί σύλλογοι Αθήνας και Πειραιώς, Ενωση Ιδιοκτητών Ημερησίων επαρχιακών Εφημερίδων , περισσότερες από 200 οικολογικές οργανώσεις σε όλη τη Χώρα. κλπ).
Η θέση αυτή δημιούργησε τα γνωστά σε όλους προβλήματα και τις διαφοροποιήσεις βουλευτών της συμπολίτευσης, κατά τη συζήτηση της πρότασης αναθεώρησης στην επιτροπή αναθεώρησης της Βουλής.
Επί της αρχής της συνταγματικής αναθεώρησης, θεωρούμε ότι αυτή έχει αποστερηθεί της ευρείας κοινωνικής και πολιτικής συναίνεσης, την οποία εξ’ ορισμού δεν διαθέτει πλέον και, ως εκ τούτου, έχει απωλέσει το συνταγματικό, κοινωνικό και πολιτικό της έρεισμα.

Κυρίες και Κύριοι

Θα μου επιτρέψετε να κλείσω την τοποθέτησή μου μεταφέροντας τα λόγια του Μάριου Πλωρίτη για το ίδιο θέμα.
Ο αδικητής, ο εγκληματίας, είναι ένοχος μία φορά. Αυτός που τον παρακινεί και τον ευκολύνει στο έγκλημα, είναι δύο φορές ένοχος. Αλλ΄ αυτός που νομιμοποιεί το έγκλημα είναι ένοχος πολλαπλά Ο πρώτος κακουργεί από πάθος ή από συμφέρον-ο δεύτερος τον προτρέπει από δολιότητα -ο τρίτος αθωώνει την ανομία από ιδιοτέλεια, περιβάλλοντας την με τα άμφια του δικαίου και έτσι, εγκληματεί όχι εναντίον ενός ή μερικών ατόμων αλλά εναντίον της κοινωνίας ολόκληρης , μια και την διαφθείρει, παρουσιάζοντας « το άσκημο σαν ωραίο» το ανόσιο σαν όσιο.
Αυτούς τους τελευταίους ρόλους παίζει από καιρό το κράτος μας, ιδιαίτερα στην πολιτική του για τα δάση. Αδρανεί στην καταστροφή τους ανέχεται τις καταπατήσεις τους, αποχαρακτηρίζει ολοένα δασικές εκτάσεις, νομιμοποιεί τις αυθαιρεσίες και τους αφανισμούς, αποδιοργανώνει και περιθωριοποιεί τη δασική διοίκηση .


Ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας.

ΔΗΛΩΣΗ κ.ΣΤΑΥΡΟΥ ΔΗΜΑ, ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Ε.Ε

Αναθεώρηση του άρθρου 24 του Συντάγματος και περιβαλλοντική
πολιτική της Ε.Ε

Η πολιτική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι υπέρ της αυστηρής και αμιγούς προστασίας του
Φυσικού περιβάλλοντος, του οποίου τα δάση αποτελούν ένα από τα κυριότερα συστατικά στοιχεία. Κάθε απόπειρα περιορισμού της προστασίας αυτής μας προβληματίζει έντονα. Πριν λίγες εβδομάδες η Επιτροπή έκρουσε τον κώδωνα κινδύνου σχετικά με τις τραγικές επιπτώσεις που θα επιφέρει η υπερθέρμανση του πλανήτη σε περιοχές όπως αυτή της Μεσογείου . Η συρρίκνωση των δασών λόγω του πολλαπλασιασμού των δασικών πυρκαγιών θα είναι μία από τις συνέπειες που θα απειλήσουν σοβαρά την Ελλάδα. Τα δάση συνεισφέρουν στην καταπολέμηση του φαινομένου του θερμοκηπίου μέσω της κατακράτησης του διοξειδίου του άνθρακα. Επίσης, συγκρατούν το νερό και βοηθούν στην διατήρηση των υδροφόρων οριζόντων, που είναι τόσο απαραίτητοι για περιοχές όπως η Ελλάδα . Τέλος η πιθανή αποψίλωσή τους θα επιτείνει τις αρνητικές συνέπειες των πλημμυρών που αναμένεται να γίνουν πιο έντονες στα επόμενα χρόνια λόγω της συνεχιζόμενης αλλαγής του κλίματος.
Τα δάση αποτελούν οικολογικά πολύτιμα οικοσυστήματα στα οποία φιλοξενούνται ζωικά και φυτικά είδη μείζονος σπουδαιότητας για την διατήρηση της σπάνιας μεσογειακής βιοποικιλότητας, η προστασία της οποίας αποτελεί στόχο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Πολλά από τα δάση και δασικές εκτάσεις της Ελλάδας αποτελούν αντικείμενο προστασίας της κοινοτικής νομοθεσίας για τους φυσικούς οικοτόπους και την άγρια πανίδα και χλωρίδα.
Το άρθρο 24 εισήγαγε την προστασία των δασών ως υπέρτατη συνταγματική επιταγή για πρώτη φορά το 1975. Η αναθεώρηση του το 2001 κατοχύρωσε την πολύτιμη αρχή της αειφορίας. Η συνταγματική διάταξη με την ορθή και πλήρη εφαρμογή της, προστατεύει επαρκώς τον δασικό μας πλούτο, ενώ η εφαρμογή της αρχής της αειφορίας καθιστά δυνατή την οικονομική ανάπτυξη που γίνεται με σεβασμό προς το περιβάλλον. Για τους λόγους αυτούς , η αναθεώρηση του άρθρου 24 δεν είναι αναγκαία.
Σταύρος Δήμας
Επίτροπος Περιβάλλοντος
Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Βρυξέλλες

Εισήγηση Νικ.Στάμου Καθηγητή Α.Π.Θ (28/2/07)

Δασική γη:
ένας όλο και περισσότερο βαλλόμενος περιβαλλοντικός στόχος

Νικ. Ι. Στάμου

 

 

 

ΗΜΕΡΙΔΑ
“ΔΑΣΗ – ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ”

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΕΝΩΣΗ ΔΑΣΟΛΟΓΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ – ΓΕΩΤΕΕ
ΑΘΗΝΑ 28 Φεβρουαρίου 2007

 


Δασική γη: ένας όλο και περισσότερο βαλλόμενος περιβαλλοντικός στόχος
(ενώ τα περιβαλλοντικά προβλήματα οξύνονται συνεχώς)
Νικ. Ι. Στάμου

 

Έχουν γραφεί πολλά για τον πολυλειτουργικό ρόλο των δασών και των δασικών εκτάσεων, για τη σημασία δηλαδή και τις λειτουργίες (περιβαλλοντικές, οικονομικές, πολιτισμικές) Οι εν λόγω λειτουργίες ασκούνται από την γη αυτή συνολικά, με διαφοροποιήσεις διαπεριφερειακά και διαχρονικά μόνο ως προς την ένταση κάθε μιας από αυτές. Η εκδήλωσή τους είναι τόσο περισσότερο αειφορική όσο περισσότερο αειφορική είναι και η διαχείριση της δασικής γης.

Οποιαδήποτε, μεταβολή στην έκταση της δασικής γης προκαλεί αρνητική ποσοτική και ποιοτική μεταβολή στο σύνολο των πιο πάνω λειτουργιών. Ποιος έχει το δικαίωμα, να στερήσει από τους οικισμούς και τις πόλεις (του σήμερα και του αύριο) το περιαστικό τους (αλλά και το ευρύτερο) δασικό πράσινο και από πού αντλεί το δικαίωμα αυτό; Στην Ευρώπη, η δασική γη μέσα και γύρω από τους οικισμούς και τις πόλεις προστατεύεται και διατηρείται ως κόρη οφθαλμού, λόγω ακριβώς των πιο πάνω λειτουργιών και ουδείς διανοείται εκεί να αποχαρακτηρίσει εκτάσεις της.

Πως, σύμβουλοι ποιού επιστημονικού κλάδου και με ποιες επαγγελματικές αποκλειστικά σκοπιμότητες, παραβαίνοντας το επιστημονικό τους όρκο για χρηστή χρήση και εφαρμογή της επιστήμης τους, εισηγούνται αποχαρακτηρισμούς δασικής γης για ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, όταν η δασική αυτή γη ανέκαθεν χρησιμοποιείται και μάλιστα ως αειφορικός βοσκότοπος («δασικός βοσκότοπος»); Πώς ενέπλεξαν την χώρα, με κίνδυνο να την εκθέσουν ανεπανόρθωτα στην Ε.Ε., με το να εντάξουν στον ΟΣΔΕ αναδασωτέες και αναδασωμένες εκτάσεις; Δεν ήταν αρκετές οι παραχωρήσεις δασικής γης της 10ετίας του ΄60, για αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών; Δεν τους αρκεί η απαράδεκτη για τον ίδιο σκοπό τεράστια περιβαλλοντική και οικονομική ζημιά που οι ίδιοι προκάλεσαν από την μεθοδευθείσα απόλυτα κοντόφθαλμη καταστροφή του σημαντικότατου πεδινού δάσους του Κοτζά Ορμάν («Μεγάλο Ρουμάνι») στις εκβολές του Νέστου ποταμού, έκτασης 72 000 στρεμμάτων ; Που σήμερα είναι αμμώδης και άγονη πεδινή γεωργική γη, αντί του πλουσιότατου πλουτοπαραγωγικού περιβαλλοντικού πόρου και πόλος έλξης για ολόκληρη την Ευρώπη , που θα ήταν σήμερα, λόγω της εξαιρετικής του τότε βιοποικιλότητας; Τέτοιες (νέες αλλά για οικοπεδικούς σκοπούς) μεταβολές θα προκύψουν πάμπολλες με την προτεινόμενη αναθεώρηση του άρθρου 24 και δυστυχώς, θα είναι αυτές μη αναστρέψιμες. Και θα προκύψουν κυρίως στο εξαιρετικού φυσικού κάλλους νησιωτικό τοπίο, στην αττική γη, σε ολόκληρη την παράκτια ζώνη της χώρας, γύρω από τους οικισμούς και τις πόλεις και στους υδροκρίτες των βουνών.

Δεν παραγνωρίζω το γεγονός, ότι έχουν δημιουργηθεί κατά το παρελθόν σημαντικά δυσάρεστες καταστάσεις, που προσδοκούν ρύθμιση. Όμως αυτές δημιουργήθηκαν από υπαιτιότητα και ευθύνη των (ή των φερόμενων ως) ιδιοκτητών των εκτάσεων. Ίσως ορισμένες και από υπηρεσιακές παραλείψεις. Δημιουργήθηκαν παράνομα ολόκληροι οικισμοί επί δασικής γης, δεν το γνώριζαν οι ιδιοκτήτες τους που καταπάτησαν τον χαρακτήρα της εν λόγω γης και αποστέρησαν το κοινωνικό σύνολο από το σύνολο των δασικών λειτουργιών της γης αυτής; Σύμφωνα με την σχετική Οδηγία της ΕΕ και την υφιστάμενη νομοθεσία, ο ρυπαίνων το περιβάλλον πληρώνει, ο καταστροφέας αυτού στην χώρα μας δεν πληρώνει, αλλά αντίθετα επιβραβεύεται; Και μάλιστα μέσω συνταγματικών ρυθμίσεων – αναθεωρήσεων;

Διαμαρτύρονται οι πολυάριθμοι οικοδομικοί συνεταιρισμοί ότι επένδυσαν σε γη, που η δασική νομοθεσία δεν τους επέτρεπε και δεν τους επιτρέπει να την αξιοποιήσουν οικιστικά. Ποιοι οικοδομικοί συνεταιρισμοί, κάτοχοι μη δασικής γης, παρεμποδίστηκαν στην εν λόγω αξιοποίηση; Μόνο οι συνεταιρισμοί κάτοχοι δασικής γης έχουν προβλήματα. Δεν γνώριζαν τα μέλη τους, ότι αγόραζαν δασική γη, που δεν επιτρεπόταν η οικοπεδοποίησή της; Και επιχειρούνται συνεχώς νομοθετικές ρυθμίσεις, τα τελευταία δε χρόνια και απόπειρες συνταγματικών ρυθμίσεων ή συνταγματικές ρυθμίσεις, προκειμένου να καταστεί τούτο δυνατό; Αντί της καλλιέργειας της νόμιμης συμπεριφοράς του πολίτη και του λογικού κέρδους του κάθε υποψήφιου επενδυτή, δεν καλλιεργείται έτσι η ανευθυνότητα και η βουλιμία, έναντι οποιουδήποτε στοιχείου έχει κοινωνική διάσταση ή είναι δημόσιο; Και, αντί των υπευθύνων, θα πληρώσει το κοινωνικό σύνολο και ο ανώνυμος πολίτης με την αποστέρησή του από τις λειτουργίες της δασικής γης, αφού αυτή θα μετατραπεί σε οικοπεδική ή σε άλλης μορφής περιβαλλοντικά μη λειτουργική χρήση;
Προσδοκούν οι καταπατητές και οι καταστροφείς δασικής γης την νομιμοποίηση, ενώ κάποιος θάπρεπε να τους υπενθυμίσει, ότι αυτοί χρωστούν στο κοινωνικό σύνολο και στο δημόσιο το αντίτιμο της επί τόσα χρόνια καταπάτησης και παρά τον νόμο χρήσης της εν λόγω γης.

Ποιος και πως θα εξηγήσει στους οργισμένους, λόγω ανεργίας, λόγω ιδιοσυγκρασίας και λόγω άλλης αντίληψης περί κοινωνικής δικαιοσύνης, περί ίσων ευκαιριών και περί συμπεριφοράς έναντι του φυσικού περιβάλλοντος νέους μας, ποιος και πως θα δικαιολογήσει στους νόμιμα συμπεριφερθέντες στη ζωή τους ενήλικες, μια τέτοια επιχειρούμενη νομιμοποίηση αυθαίρετων και παράνομων συμπεριφορών; Και μάλιστα νομιμοποίηση από την Κυβέρνηση ενός κόμματος που ευαγγελίστηκε την «απαλλαγή», τις ίσες ευκαιρίες, τον υγιή ανταγωνισμό; που ευαγγελίστηκε την «αναβάθμιση των δασικών οικοσυστημάτων» αντί του αποχαρακτηρισμού και της διάλυσης αυτών και μάλιστα σε περιοχές, που ο πολυλειτουργικός αυτών των οικοσυστημάτων (και των υποβαθμισμένων) είναι εξαιρετικά κρίσιμος; Τίποτε δεν πέρασε στην χώρα μας σχετικό με τους δασικούς πόρους από το πρωτόκολλο του Kyoto, από την Agenda 21 και από την νέα στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τους φυσικούς πόρους και την αειφόρο ανάπτυξη, που βασικός της στόχος είναι η «αποσύνδεση της μεγέθυνσης από την υποβάθμιση του περιβάλλοντος και την ανάλωση περιβαλλοντικών πόρων» ; Ουδείς πληροφόρησε την Κυβέρνηση, ότι αυτό που στο ισχύον Σϋνταγμα ονομάζεται δασική έκταση, περιλαμβάνει τελικά προσωρινά υποβαθμισμένα δασικά οικοσυστήματα, προσωρινές δηλαδή οπισθοδρομικές εξελίξεις του περιβάλλοντος από υπαιτιότητα του ανθρώπου, που με κατάλληλο χειρισμό μπορούν να αναβαθμιστούν και να επανέλθουν και πάλι στη σωστή φάση της ανάπτυξης τους, ορισμένα μάλιστα σε βραχύ χρόνο;

Διεύρυνση της προστασίας των δασών, προστασία του φυσικού περιβάλλοντος των δασών και του δασικών εκτάσεων: μήπως περισσεύει η υποκρισία; Είναι τελικά ή δεν είναι πολύτιμο το φυσικό περιβάλλον; Να αναζητήσουμε τις δηλώσεις των πολιτικών μας κατά τις παγκόσμιες ημέρες δασοπονίας (21 Μαρτίου) και φυσικού περιβάλλοντος (5 Ιουνίου); Αν ειλικρινά εκτιμούμε το φυσικό περιβάλλον ως πολύτιμο αγαθό για την κοινωνία, δεν σημαίνει τούτο, δεν συνεπάγεται τούτο, ότι όσο φυσικό περιβάλλον υπάρχει, το προστατεύω και το αναβαθμίζω; Όταν έχει κάποιος υπό την διαχείρισή του κάτι πολύτιμο που δεν του ανήκει (όχι προσωπικά δικό του, αλλά κοινωνικό – συλλογικό) πως μπορεί να το διαμοιράζει σε άλλους; Δεν σημαίνει ότι διαθέτει ελάχιστα από αυτό μόνο ύστερα από πάρα πολλή σκέψη, εξαιρετική περίσκεψη, ύστερα από εξαιρετικά αντικειμενική μελέτη εναλλακτικών διεξόδων, μόνο κατά απόλυτα φειδωλό τρόπο και μόνο υπέρ έργων βασικών υποδομών, που πράγματι εξυπηρετούν το κοινωνικό σύνολο τόσο σήμερα όσο και αύριο; Και φροντίζει παράλληλα και ταυτόχρονα να αντισταθμίσει τις απώλειες κατά ισοδύναμο τρόπο (όχι ισόποσα σε έκταση αλλά ισόποσα σε σύνολο λειτουργιών); Τι άλλο μπορεί να είναι το δημόσιο συμφέρον από την εξυπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου; Ποιοι λοιπόν θα ψηφίσουν υπέρ της αναθεώρησης του άρθρου 24; Σε ποιον ανατέθηκε η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, ως κάτι εξαιρετικά πολύτιμου για την κοινωνία; Στο σύνολο των πολιτικών και των πολιτών, προφανώς. Και σε ποιόν και από ποιόν δίνεται κάθε φορά η εξουσιοδότηση να το διαχειρίζεται το εν λόγω περιβάλλον; Δίνεται προφανώς η εν λόγω εξουσιοδότηση μόνο από ορισμένες γενιές, τις σημερινές. Δίνεται με βάση το εκλογικό κοινοβουλευτικό σύστημα και τον εκάστοτε εκλογικό νόμο, άρα πολλές φορές ούτε καν κατά πλειοψηφία των εχόντων ψήφο μελών των σημερινών γενεών (του συνόλου των εχόντων ψήφο στην κοινωνία). Δίνεται, συνεπώς, η εν λόγω εξουσιοδότηση στην εκάστοτε κατά τον εκλογικό νόμο πλειοψηφούσα παράταξη και την από αυτήν Κυβέρνηση, που δεν είναι όμως Κυβέρνηση και των μελλοντικών γενεών. Και η οποία επιβάλλεται να είναι πολύ προσεκτική σε ρυθμίσεις, που αφορούν και θα επηρεάσουν ολόκληρο τον τόπο με την διαχρονική του έννοια. Όλα τούτα δεν αποτελούν τροχοπέδη στην κυβερνητική δράση, απλά επιβάλλουν πολιτικές ενέργειες και ρυθμίσεις, που θα οδηγούν στην με περίσκεψη και κατά σοφό τρόπο προστασία και διαχείριση του περιβάλλοντος υπέρ του συνόλου των γενεών (σημερινών και μελλοντικών) και του συνόλου των μελών των γενεών αυτών. Πώς είναι δυνατόν, λοιπόν, να συζητείται ο αποχαρακτηρισμός και οριστική αλλαγή χρήσης τέτοιας έκτασης δασικής γης και μεταβολής του τοπίου και διανομής σε ορισμένους; Δεν υπάρχει συνεπώς υποκρισία;

Συζητείται η αναθεώρηση του άρθρου 24, που εκτιμάται ότι θα επιφέρει σημαντικότατες μεταβολές και αλλαγές στο φυσικό περιβάλλον και το τοπίο. Ως πολίτης αυτής της χώρας και ως ευρωπαίος πολίτης δικαιούμαι ή όχι να έχω περιβαλλοντική πληροφόρηση ; Που είναι η έκθεση εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων της συζητούμενης προτεινόμενης κατεύθυνσης αναθεώρησης του εν λόγω άρθρου, από την οποία θα μπορούσα να αντλήσω την σχετική πληροφόρηση, ως προς την ένταση και την έκταση των επιπτώσεων; Είναι ο έλληνας πολίτης κατώτερης κλάσης ευρωπαίος και του αποστερείται η εν λόγω πληροφόρηση ; Γιατί στις άλλες χώρες μέλη της Ε.Ε. κάθε σχέδιο νομοθετικής ρύθμισης που ενδεχομένως άπτεται του περιβάλλοντος κατά την κατάθεση του στην Βουλή συνοδεύεται και από αντικειμενική έκθεση εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων;
Το ίδιο δικαίωμα, αλλά κυρίως την αυξημένη υποχρέωση της εκ των προτέρων πληροφόρησής τους, δεν έχουν και οι έλληνες βουλευτές πριν να καθορίσουν την κατά συνείδηση θέση τους έναντι της πρότασης αναθεώρησης; Με ποια σχετική πληροφόρηση και πως «κατά συνείδηση» θα καθορίσει ο καθένας από αυτούς την θέση του στην σχετική ψηφοφορία; Δεν αποτελεί κριτήριο της διαμόρφωσης της θέσης τους η έκταση και η ένταση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων; Ούτε ως ένα μεταξύ άλλων κριτήριο;

Γιατί να μην έχει προηγηθεί η σύνταξη του δασολογίου, πριν από κάθε σκέψη για (νέα εντός 5ετίας από το 2001) συνταγματική αναθεώρηση και για οργάνωση των χρήσεων γης (χωροταξία); Η δασική χρήση δεν λογίζεται ως χρήση; Αντιστρέψαμε δηλαδή την λογική; Θα οργανώσουμε τις χρήσεις γης και, εν όψει αυτής της οργάνωσης και πριν από αυτή, προβαίνουμε μέσα από αναθεωρητικές συνταγματικές διαδικασίες σε μαζικούς αποχαρακτηρισμούς; Και ισχυριζόμαστε, ότι μέσω αυτών διευρύνουμε την προστασία των δασών και δασικών εκτάσεων και ότι αναβαθμίζουμε τα δασικά οικοσυστήματα ;

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο παλαιότερος, κατηγορήθηκε για συγκεκριμένες οικιστικές πολιτικές που κατέστρεψαν το αστικό περιβάλλον και οδήγησαν στις σημερινές απάνθρωπες ελληνικές πόλεις, στο απάνθρωπο αστικό περιβάλλον. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο νεώτερος, θα συνδέσει το όνομά του με τον μεγαλύτερο συλλήβδην αποχαρακτηρισμό τεράστιων εκτάσεων δασικής γης; Για να μείνει τελικά στην ιστορία ως ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας, και ως ο νέος μάλιστα πολιτικός, που έθεσε σε εφαρμογή τις πλέον εχθρικές προς το περιβάλλον συνταγματικές μάλιστα διατάξεις; Γιατί έρχεται ο ίδιος σε τόση αντίθεση με τις αντίστοιχες διατάξεις του Συντάγματος του 1975, που το ίδιο το κόμμα του τότε εισηγήθηκε και υπερψήφισε; Τι είδους επιστημονικοί σύμβουλοι του εισηγήθηκαν τώρα κάτι τέτοιο; Είναι αυτή ευρωπαϊκή αντιμετώπιση του περιβάλλοντος; Επί οθωμανικής αυτοκρατορίας γενικά δεν επιτρεπόταν η ιδιωτικοποίηση της δημόσιας δασικής γης. Ούτε και η αλλαγή χρήσης γενικά της δασικής γης επιτρεπόταν γύρω από τους οικισμούς και τις πόλεις των ελληνικών περιοχών, που τα οθωμανικά στρατεύματα καταλάμβαναν. Η Ελλάδα, μετά την απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό, αιμάσσουσα και ρακένδυτη και για να στηρίξει τον πληθυσμό της, που πράγματι επένετο, αποφάσιζε και διένειμε την εθνική γη, όμως εξαιρούσε από την διανομή αυτή τα δάση και τις δασικές εκτάσεις, την δασική γη δηλαδή. Γιατί άραγε; Δεν ήθελε ή δεν χρειαζόταν η τότε Ελλάδα την ανάπτυξη; Ή διαφύλασσε αυτή τότε την εν λόγω γη, για να γίνει ο αποχαρακτηρισμός και η διανομή στις ημέρες μας; Η δασική γη, λοιπόν, εμποδίζει την ανάπτυξη της χώρας; Σε ποια θεωρία σχετική με την Οικονομική ανάπτυξη αναφέρεται κάτι τέτοιο; Από ποια συγκεκριμένη μελέτη έχει προκύψει κάτι τέτοιο; Θα αποχαρακτηρισθούν λοιπόν φρυγανότοποι, θαμνότοποι και χαμηλά δάση και μερικώς δασοσκεπείς εκτάσεις της χαμηλής και της νησιωτικής ζώνης της χώρας (με την εξαιρετική, πολύ σπάνια και στην πλειονότητα ενδημική χλωρίδα και πανίδα και μικροπανίδα, με το εξαιρετικό τοπίο τους και την εξαιρετική αντιδιαβρωτική και υδατοπαραγωγική τους λειτουργία); Θα αποχαρακτηρισθούν ποολίβαδα, θαμνότοποι, χαμηλά δάση και μερικώς δασοσκεπή δασικά εδάφη στον ορεινό και ημιορεινό χώρο, που ολόκληρος λόγω της φύσης και της δομής της άγριας βλάστησής του αποτελεί τον υδατόπυργο τροφοδοσίας του συνόλου της χώρας με καθαρό νερό; Στον ορεινό χώρο, που λειτουργεί προστατευτικά έναντι των κατολισθήσεων, της διάβρωσης των εδαφών καθώς και αντιχειμαρρικά και αντιπλημμυρικά έναντι των κατάντη περιοχών; Θα παρασχεθεί, μέσω της συνταγματικής αναθεώρησης, η δυνατότητα αποχαρακτηρισμού τόσης δασικής γης, που με την ποώδη και την ξυλώδη, δενδρώδη ή θαμνώδη, αραιά ή πυκνή, άγρια βλάστηση λειτουργεί κατά του φαινομένου του θερμοκηπίου και υπέρ της προστασίας και της διατήρησης του κλίματος ; Γιατί οι ιδιώτες επενδυτές θα πρέπει να εγκαταστήσουν τις επιχειρήσεις τους σε εκτάσεις που, είτε συνολικά είτε ως προς ορισμένες από τις λειτουργίες τους, αποτελούν δημόσιο ή συλλογικό / κοινωνικό αγαθό; Γιατί θα πρέπει να τους χαριστεί υπερπολύτιμη για την κοινωνία δασική γη με αντίτιμο μάλιστα ευτελέστατο, αντί να προμηθευτούν οικοπεδική γη από την αγορά ;


Από όλους τους πιο πάνω προβληματισμούς και ερωτήματα, προκύπτει το συμπέρασμα της μη αναθεώρησης του συγκεκριμένου άρθρου του Συντάγματος. Θα μπορούσε κάποιος να προτείνει την επαναφορά του άρθρου του Συντάγματος του 1975. Αλλά, οι κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού στη χώρα μας δεν επιτρέπουν υπέρ του κοινωνικού (σημερινού και μελλοντικού) συνόλου τέτοιες γενναίες για το φυσικό περιβάλλον ομόθυμες κομματικές συμφωνίες, ιδίως μεταξύ των λεγομένων κομμάτων εξουσίας. Ως ελάχιστη συνεπώς συμβολή στην προστασία της δασικής γης και του δασικού περιβάλλοντος, που προέχει αυτή τη στιγμή, είναι:
• η διατήρηση του υφιστάμενου στο υφιστάμενο Σύνταγμα άρθρου 24, με συνέχιση του σημαντικού σχετικού ρόλου του ΣτΕ
• η εναρμόνιση των διατάξεών του Ν. 3208/2003 με το εν λόγω άρθρο, με σχέδιο νόμου, που θα κατατεθεί στην Βουλή μαζί με αντικειμενική έκθεση εκτίμησης των περιβαλλοντικών του επιπτώσεων
• η χαρτογράφηση από τις Δασικές Υπηρεσίες των επί μέρους λειτουργιών της δασικής γης με ταυτόχρονη ιεράρχηση αυτών
• η σύνταξη των Δασικών χαρτών, με πλήρη αξιοποίηση του δυναμικού τόσο των δασικών Υπηρεσιών όσο τόσο και των Ιδιωτικών Δασοτεχνικών Γραφείων
• η καθιέρωση, επί τέλους και στην χώρα μας, των Εθνικών Προγραμμάτων Δασών και η μέσω αυτών
• εισαγωγή και εφαρμογή και συνεχής στήριξη της οργανωμένης και συστηματικής αειφορικής πολυλειτουργικής διαχείρισης στο σύνολο της δασικής γης.
• η μη συνέχιση της τακτικής του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, με τα δημόσια έσοδα από τον τομέα των Δασών να χρηματοδοτεί τον τομέα της Γεωργίας! . Την στιγμή μάλιστα, που ο τομέας της Δασοπονίας υποχρηματοδοτείται, οι επενδύσεις σ΄ αυτόν είναι ελάχιστες, το χειμαρρικό και πλημμυρικό πρόβλημα της χώρας οξύνεται όπως και το ενεργειακό ισοζύγιο και το ισοζύγιο εισαγωγών – εξαγωγών σε δασικά προϊόντα και προϊόντα χάρτου. Και οι Δασικές υπηρεσίες, που μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του’80 λειτουργούσαν ως τα πιο οργανωμένα περιφερειακά κύτταρα της Δημόσιας διοίκησης, για την στήριξη της ανάπτυξης του ορεινού και ημιορεινού χώρου και της προστασίας του περιβάλλοντος, όχι μόνο δεν στηρίζονται, όχι μόνο εδώ και χρόνια δεν στελεχώνονται με νέους επιστήμονες και δεν εκσυγχρονίζονται, όχι μόνο αφήνονται να «γερνούν», αλλά και συκοφαντούνται συλλήβδην. Φτάσαμε στο σημείο, το δάσος, η δασική γη να έχουν γίνει εχθρικός στόχος και ως τέτοιον στόχο να τον ασπάζονται όχι μόνο οι καταπατητές και υποψήφιοι «επενδυτές», αλλά και πολλοί πολιτικοί και πολιτευτές, δυστυχώς. Τη στιγμή, που οι συνέπειες του φαινομένου του θερμοκηπίου είναι ήδη εδώ, δεν έχουν όμως εκδηλώσει ακόμη τα μέγιστά τους! Θα συνεχίσουμε λοιπόν για τον τόπο μας να μην λειτουργούμε ως προμηθείς, μπροστά σε ένα φαινόμενο που δεν μας δώσει καν τη δυνατότητα να γίνουμε επιμηθείς;

ΕΙΣΗΓΗΣΗ Κ.ΔΙΑΚΟΥ, ΝΟΜΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ (ΗΜΕΡΙΔΑ 28/2/2007)

Αναθεώρηση του Συντάγματος: Πάλι τα ίδια…

«Οι πολιτικές και ηθικές αξίες είναι «ο σιωπηλός πρόλογος» κάθε νομικής σκέψης»
Ronald Dworkin, Αμερικανός φιλόσοφος, νομικός

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η αναθεώρηση του Συντάγματος αποτελεί κορυφαία στιγμή της λειτουργίας του πολιτεύματος και κατά συνέπεια σηματοδοτεί την κοινωνική εξέλιξη της διαχείρισης της κοινωνίας. Η ευφυής χρήση του όρου «κοινωνικό συμβόλαιο» για το Σύνταγμα προσδιορίζει εύστοχα τον χαρακτήρα του Συντάγματος.
Δυστυχώς εδώ και λίγο καιρό τα διαχειριζόμενα την εξουσία πολιτικά κόμματα έχουν επιλέξει την αναθεώρηση του Συντάγματος, ως πρακτική επιβολής των βραχυπρόθεσμων κυβερνητικών επιλογών. Το αποτέλεσμα, κατά την γνώμη μου, θα είναι η ιδεολογική απαξίωση της κοινωνικής λειτουργίας του Συντάγματος μας.

Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ
Η συρρίκνωση του Δημόσιου τομέα στις κοινωνικές λειτουργίες αποτελεί την κυρίαρχη επιλογή του νεοφιλελευθερισμού και την παγκοσμιοποιημένης διαχείρισης του.
Δεν είναι τυχαία η πρόσφατη τοποθέτηση του πρωθυπουργού ότι οφείλουμε να τροποποιήσουμε το Σύνταγμα για να συμφωνεί με τις σύγχρονες διεθνείς επιταγές. Ποιες είναι αυτές οι επιταγές; Η συρρίκνωση των συνταγματικών θεσμικών ρυθμίσεων που εμποδίζουν την νεοφιλελευθεροποίηση του κοινωνικού μας συστήματος. Παρακάτω θα διαπιστώσουμε την σύμπνοια κυβερνητικών επιλογών για το άρθρο 24 και των θέσεων του ΣΕΒ για το ίδιο θέμα.
Στα πλαίσια αυτά τρία είναι κυρίως τα συνταγματικά στοιχεία στα οποία επιχειρείται η αναθεώρηση: Η ολοκληρωμένη επαγγελματοποίηση της γνώσης, η ιδιωτικοποίηση της δημόσιας γης και η συνταγματική ελευθερία κυβερνητικών χειρισμών χωρίς δικαστικό έλεγχο, με την παρέμβαση ιδιωτών στον συνταγματικό έλεγχο της Διοίκησης.
Η ολοκληρωμένη επαγγελματοποίηση της γνώσης περνάει από την πρόταση της συνταγματικής νομιμοποίησης των ιδιωτικών Πανεπιστημίων. Στα Πανεπιστήμια των προχωρημένων νεοφιλελεύθερα χωρών παρέχονται τεχνικές για την γνώση και για την επαγγελματική της χρήση, ενώ στην χώρα μας επειδή δε έχει περάσει η πολιτική του οικονομικού ανταγωνισμού λόγω του δημόσιου χαρακτήρα της Παιδείας η γνώση συντηρεί ακόμα στόχους κοινωνικής διάστασης. Αυτό πρέπει να ξεπεραστεί με την δημιουργία Ιδιωτικών Πανεπιστημίων, που, διαμορφώνοντας πλαίσια οικονομικής ανταγωνιστικότητας θα σύρουν και τα Δημόσια Πανεπιστήμια στον ένα και μόνο στόχο της υποταγής της Παιδείας στον επαγγελματισμό.
Τέλος στην Ελλάδα ο νομικός μας πολιτισμός κατοχύρωσε μια πολύ σημαντική και προοδευτική δικαιακή αρχή, του διάχυτου δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των Νόμων. Αυτό σημαίνει ότι το οποιοδήποτε Δικαστήριο, επιλαμβανόμενο μια υποθέσεως, μπορεί να ελέγξει την συνταγματικότητα του εφαρμοζομένου νόμου. Και αυτό παίρνει πιο συγκεκριμένη μορφή με τον συνταγματικό έλεγχο του ΣτΕ. Η έλλειψη κοινωνικής στρατηγικής στην διαχείριση της εξουσίας στην Ελλάδα, με τον έντονο πελατειακό της χαρακτήρα και την έξωθεν εξάρτηση απαιτεί «ευλυγισία» στην εφαρμογή του Νόμου και πέρα από τα συνταγματικά όρια. Έτσι δυστυχώς η σύγκρουση της Εκτελεστικής εξουσίας (που ελέγχει πλήρως την Νομοθετική, μέσω της κομματικής πειθαρχίας) και τη Δικαστικής είναι δεδομένη και κορυφώνεται από το θεσμικά αρμόδιο δικαστικό όργανο ελέγχου της Διοίκησης, το ΣτΕ. Στην προηγούμενη αναθεώρηση περιορίστηκε η δικαιακή αυτή αρχή, «περνώντας» συνταγματική διάταξη με την οποία η συνταγματικότητα των νομών, ελεγχόμενη από το ΣτΕ, δεν μπορεί να γίνεται από τα τμήματα του αλλά από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου, ελπίζοντας σε διαφοροποίηση των συσχετισμών, ιδιαίτερα σε υποθέσεις του 5ου τμήματος του που ελέγχει θέματα Περιβάλλοντος. Όμως απέτυχε ως επιλογή. Τώρα η Ν. Δημοκρατία προβάλει ένα άχρηστο και συντηρητικό θεσμό, το Συνταγματικό Δικαστήριο, τα μέλη του οποίου δεν θα είναι δικαστές, τουλάχιστον στο σύνολο τους, αλλά Καθηγητές Πανεπιστημίου, νομομαθείς κλπ. και άλλοι ιδιώτες, που θα διορίζονται από την Εκτελεστική Εξουσία, μέσω της Νομοθετικής (στην οποία, όπως επισημάναμε, το, κάθε φορά, κυβερνών κόμμα ελέγχει με τη κομματική πειθαρχία και την δεδηλωμένη, χωρίς να αποκλείεται και η συναινετική από τα δύο διαχειριστικά κυρίως κόμματα επιλογή των προσώπων). ’ρα το Σύνταγμα θα ερμηνεύεται «κατά πως βολεύει» και η στοιχειώδης Ασφάλεια Δικαίου για τον πολίτη, βασική αρχή της Λαϊκής Κυριαρχίας, «πάει περίπατο».

Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 24 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Η προστασία του Περιβάλλοντος και η ανάπτυξη δεν χρειάζονται συνταγματική τροποποίηση αλλά εφαρμογή του Νόμου και εκσυγχρονισμό της Νομοθεσίας για την ασφαλέστερη κατοχύρωση της προστασίας αυτής.
Σταύρος Δήμας (Επίτροπος Περιβάλλοντος της Ε.Ε. και στέλεχος της Ν.Δ.)Ιούνης ο6
Ι. Ποια είναι η υφιστάμενη σήμερα κατάσταση;
Η συνταγματική κατοχύρωση της Προστασίας του Περιβάλλοντος υπήρξε μια επιλογή του τότε Πρωθυπουργού Κων/νου Καραμανλή, που διαβλέποντας την προνομία της οικονομίας μας στο τομέα των υπηρεσιών (τουρισμός, πολιτισμός κλπ.) και γνωρίζοντας την κατασκευαστική μανία των Ελλήνων από την προδικτατορική πολιτική του σταδιοδρομία στήριξε την προστασία του χώρου αυτών των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.
Όμως η δραστηριότητα αυτή ασκείται κυρίως από λάθρα επιβιούντες επιχει-ρηματίες, που παρανομούν, καταστρέφουν το περιβάλλον (φυσικό και επιχειρηματικό) και στην συνέχεια εκμεταλλευόμενοι το πολιτικό κόστος και τις πολιτικές πελατειακές σχέσεις τους νομιμοποιούν την παρανομία.
Έτσι με τα στοιχεία αυτά στην χώρα μας προκύπτει μια εξωφρενική λειτουργία θεσμών στην Προστασία του Περιβάλλοντος.
Τα βασικά της χαρακτηριστικά είναι η προχειρότητα, η νομιμοποίηση του παράνομου και η εξυπηρέτηση μιας αδιέξοδης βραχυπρόθεσμης πολιτικής χωρίς στόχο και συνέπεια.
Έτσι η όλη κοινωνική διεργασία για την προστασία του περιβάλλοντος μεταφέρεται στο Δικαστήριο, είτε προς ερμηνεία λόγω της σκόπιμης αοριστίας του νομοθετικού κειμένου για ευκαιριακή ερμηνεία «κατά πως βολεύει» είτε για την επιβολή κυρώσεων, όπου, ως συνήθως, δεν εφαρμόζεται ο Νόμος από τεχνική αδυναμία της Διοίκησης για εφαρμογή αλλά, πολλές φορές, και από την δεδομένη και παντάπασι γνωστή παράβαση καθήκοντος των εντεταλμένων προς τούτο υπαλλήλων, γεγονός άλλωστε που έχει λάβει ευρεία δημοσιότητα, αποτελεί αντικείμενο πρόθεσης επίλυσης σε όλα τα προεκλογικά προγράμματα των κομμάτων της κυβερνητικής διαχείρισης, που όμως αδυνατούν να πραγματοποιήσουν ως κυβέρνηση μέσα από την υφιστάμενη γραφειοκρατική διαπλοκή. Κατά συνέπεια, γινόμαστε μάρτυρες συνεχών αντεγκλίσεων μεταξύ πολιτών ή Διοίκησης και του Συμβουλίου της Επι-κρατείας, που διαπιστώνοντας την συνταγματική παραβατικότητα των νομοθετικών επιλογών και των διοικητικών αποφάσεων παρεμβαίνει με την ακυρωτική του διαδικασία και δημιουργεί εξ ανάγκης ανασφάλεια σε επιλογές επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που έχουν σχέση με την Προστασία του Περιβάλλοντος.
ΙΙ. Τα δεδομένα όμως αλλάζουν
Η χρήση του Περιβάλλοντος ως οικονομικού στοιχείου εκμετάλλευσης από τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα που ως λογική εντείνεται από τα προβλεπόμενα επενδυτικά προγράμματα των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης απαιτεί δύο θεσμικές παρεμβάσεις.
Η πρώτη συνίσταται στο ξεκαθάρισμα των υφισταμένων αντιδικιών και αμφισ-βητήσεων (αυθαίρετη δόμηση, καταπάτηση δασών και δασικών εκτάσεων, οικοδομικοί συνεταιρισμοί, αποχαρακτηρισμός δασών και δασικών εκτάσεων για την πραγματοποίηση των περιβαλλοντοκτόνων μεγάλων και μικρών έργων) με κατεύθυνση την ικανοποίηση των παράνομα ενεργούντων και η δεύτερη ο περιορισμός του ελέγχου της Εκτελεστικής Εξουσίας (δηλ. της κάθε Κυβέρνησης) και των επιλογών της κυρίως από το Σ.τ.Ε. (και ειδικότερα το Ε’ Τμήμα του). Τέλος είναι ανάγκη προς κάλυψη των προβλεπομένων επενδυτικών διαδικασιών σε προστατευόμενες οικολογικά περιοχές να μπορεί το Κράτος να «ξεπουλάει» την δημόσια περιουσία σε ιδιώτες κάτι πολύ δύσκολο έως απαγορευμένο με το σημερινό θεσμικό πλαίσιο του «τεκμηρίου κυριότητας υπέρ του Δημοσίου». Δηλαδή σωστή «λαίλαπα».
Η ιδιωτικοποίηση και εκμετάλλευση της δημόσιας γης αποτελεί διακαή πόθο των διαπλεκόμενων επιχειρηματικών συμφερόντων στην κατασκευή και τον τουρισμό. Η βασική επιλογή είναι να συρρικνωθεί ο δημόσιος χώρος στις απολύτως απαραίτητες δασικές εκτάσεις, που θα μπορούν απλώς να αποτελούν το αισθητικά χρήσιμο περιβάλλοντα χώρο ώστε οι παρεχόμενες οικιστικές και τουριστικές δραστηριότητες να «ανεβάζουν» το κόστος παροχής τους. Υπό την έννοια αυτή μια συρρίκνωση της συνταγματικής προστασίας του άρθρου 24 είναι πάγιος στόχος.
Στις θέσεις του ΣΕΒ για την αναθεώρηση του άρθρου 24 τον Δεκέμβριο του 2006, μεταξύ των άλλων τονίζεται: «Η ανάπτυξη όμως, ως κρατικός σκοπός συνταγματικά επιβεβλημένος και προστατευμένος, μόνο με ιδιωτική πρωτοβουλία στο πλαίσιο της οικονομικής ελευθερίας μπορεί να νοηθεί και πραγματωθεί σ’ ένα κράτος που θέλει να είναι δικαιοκρατικό και ανοιχτό. Ανάπτυξη, όμως, χωρίς επέμβαση στο περιβάλλον δεν μπορεί να νοηθεί. Η μοιραία σύγκρουση που δημιουργείται στην πράξη μεταξύ δύο συνταγματικών ισοδυνάμων δικαιωμάτων, του περιβάλλοντος και της ανάπτυξης, επιβάλλεται δικαιοκρατικά και όχι να αίρεται με την επικράτηση της μιας διάταξης έναντι της άλλης (εν προκειμένου του άρθρου 24 εις βάρος του άρθρου 5), αλλά με την εξισορρόπησή τους, που βασίζεται στην αρχή της πρακτικής αρμονίας.
Στο περιβαλλοντολογικό δίκαιο η αρχή της πρακτικής αρμονίας σημαίνει κατάφαση προς την ανάπτυξη, αλλά συγχρόνως κατάφαση το ίδιο φιλική προς το περιβάλλον.
Δυστυχώς, η αναθεώρηση του 2001 μετέτρεψε τη «βιώσιμη ανάπτυξη», η οποία καθιερώνεται διεθνώς και παράλληλα προβλέπεται και από τη «Συνθήκη για τη θέσπιση του Συντάγματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (άρθρο Ι -3) που κυρώθηκε με το ν. 3341/2006, σε «αειφορία». Η «αειφορία», όμως, δίνει ερμηνευτικά προτεραιότητα στην προστασία του περιβάλλοντος, που δεν αφήνει περιθώρια στην ανάπτυξη και στην προσέλευση επενδυτικών κεφαλαίων, διότι τυχόν ακύρωση επενδύσεων συνεπάγεται οικονομική καταστροφή.
Επιβάλλεται λοιπόν η αρχή της «αειφορίας», που ετέθη στο δεύτερο εδάφιο της § 1 του άρθρου 24, να αντικατασταθεί με την αρχή της «βιώσιμης ανάπτυξης», η οποία καλύπτει και τους τρεις αναπτυξιακούς πυλώνες: οικολογικό, κοινωνικό και οικονομικό και αποτελεί έννοια σαφώς ευκολότερα ερμηνεύσιμη από τη διοίκηση και τα δικαστήρια. Περαιτέρω σε ό,τι αφορά τη «χωροταξική αναδιάρθρωση» της χώρας, σύμφωνα με την § 2 του άρθρου 24, αυτή υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα του κράτους.
Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει αναθεωρητική παρέμβαση προς δύο κατευθύνσεις:
β) Η ρυθμιστική αυτή υποχρέωση να μην περιορίζεται μόνο στο κράτος. Πρέπει
να διευρυνθεί έτσι ώστε, αφ’ ενός να συμπεριλαμβάνει και τους φορείς της αυτοδιοίκησης και αφ’ ετέρου να μην περιορίζεται μόνο στο αντικείμενο της πολεοδομικής διαρρύθμισης. Ο πολεοδομικός σχεδιασμός πρέπει να εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο της περιφερειακής ανάπτυξης και, επομένως, να εξυπηρετεί την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, όπως διεθνώς έχει καταδειχθεί.
ΙΙΙ. Τι τροποποιείται με την πρόταση της ΝΔ
Ο Πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής στη συνεδρίαση της 11ης Μαΐου 2006 της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Νέας Δημοκρατίας παρουσίασε τις οριστικές προτάσεις για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Ως προς την προστασία του περιβάλλοντος και τη βιώσιμη ανάπτυξη αναφέρει:
«’ρθρα 24 και 117. Προτείνεται διορθωτική παρέμβαση, στα δύο αυτά άρθρα, έτσι ώστε να ενισχυθεί αφενός η αποτελεσματική προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων και αφετέρου η βιώσιμη ανάπτυξη. Στόχος είναι η περαιτέρω προστασία εκτάσεων, οι οποίες ήταν δάση ή δασικές κατά το χρόνο που άρχισε η εφαρμογή του Συντάγματος. Οποιαδήποτε μεταβολή στη χρήση των εκτάσεων αυτών, μετά τον Ιούνιο του 1975, για οποιονδήποτε λόγο κι αν έγινε δεν λαμβάνεται υπόψη. Εκτάσεις που ήταν δάση ή δασικές, κατά τον χρόνο εφαρμογής του Συντάγματος, κηρύσσονται και παραμένουν αναδασωτέες. Σχετικός εκτελεστικός νόμος θα προβλέψει αυστηρές κυρώσεις στους παραβάτες.
Όπως ήδη προβλέπεται, οι εκτάσεις αυτές είναι δυνατόν να αλλάξουν προορισμό, εφόσον προέχει για λόγους εθνικής οικονομίας η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη χρήση, την οποία επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον. Κάνοντας την επιβαλλόμενη -και με βάση την αρχή της αναλογίας- διάκριση μεταξύ δασών και δασικών εκτάσεων, προτείνουμε, προκειμένου για δασικές εκτάσεις, τη σύνδεσή τους με το χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό της χώρας. Αυτό, άλλωστε, συνάδει απόλυτα με την αρχή της «βιώσιμης ανάπτυξης», που εισήχθη στο πλαίσιο της αναθεώρησης του 2001. Αρχή, η οποία επιβάλλει τη διαφύλαξη του φυσικού περιβάλλοντος, χωρίς όμως να αποκλείει τη λήψη μέτρων που είναι αναγκαία για την ανάπτυξη. Οι θεμιτές επεμβάσεις στο περιβάλλον δεν μπορεί να είναι τέτοιας έκτασης, που να υποθηκεύουν το μέλλον των επερχόμενων γενεών. Όλες οι περιπτώσεις μεταβολής του προορισμού των εκτάσεων αυτών θα πρέπει να γίνονται στα όρια της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας. Στόχος είναι η ανταπόκριση στην αρχή της «βιώσιμης ανάπτυξης», που επιβάλλει τόσο τη διαφύλαξη του φυσικού περιβάλλοντος για τις επόμενες γενιές όσο και την αξιοποίηση εκτάσεων, με σκοπό την ενίσχυση της ανάπτυξης προς όφελος των σημερινών και των επόμενων γενεών».
Αρχική Παρατήρηση: Η ταύτιση των θέσεων του ΣΕΒ με την πρωθυπουργική τοποθέτηση για «βιώσιμη ανάπτυξη» αντί «αειφορία». Ο πολιτικός και κοινωνικός διάλογος είναι μεγάλος γύρω από το θέμα. Κατά την γνώμη μου, ακριβώς γι’ αυτό γίνεται αυτή η επιλογή στην αναθεωρητική άποψη. Πιστεύω όμως ότι σε επίπεδο νομικό η διαφορά είναι κυρίως νομοσυντακτική. Όμως όπως τονίζει και ο ΣΕΒ είναι ευκολότερα ερμηνεύσιμη από τον Νομοθέτη. Και προς την κατεύθυνση αυτή στηρίζεται η χρήση του όρου από τον Πρωθυπουργό.
Συμπέρασμα
Ουσιαστικά η προτεινόμενη αναθεώρηση επανέρχεται στις δύο γνωστές «πληγές».
Η πρώτη αφορά την υποτιθέμενη διάκριση μεταξύ δασών και δασικών εκτάσεων, η οποία, κατά τους εφευρέτες και υποστηρικτές της δικαιολογεί την υπαγωγή των τελευταίων σε μειωμένο ή κατ’ουσίαν ανύπαρκτο καθεστώς προστασίας. Δεν υπάρχουν πρώτης και δεύτερης κατηγορίας δασικές εκτάσεις. Αντίθετα και ορθά το άρθρο 24 αναγνωρίζει την μεγάλη σημασία των δασικών εκτάσεων στην οικολογική ισορροπία. Επισημαίνεται ότι οι δασικές εκτάσεις, η λεγομένη μακκία βλάστηση, αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του δασικού πλούτου της χώρας ως εκ του μεσογειακού της χαρακτήρος, έχουν δε επίσημα αναγνωριστεί ως προστατευτέο φυσικό κεφάλαιο απο την Ευρωπαική Ενωση.
Η δεύτερη αποτελεί το πρόβλημα της νομιμοποίησης της παρανομίας με τους καταπατητές και εν συνεχεία με μεθοδεύσεις ιδιοκτήτες δασοτεμαχίων με την απόδοση δυνατότητας για οικοδόμηση ή νομιμοποίησης της αυθαίρετης οικοδόμησης σ’ αυτά. Με εμπρησμούς, κίβδηλες χρησικτησίες και παράνομες υλοτομίες «στήθηκε» όλη αυτή η κατά-σταση. Και καλούμαστε ως έννομη τάξη να νομιμοποιήσουμε το παράνομο. Μόνο στην Ελλάδα της παραιδιοκτησιακής ρεμούλας είναι δυνατό, αφού κανένας πολιτικός δεν έχει το πολιτικό θάρρος να το λύσει.
Αντίθετα η Κυβέρνηση με κακομοιριστικά επιχειρήματα περί πτωχών μικροιδιοκτη-τών κλπ. επιδιώκει να μετατρέψει τη δημοσία κτήση και χρήση, σε ιδιωτικούς παραθερι-στικούς παραδείσους.
Οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί που κόπτονται για την αποκατάσταση της δήθεν νομιμότητας στήθηκαν στην περίοδο κυρίως της Χούντας ως αντίδοτο στην στρατιωτική δικτατορία από τυχοδιώκτες μαυραγορίτες γης, με πλαστούς, κατά το πλείστον, τίτλους κυριότητας, μέσω ανυπάρκτων χρησικτησιών σε δασικές εκτάσεις και σήμερα επιζητούν την νομιμοποίηση της παρανομίας. Η ελληνική κοινωνία δεν είναι υποχρεωμένη να υποστεί τις συνέπειες μιας τέτοιας διαδικασίας, σε βάρος του κοινωνικού αγαθού της προστασίας του Περιβάλλοντος.
Οι μόνοι φραγμοί γι’ αυτό τίθενται από το Σύνταγμα και την ερμηνευτική νομολογία του ΣτΕ. ήταν οι συνταγματικοί περιορισμοί ως προς τη χρήση τους, οι οποίοι επιχειρείται να αρθούν με την παρούσα αναθεώρηση.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Όταν οι κλιματικές αλλαγές αποτελούν τον μεγαλύτερο κίνδυνο σήμερα για την έμβια (και ανθρώπινη) επιβίωση,
Όταν σήμερα σε διεθνές επίπεδο αλλά και κοινοτικό οι δασικές εκτάσεις περιλαμβά-νονται στα στοιχεία για την ενίσχυση της περιβαλλοντικής ισορροπίας,
Όταν οι εμπρηστές και καταπατητές με την συνταγματική τροποποίηση δικαιώνονται
Όταν οι μεγάλες κατασκευαστικές επιχειρήσεις, που αποτελούν τον πυρήνα της διαπλοκής, επιχαίρουν για την πρόταση αναθεώρησης,
Εμείς οφείλουμε να τονίσουμε και να διεκδικήσουμε
Καμιά τροποποίηση καθ’ οιονδήποτε τρόπο του άρθρου 24 του Συντάγματος
Ναι στην άμεση σύνταξη του εθνικού κτηματολογίου που ακριβώς λύνει το χωροταξικό αλλά καθυστερεί από τα διαπλεκόμενα συμφέροντα , ώστε με την αναθεώρηση να περιλάβει και τις καταπατημένες δασικές εκτάσεις
Ναι στην άμεση σύνταξη δασολογίου που σε ορισμένες περιπτώσεις είναι σχεδόν έτοιμο και αποτελεί ασφαλές πρόκριμα και για την προστασία του Περιβάλλοντος αλλά και για την όποια επιχειρηματική δράση και τα όρια της.

Κ.Διάκος: Οικολόγος, Δικηγόρος, Νομικός Περιβάλλοντος

ΕΙΣΗΓΗΣΗ Γ.ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΛΟΓΟΥ (ΗΜΕΡΙΔΑ 28/2/07)

Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
ΤΟΥ ΔΑΣΙΚΟΥ ΠΛΟΥΤΟΥ

Ημερίδα του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος
και της Πανελλήνιας ΄Ενωσης Δασολόγων Δημοσίων Υπαλλήλων

Αθήνα, 28 Φεβρουαρίου 2007


Γιώργος Παπαδημητρίου
Καθηγητής Πανεπιστημίου

Βασικές θέσεις

Ι. Διαπιστώσεις

1. Το Σύνταγμά μας περιέλαβε το 1975 προωθημένους κανόνες για την προστασία του περιβάλλοντος. Οι σχετικές διατάξεις του αποτελούν το περιβαλλοντικό Σύνταγμά μας και είναι ακόμη και σήμερα πρότυπο στον ευρωπαϊκό χώρο.
2. Στην αναθεώρηση του 2001 επιχειρήθηκε ο εξορθολογισμός του. Υπό συνθήκες που είναι γνωστές, εγκαταλείφθηκαν προτάσεις, οι οποίες θα οδηγούσαν στην απομείωση της προστασίας και υιοθετήθηκαν διατάξεις που εμπλουτίζουν το περιβαλλοντικό Σύνταγμα και ενισχύουν την προστασία του δασικού πλούτου.
3. Η εμπειρία που γνωρίσαμε τότε είναι αποκαλυπτική και διδακτική. Μας δείχνει ότι κάθε προσπάθεια απομείωσής του είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.
4. Η κακή κατάσταση του περιβάλλοντος στη χώρα μας δεν οφείλεται ασφαλώς στο Σύνταγμα. Οφείλεται αφενός στην αδυναμία διαχρονικά των κυβερνήσεων να διαμορφώσουν μία αξιόπιστη περιβαλλοντική πολιτική και της διοίκησης να οργανώσει και να εγγυηθεί την εφαρμογή της.
5. Με αυτά τα δεδομένα, το Συμβούλιο Επικρατείας προσπαθεί, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, να λειτουργήσει αφενός ως εγγυητής της περιβαλλοντικής νομιμότητας και αφετέρου ως ανάχωμα στις αντισυνταγματικές επιλογές του νομοθέτη και τις αντισυνταγματικές αποφάσεις και πρακτικές της διοίκησης.
6. Το χάσμα που διαπιστώνεται μεταξύ του περιβαλλοντικού Συντάγματος και της εφαρμογής του στην πράξη προσλαμβάνει εκρηκτικές διαστάσεις, εντοπίζεται δε σε όλες τις περιοχές της κεντρικής και της αποκεντρωμένης εξουσίας.
7. Αφού προτείνεται η αναθεώρηση του άρθρου 24, ερωτάται σε τι έφταιξε το Σύνταγμα για την κατάσταση που αντιμετωπίζουμε. Συγκεκριμένα, ερωτάται σε τι έφταιξε που δεν προωθήθηκε η χωροταξική οργάνωση και αναδιάρθρωση της χώρας, η πολεοδομική ανασυγκρότησή της, η ανάδειξη των δασών ως εθνικού πλούτου, η εκπόνηση δασικών χαρτών και η κατάρτιση δασολογίου, η προστασία των ευαίσθητων οικοσυστημάτων και η προστασία των μνημείων; Μήπως οι σκοποί αυτοί δεν είναι πρωταρχικό μέλημα κάθε σύγχρονης ευνομούμενης πολιτείας; Και μήπως δεν αντιστοιχούν σε σαφείς και εύλογες επιταγές του Συντάγματος;
8. Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά εξηγεί με τρόπο πειστικό ότι σήμερα προβάλλει ως πρόταγμα και διακύβευμα, περισσσότερο παρά ποτέ άλλοτε, όχι η αναθεώρηση του περιβαλλοντικού Συντάγματος, αλλά η διαμόρφωση και η προώθηση μιας σύγχρονης, αξιόπιστης και συνεκτικής πολιτικής για την πραγμάτωσή του.

ΙΙ. Εκτιμήσεις

1. Η Νέα Δημοκρατία περιέλαβε στην πρόταση για την αναθεώρηση του Συντάγματος ως βασικό και κεντρικό σημείο το άρθρο 24. Η τροποποίησή του αποβλέπει εν πρώτοις στη «σύνδεση των δασικών εκτάσεων με το χωροταξικό σχεδιασμό». Επίσης, προτείνεται ως ορόσημο για το χαρακτηρισμό των δασικών εκτάσεων η κατάσταση που επικρατούσε, όταν άρχισε η εφαρμογή του Συντάγματος, δηλαδή τον Ιούνιο του 1975.
2. Στενά συνυφασμένη με τη γενικότερη προστασία του περιβάλλοντος είναι η πρόταση για την καθιέρωση Συνταγματικού Δικαστηρίου και την απότοκη αναδιάρθρωση της δικαιοσύνης. Συνέπεια της αποδοχής της θα ήταν η αποδυνάμωση του Συμβουλίου της Επικρατείας ως του αρμόδιου Δικαστηρίου για την επίλυση των σημαντικών περιβαλλοντικών διαφορών.
3. Η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας για περιβαλλοντικά ζητήματα συνθέτει έτσι μια ατζέντα που υπερβαίνει κατά πολύ τους ορισμούς του άρθρου 24 και εκτείνεται σε περισσότερους βασικούς θεσμούς της πολιτείας.
4. Στις προτάσεις αυτές αντιτάχθηκαν, και μάλιστα επίμονα, όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης, αλλά και σημαντικές κοινωνικές και επιστημονικές οργανώσεις. Η υιοθέτησή τους, ενόψει των ευρύτερων επιπτώσεών τους, θα απαιτούσε ευρύτερες συγκλίσεις τόσο στους κόλπους της Βουλής όσο και στο επίπεδο των κομμάτων και της κοινωνίας.
5. Ανάλογες συγκλίσεις, μετά μάλιστα και την αποχώρηση του ΠΑΣΟΚ από την αναθεωρητική διαδικασία, είναι αδύνατες ενόψει της αυξημένης πλειοψηφίας των 3/5 του συνολικού αριθμού των βουλευτών που απαιτεί το Σύνταγμα για την αναθεώρηση των διατάξεών του. Η αντίθεση προς τις προτάσεις θα διευρύνεται και θα ενισχύεται μάλιστα, όσο συνειδητοποιείται το διακύβευμά τους και η αδυναμία διατύπωσης μιας σοβαρής και αξιόπιστης επιχειρηματολογίας. Το προηγούμενο της αναθεώρησης του 2001 είναι αποκαλυπτικό και διδακτικό.
6. Με αυτές τις εκτιμήσεις, οι προτάσεις της Κυβέρνησης δεν είναι δυνατόν να τελεσφορήσουν ούτε σ’ αυτή τη Βουλή ούτε στην επόμενη. Υπό την πίεση και την πειθώ όσων αντιτίθενται στην τροποποίηση του άρθρου 24 και την καθιέρωση Συνταγματικού Δικαστηρίου η Κυβέρνηση θα αναγκαστείνα τις εγκαταλείψει αυτές τις προτάσεις της.

ΙΙΙ. Προτάσεις

1. Μήπως λοιπόν είναι άσκοπο να αναλώσουμε τις δυνάμεις μας για μια υπόθεση που δεν φαίνεται να έχει προοπτική. Ερωτάται, με άλλα λόγια, μήπως θα ήταν πιο χρήσιμο να επεξεργαστούμε και να προωθήσουμε, χωρίς άλλη καθυστέρηση, προτάσεις που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην προστασία του περιβάλλοντος και του δασικού πλούτου, την ανάπτυξη και την ασφάλεια δικαίου.
2. Την προσοχή μας πρέπει να στρέψουμε σε ζητήματα που έχουν καίρια σημασία. Πρωτεύουσα σημασία λόγω της εμβέλειας και της οριζόντιας επίδρασής τους σε όλες σχεδόν τις περιβαλλοντικές και αναπτυξιακές πολιτικές έχουν η σύνταξη δασικών χαρτών και δασολογίου. Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι περισσότερα από τριάντα χρόνια μετά τη θέσπιση του Συντάγματος του 1975 εξακολουθούμε να παραμένουμε η μόνη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση που δεν διαθέτει τα πολύτιμα αυτά θεσμικά εργαλεία για την προστασία του δασικού πλούτου.
3. Η ματαίωση της αναθεώρησης του άρθρου 24 και της καθιέρωσης Συνταγματικού Δικαστηρίου έχει αμυντικό περιεχόμενο. Αντίθετα, η συντονισμένη προσπάθεια να αποκτήσουμε δασικούς χάρτες και δασολόγιο διακρίνεται για το δημιουργικό της πνεύμα, αφού αποβλέπει τόσο στην πραγμάτωση του περιβαλλοντικού Συντάγματος όσο και στην ανάπτυξη. Επίσης, θα συμβάλλει σημαντικά στον εκσυγχρονισμό των θεσμών, την ασφάλεια δικαίου και τη βελτίωση των πρακτικών της διοίκησης.
4. Είναι καιρός να εγκαταλείψουμε την κανονιστική λογική που δεσπόζει σε όλες τις περιοχές της ζωής μας, δηλαδή την αντιμετώπιση των προβλημάτων μόνο με την παραγωγή νόμων. Στην εποχή μας επιβάλλεται, όσο ποτέ άλλοτε, η υιοθέτηση παράλληλα και της επιχειρησιακής λογικής στις πολιτικές μας, δηλαδή η αντιμετώπιση των προβλημάτων όχι μόνο με κανόνες δικαίου αλλά και με σχέδια, δράσεις και πρακτικές.
5. Διαφορετικά, τα προβλήματα θα συσσωρεύονται, η προστασία του περιβάλλοντος θα περιθωριοποιείται και η ανάπτυξη θα εξακολουθήσει να καρκινοβατεί. Θα συνεχίσουμε δηλαδή το φαύλο κύκλο μιας μετ’ εμποδίων πορείας σε συνθήκες ανασφάλειας και αδιαφάνειας. Θύματά της θα είναι προφανώς τόσο το περιβάλλον όσο και η ανάπτυξη.